ΟΙ ΠΕΡΙΠΕΤΕΙΕΣ
ΤΟΥ ΕΘΝΙΚΟΥ ΜΟΥΣΕΙΟΥ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ
 Ενώ η Αθήνα ετοιμάζεται να φιλοξενήσει την συνδιοργάνωση της DOCUMENTA του Κάσσελ το 2017.
 
Την περασμένη εβδομάδα το Υπουργείο Πολιτισμού έθεσε με τον γνωστό του τρόπο, ένα τέλος στην περιπέτεια την οποία ζει εδώ και 15 περίπου χρόνια το Εθνικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Ζήτησε, αλλά δεν έλαβε ακόμη, τις παραιτήσεις τόσο των μελών του Διοικητικού Συμβουλίου, όσο και της Διευθύντριας του Μουσείου Άννας Καφέτση.
Η Άννα Καφέτση μάλιστα όχι μόνο δεν παραιτήθηκε, αλλά δήλωσε άμεσα και καθαρά ότι δεν προτίθεται να υποβάλλει παραίτηση, μια και δεν θεωρεί ότι έχει διαπράξει οποιαδήποτε παρανομία και η σχετική σύμβαση της λήγει το 2016.
Τι σημαίνει αυτό;
Δεν πρόκειται να είναι τόσο εύκολη η «λύση» που επέλεξε τελικά το Υπουργείο, προκειμένου να παρέμβει σε ένα πρόβλημα που καθιστούσε δύσκολη την συμβίωση των δύο οργάνων που διοικούν και διευθύνουν το Μουσείο, που όμως τα τελευταία χρόνια έλαβε διάσταση σύγκρουσης τέτοια, που να εμποδίζει την ολοκλήρωση και την λειτουργία του , ο προγραμματισμός των εγκαινίων του οποίου, παρήλθε άπρακτος  εδώ και μήνες..
Η ιστορία είναι γνωστή.
Η ισχυρή προσωπικότητα της Άννας Καφέτση, την ικανότητα και αφοσίωση της οποίας στην δημιουργία του Μουσείου κανένας δεν αμφισβητεί, οδήγησε τα τελευταία χρόνια σε παραίτηση τουλάχιστον τέσσερα Διοικητά Συμβούλια στα οποία είναι γνωστό επίσης ότι μετείχαν σοβαροί και αξιόλογοι άνθρωποι.
Οι παραιτήσεις τους ως συνέπεια της αδυναμίας τους να συνυπάρξουν με την Άννα  Καφέτση, έθεσε κατά την γνώμη μου και πάλι στο τραπέζι  την ανάγκη να επανεξεταστεί το σύστημα της «συνδιοίκησης» που ισχύσει ανάμεσα στα δύο όργανα που καλούνται να συλλειτουργήσουν  στους κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς, το Διοικητικό Συμβούλιο και τον Καλλιτεχνικό Διευθυντή.
Αλλά στην περίπτωση του Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης υπήρξαν και άλλοι παράγοντες, κυρίως δε οι γνωστές περιπέτειες με τις μελέτες, τους διαγωνισμούς και τις εργολαβίες μέσω των οποίων επιχειρήθηκε η μετατροπή του γνωστού κτιρίου ΦΙΞ σε ένα σύγχρονο μουσείο λειτουργικά και αισθητικά.
Όσο οι δυσκολίες αυξάνονταν τόσο και  η συγκατοίκηση γινόταν όλο και πιο προβληματική, λαμβανομένου υπ όψιν πάντα και του χαρακτήρα της Άννας Καφέτση.
Τον τελευταίο καιρό με ανακοινώσεις, συνεντεύξεις τύπου και δηλώσεις , άλλοτε συγκρατημένες και άλλοτε χωρίς προσχήματα, έγινε γνωστό το χάσμα που χώριζε την Διευθύντρια από το Διοικητικό Συμβούλιο, σε βαθμό που η παρέμβαση του υπουργείου Πολιτισμού, να θεωρηθεί πλέον ως μονόδρομος, εάν ήθελε να ολοκληρωθούν επιτέλους οι εργασίες και να  εγκαινιαστεί το Μουσείο τον επόμενο χρόνο, μια και  ο σχεδιασμός των εγκαινίων στο πλαίσιο της Ελληνικής Προεδρίας της Ε.Ε. ματαιώθηκε άδοξα.
Η παρέμβαση όμως του υπουργείου, πολύ απέχει από το θεωρηθεί λύση του προβλήματος, μια και  τα όσα θα ακολουθήσουν έχουν μπει στο μικροσκόπιο όχι μόνο των ανθρώπων που έχουν άμεσα συμφέροντα με την λειτουργία του Μουσείου, ή και του καλλιτεχνικού κόσμου και των φιλότεχνων, αλλά και πολύ ευρύτερα όσων αξιολογούν και κρίνουν την πολιτιστική πολιτική του αρμόδιου υπουργείου και της χώρας.
