ΕΝΩ ΕΝΑ ΤΡΙΤΟ ΜΝΗΜΟΝΙΟ ΕΠΙΒΑΛΛΕΤΑΙ, ΕΝΑ ΤΕΤΑΡΤΟ ΠΡΟΒΑΛΛΕΙ ΣΤΟΝ ΟΡΙΖΟΝΤΑ

 
Μετά από έξη χρόνια μιας άφρονης και χωρίς προηγούμενο διάλυσης  της εθνικής οικονομίας και καταστροφής  της ελληνικής κοινωνίας, ψηφίστηκε από την Βουλή , από την κυβερνητική δηλαδή ισχνή πλειοψηφία, το τρίτο Μνημόνιο και ξεκινούν οι διαπραγματεύσεις για ένα επίσης δύσκολο πακέτο μέτρων, μεταξύ των οποίων και την θεσμική δέσμευση καθιέρωσης του «μηχανισμού αυτόματων δημοσιονομικών διορθώσεων», τον γνωστό και ως «κόφτη», τα οποία αφού περάσουν από την Βουλή θα κριθούν από το Eurogroupe της 24ης Μαΐου για την τελική αξιολόγηση.
Η «μη κανονική χώρα » με την … αμέριστη βοήθεια Ευρώπης  των ΗΠΑ και του ΔΝΤ,  μπαίνει σε νέο καταστροφικό  για την ανάπτυξη της οικονομίας  σπιράλ , από το οποίο δεν πρόκειται εύκολα να βγει σύμφωνα με αναλυτές, οικονομολόγους, αλλά και πολιτικούς στην Ευρώπη και τις ΗΠΑ.
Τα μέτρα που περιλαμβάνονται στα δύο εγκριθέντα Νομοσχέδια για το Ασφαλιστικό και το Φορολογικό και όσα επέρχονται, φτωχοποιούν ισοπεδωτικά την ελληνική κοινωνία, οδηγούν την οικονομία σε βαθύτερη  ύφεση, σε ακόμη μεγαλύτερη  ανεργία και σε διάλυση και των τελευταίων στοιχείων που ως αναγκαίες προϋποθέσεις ,θα μπορούσαν να ξεκινήσουν μια πορεία μακρά και επώδυνη σίγουρα , προς την ανάπτυξη.
Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα που ακολουθεί από ένα πρόσφατο κείμενο του Προέδρου του Τεχνικού Επιμελητηρίου Ελλάδος Γ. Στασινού:
«Εδώ και 18 μήνες δεν ασχολείται κανένας στην κυβέρνηση με το βασικότερο πρόβλημα της κοινωνίας, που είναι η Ανάπτυξη και η δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Αντίθετα μάλιστα, γίνεται συστηματικά, η μέγιστη προσπάθεια από πολλούς υπουργούς να βγάλει από το μυαλό οποιουδήποτε ότι μπορεί να επενδύσει στην Ελλάδα».
Δεν λέει φυσικά κάτι άγνωστό ο Πρόεδρος του ΤΕΕ.
Κάτι παρόμοιο τονίζουν τον τελευταίο καιρό  οι εκπρόσωποι όλων των οργανώσεων των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας.
Έχει γίνει πια μια αυτονόητη καθημερινότητα η δραματική επισήμανση  των παραγωγικών δυνάμεων,  του ακαδημαϊκού κόσμου, και των αναλυτών, ότι η χώρα οδηγείται με μαθηματική ακρίβεια στο αδιέξοδο.
Η Ευρώπη εν τούτοις κάνει πως δεν ακούει και εξαντλεί όλη την πειθώ της στο να  νομοθετηθούν τα μέτρα που προέβλεπε η συμφωνία του καλοκαιριού του 2015, να «προχωρήσουν οι μεταρρυθμίσεις» και να φύγει επί τέλους από το τραπέζι το «ελληνικό πρόβλημα» , ώστε να αντιμετωπίσει το ενδεχόμενο Brexit, τα αναμενόμενα αποτελέσματα των Ισπανικών εκλογών, που όπως φαίνεται θα επιβεβαιώσουν ένα νέο αδιέξοδο, και τις σύνθετες συνέπειες του προσφυγικού που μετατρέπεται με μοχλό οδυνηρών πολιτικών ανατροπών στην Ευρώπη.
Και το κάνουν  με τον πιο απροσχημάτιστο τρόπο, άλλοι μεν στηρίζοντας και ενθαρρύνοντας , άλλοι δε  πιέζοντας  με  την ενδεχόμενη οικονομική ασφυξία , ξαναζωντανεύοντας τις δραματικές μνήμες του περυσινού καλοκαιριού.
Και η κυβέρνηση γνωρίζοντας που οδηγείται η χώρα με την λήψη των μέτρων αυτών, πιεζόμενη από τις 55.000 έγκλειστους σε στρατόπεδα πρόσφυγες , ή στους απάνθρωπους όσο και επικίνδυνους καταυλισμούς της Ειδομένης και του Πειραιά, μπροστά στην αναμενόμενη δυστυχώς κρίση από την επεκτατική Τουρκική πολιτική που εκμεταλλεύεται όπως πολλοί προειδοποιούσαν την παρουσία των Νατοϊκών ναυτικών δυνάμεων στην περιοχή, εμφανίζεται να μιλά ωσάν να μην κυβερνά αυτήν την χώρα αλλά μια άλλη ιδεατή, και ανύπαρκτη.
Τονίζει σε κάθε ευκαιρία, ότι η χώρα «περνά τον κάβο», ότι «έρχεται η ανάπτυξη», αλλά κανείς δεν είναι τόσο αφελής ώστε να μπορεί να το πιστέψει, ούτε και η ίδια άλλωστε.
Δεν είναι μόνο οι αντικειμενικές δυσκολίες που θα συναντήσει η εφαρμογή  των εξουθενωτικών και ταυτόχρονα υφεσιακών αυτών μέτρων που νομοθετήθηκαν, είναι και η βαθιά πίστη του πρωθυπουργού και των συνεργατών του ότι πρόκειται για ένα «νεοφιλελεύθερο» πρόγραμμα που τους επιβλήθηκε εκβιαστικά, που δεν τους  αντιπροσωπεύει και το οποίο επιχειρούν κατά καιρούς να υπερβούν με «παράλληλα προγράμματα» και άλλες θλιβερές πολιτικές πρωτοβουλίες.
Και στο μεταξύ χάρις και στην δική της πολιτική , τις δηλώσεις των στελεχών της  και την αρθρογραφία των φίλιων μέσων ενημέρωσης , αλλά και τις εξοργιστικές εμμονές των ευρωπαίων και του ΔΝΤ  σε μια πολιτική που δεν έχει προοπτικές επιτυχίας ,το αντιευρωπαϊκό κλίμα αυξάνεται στην χώρα με ρυθμούς πρωτοφανείς και η παραδοσιακή φιλοευρωπαϊκή συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων, αμφιβάλλει, αμφισβητεί και ως συνέπεια  μειώνεται και εξελίσσεται σε μειοψηφία.
Το εύρημα του Αλέξη Τσίπρα σχετικά με την έναρξη συζητήσεων για την «ρύθμιση» του ελληνικού δημόσιου χρέους και κυρίως η «κατά στάδια ρύθμιση» του, εάν και εφ όσον απαιτηθεί από τις εξελίξεις, μπορεί να δημιουργήσει πρόσκαιρες εντυπώσεις στους οπαδούς του, δεν πρόκειται όμως να ελαφρύνει τα βάρη που συσσωρεύονται στην πλάτη της κοινωνίας, είτε γιατί το θέμα είχε ήδη εξαντληθεί από το τέλος του 2012, είτε γιατί ελάχιστα θα επηρεάσει την καθημερινότητα των ανθρώπων . Αντίθετα καθώς θα συνδέεται με την εξέλιξη της Ελληνικής οικονομίας και τα πρωτογενή πλεονάσματα, θα διαιωνίσει την λιτότητα, καθώς θα συνδέεται με το απίθανο 3.5% πρωτογενές πλεόνασμα, σε συνδυασμό με τις συνέπειες της λειτουργίας του «κόφτη».
Με βάση τα ανωτέρω δεδομένα και ύστερα από τις εξελίξεις στο τελευταίο Eurogroupe θα έλεγε κανείς πως ο πρωθυπουργός θα αποδεχόταν  την ανάγκη να απευθυνθεί στον λαό και να του μιλήσει με την γλώσσα της αλήθειας.
Διαψεύστηκαν παταγωδώς όσοι έτρεφαν την προσδοκία μιας επιτέλους αλλαγής στην κυβερνητική πολιτική των τελευταίων δύο χρόνων.
Θα περίμενε κανείς από τον πρωθυπουργό να αναφερθεί στις τρομακτικές δυσκολίες που θα αντιμετωπίσουν οι άνθρωποι καθώς στα τρία προσεχή χρόνια θα αφαιρεθούν 12.5 δισεκ. από τους συνταξιούχους, τους μισθωτούς και την ελληνική κοινωνία στο σύνολο της.