Θα διοριστεί ένα τελείως νέο Διοικητικό Συμβούλιο, ή θα ανανεώσει την θητεία κάποιων τουλάχιστον μελών του και σε ποιο ρόλο;
Θα επιμείνει και θα απομακρύνει την Άννα Καφέτση, ή θα της επιτρέψει για λόγους ουσιαστικούς και καλλιτεχνικής δεοντολογίας να εγκαινιάσει αυτή του Μουσείο «της», μιας και αποτελεί αναμφισβήτητα, τουλάχιστον ως προς την φυσιογνωμία και την επιλογή των εκθεμάτων αποκλειστικό της έργο;
Με ποια διαδικασία θα επιλεγεί ο νέος Διευθυντής;
Θα διοριστεί πάλι με προσωπική  επιλογή του υπουργού το πρόσωπο που θα κληθεί να διευθύνει έναν από ους κορυφαίους καλλιτεχνικούς οργανισμούς της χώρας και μάλιστα ενώ θα επίκειται η οργάνωση των εκδηλώσεων της  DOCUMENTA στην Αθήνα, παράλληλα με το ΚΑΣΣΕΛ, ή θα προκηρυχθεί διεθνής διαγωνισμός, η μόνη διαδικασία που ανεξάρτητα από το αποτέλεσμα θα μπορεί να επιβεβαιώνει ότι είναι και η Αθήνα μια «κανονική» ευρωπαϊκή πρωτεύουσα;
Και το νέο Διοικητικό Συμβούλιο και ο νέος Διευθυντής θα εγκαινιάσουν το Μουσείο επιβεβαιώνοντας ότι είναι το έργο της Άννας Καφέτση αυτό που εγκαινιάζεται, με την υπογραφή της και τα κείμενα της, ή θα επιχειρήσουν το αδιανόητο, μία δηλαδή νέα Μουσειολογική μελέτη, που δεν έχει χρόνο να πραγματοποιηθεί και θα γίνει με τα έργα που η Α. Καφέτση επέλεξε, ακριβώς γιατί εκφράζουν το Μουσείο που αυτή σχεδίασε;
Κάθε μια από τις αποφάσεις που θα πάρει ο αρμόδιος υπουργός στα παραπάνω ερωτήματα θα απαντά επιβεβαιώνοντας, ή διαψεύδοντας τα δεκάδες σενάρια και θεωρίες συνωμοσίας ,που γράφονται την εποχή αυτήν για να «ερμηνεύσουν» τις συγκρούσεις, τις παραιτήσεις, τις καταγγελίες, τις επιδιώξεις, τα «συμφέροντα που κρύβονται από πίσω», τις φιλοδοξίες που περιμένουν ικανοποίηση, τους πολιτικούς φίλους και συμβούλους
Να μην ξεχνάμε πως το εξελισσόμενο σενάριο στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης της Αθήνας μοιάζει απίστευτα με τα όσα διδακτικά  συνέβησαν πρόσφατα  στο Παρίσι, εν όψει των εγκαινίων του νέου Μουσείου Πικάσο.
Τον περασμένο Μάιο απολύθηκε η επί πολλά χρόνια Διευθύντρια του ANNE BALDASSARI, αφού συγκρούστηκε με τους πάντες και το προσωπικό του Μουσείου και ξεσήκωσε εναντίον της θύελλα και  την κατακραυγή και των μέσων ενημέρωσης.
Όταν προχθές όμως ο πρόεδρος της Δημοκρατίας Φρανσουά Ολάντ  εγκαινίασε το Μουσείο με την μεγαλύτερη συλλογή έργων του Πικάσο, εγκαινίασε το Μουσείο που σχεδίασε η Α. BALDASSARI,  με τα κείμενα και την υπογραφή της.
Κανένας δεν διανοήθηκε, ούτε φυσικά ο νέος Διευθυντής να της στερήσει το έργο που νομικά ηθικά και πνευματικά της ανήκει.
Υ.Γ.
Είναι νομίζω χρήσιμο να υπενθυμίσω μια δήλωση του Άνταμ Σίμτσικ καλλιτεχνικού διευθυντή της DOCUMENTA 2017, σε ιδέα του οποίου στηρίχτηκε η πρόταση « documenta14:Μαθαίνοντας από την Αθήνα»:
«Η Αθήνα βρίσκεται σε ένα τμήμα της Ευρώπης, το οποίο χαρακτηρίζεται από βίαιες αντιθέσεις, εύθραυστες ελπίδες και μεγάλους φόβους και εκεί  είναι που μια έκθεση σαν την documenta πρέπει να παρουσιαστεί, προκειμένου να επαναπροσδιοριστεί ως παράγοντας κριτικής και όχι απλώς παρατήρησης».

Σχόλια