Όχι βέβαια να μιλήσει «για αίμα και δάκρυα» που υποσχέθηκε στον Βρετανικό λαό ο Τσώρτσιλ- αυτό δεν το περιμένουμε από κανένα Έλληνα πολιτικό-, αλλά να πανηγυρίζει;
Να πανηγυρίζει τι;
Το μόνο που θα μπορούσε να δικαιολογήσει τον ενθουσιασμό και τα χαμόγελα, είναι ότι όντως η κυβέρνηση και όχι η χώρα, «περνούν ένα επικίνδυνο κάβο» και θα μπορούν να ελπίζουν ότι θα διατηρήσουν την εξουσία για το ορατό τουλάχιστον μέλλον.
Και δεν πανηγυρίζει απλώς , «ενημερώνει» του πολιτικούς αρχηγούς, επισκέπτεται τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας και συγκαλεί έκτακτο Υπουργικό Συμβούλιο, με το βλέμμα στραμμένο στους απομένοντες ψηφοφόρους του κυβερνητικού συνασπισμού, σε μια προσπάθεια να ερμηνεύσει με τον απίστευτο τρόπο που το έκανε, την απόφαση του Eurogroupe και την επερχόμενή τελική ρύθμιση, όπου θα συζητηθούν και όπως φαίνεται θα εγκριθούν και οι τελευταίες εκκρεμότητες.
Κανείς δεν μπορεί ακόμη να προδικάσει την πορεία  αυτής της μνημονιακής κυβέρνησης, όπως τουλάχιστον δείχνουν οι ψηφοφορίες της Βουλής, αλλά και οι σφυγμομετρήσεις της κοινής γνώμης που αναδεικνύουν μια ακατανόητη αντοχή της κυβέρνησης, κυρίως χάρις στην συνεχιζόμενη αποδοχή του προσώπου του Α.Τσίπρα.
Η αντιπολίτευση ευχόταν να περάσει από την Βουλή τις συμφωνίες ο Α. Τσίπρας, ώστε να χρεωθεί  αυτός, ιδίως με την έναρξη της εφαρμογής τους τις συνέπειες και το κόστος της πολιτικής του και να μην αποτελέσουν εμπόδιο για την επόμενη κυβέρνηση.
Τώρα προβληματίζεται για την διάρκεια αντοχής της κυβέρνησης, για το ενδεχόμενο να υπάρξουν από την Ευρώπη, την ΕΚΤ και τους οργανισμούς δανειοδότησης «παροχές» ,που θα βοηθήσουν μια πολιτική ανάπτυξης, και γιατί όχι ανακούφισης της αγοράς και της ανεργίας.
Όλα αυτά φυσικά θα κριθούν στο πεδίο της καθημερινότητας των πολιτών, στο κλίμα που θα διαμορφωθεί στην αγορά και την ανταπόκριση θετική ή  αρνητική των διεθνών αγορών και οργανισμών.
Ένα δεδομένο πάντως γίνεται φανερό τον τελευταίο καιρό.
Η κοινωνία είναι βαθύτατα κουρασμένη και οι αντιδράσεις της άτονες. Δεν υπάρχουν τουλάχιστον προς το παρόν «αγανακτισμένοι», οι διαμαρτυρίες δεν είναι μαζικές, και  οι συνδικαλιστικές οργανώσεις απαξιωμένες και αποδυναμωμένες ούτως ή άλλως.
Για αυτό και είναι δύσκολη κάθε πρόβλεψη για το αύριο της κυβέρνησης του Αλέξη Τσίπρα, σε συνδυασμό και την συνολική εικόνα της αντιπολίτευσης.
Στα δεξιά, η Ν.Δ. δαπανά δυνάμεις για να ανασυγκροτηθεί , να ενοποιηθεί στις πολιτικές του νέου αρχηγού της και να διατυπώσει μια πειστική εναλλακτική πρόταση για το αύριο της χώρας, κάτω από τις σκληρές δεσμεύσεις και περιορισμούς που έχουν τεθεί.
Το «Κέντρο» έχει κατά την παράδοση του εμπλακεί σε ατέρμονες συζητήσεις στο πλαίσιο επιτροπών και υποεπιτροπών και κανείς δεν διακινδυνεύει πρόβλεψη για την εξέλιξή τους. Τα γνωστά.

Σχόλια