ΜΗΤΡΟΠΟΛΙΤΙΚΟΣ ΟΡΓΑΝΙΣΜΟΣ ΜΟΥΣΕΙΩΝ ΕΙΚΑΣΤΙΚΩΝ ΤΕΧΝΩΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ (MOMUS) Ελπίδες και κίνδυνοι




Εξ όσων ακούω και διαβάζω, κρίνω.

Εάν λοιπόν τα πράγματα δεν ανταποκρίνονται στην αλήθεια και τα πρόσωπα διαφωνούν με όσα τους αποδίδονται, ζητώ εκ των προτέρων την κατανόηση τους..

Η τελευταία πληροφορία είναι ότι στις 19 Απριλίου στην Αίθουσα του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης και με την παρουσία της υπουργού Πολιτισμού Λ. Κονιόρδου και του Δημάρχου Θεσσαλονίκης Γ. Μπουτάρη, θα υπογραφεί μεταξύ του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης Σύμβαση, που θα καθορίζει, ή καλύτερα θα επιχειρεί να επιλύσει το πρόβλημα της συνύπαρξης, ή συν-λειτουργίας στην Θεσσαλονίκη δύο Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης.

Σε σχετικές ανακοινώσεις της η υπουργός Πολιτισμού αποσαφήνισε τα βασικά στοιχεία αυτής της συμφωνίας, η οποία στην συνέχεια θα λάβει την μορφή ενός Νόμου, προκειμένου να αποκτήσουν οι ρυθμίσεις της νομιμότητα και να αντιμετωπίσουν όλα τα προβλήματα που θα προκύψουν.
.
 Χρειάστηκαν περισσότερα από 18 χρόνια και τις  προσπάθειες οκτώ υπουργών, του Β. Βενιζέλου, του Π. Τατούλη, του Π. Γερουλάνου, του Κ. Τζαβάρα, του Π. Παναγιωτόπουλου, του Ν. Ξυδάκη  του Α. Μπαλτά και της Λ. Κονιόρδου, για να φτάσουμε στο σημείο «να δώσουν τα χέρια» οι άμεσα ενδιαφερόμενοι, οι εκπρόσωποι των δύο Μουσείων, κατά την χαρακτηριστική και αποκαλυπτική δήλωση της υπουργού.

Ας δούμε όμως τις ρυθμίσεις που περιλαμβάνει η συμφωνία και ο σχετικός Νόμος όταν κατατεθεί και ψηφιστεί.

Ιδρύεται ένας οργανισμός με τον τίτλο "Μητροπολιτικός Οργανισμός Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης" (Momus) και «υπό την θαλπωρή των πτερύγων» του θα λειτουργούν με την μορφή Διευθύνσεων τρία Μουσεία, το «Μουσείο Μοντέρνας Τέχνης» , που θα διαχειρίζεται την Συλλογή Κωστάκη και τις άλλες Συλλογές έργων μέχρι το 1950, δηλαδή  του νυν Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και το «Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης» που θα διαχειρίζεται το τμήμα της δωρεάς Ιόλα  και όλα τα έργα μετά το 1950, του σημερινού Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

Η Τρίτη Διεύθυνση θα περιλαμβάνει το Μουσείο Φωτογραφίας Θεσσαλονίκης με τις δικές του Φωτογραφικές Συλλογές.

Το σημερινό Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης, που ως γνωστόν στεγάζεται στον  χώρο του πρώτου προβλήτα , μετονομάζεται  σε «Πειραματικό Κέντρο Τεχνών» και λειτουργεί ως «αυτοτελές τμήμα» του Οργανισμού.

Στην Διεύθυνση Σύγχρονης Τέχνης (Μουσείο Σύγχρονης  Τέχνης) θα λειτουργεί ως τμήμα και το Μουσείο Αλεξ Μυλωνά, που ως γνωστόν επίσης ανήκει στο ΜΜΣΤ.

Ας κάνουμε ένα μικρό διάλειμμα εδώ για να σχολιάσουμε τις αλλαγές που προκύπτουν από τις ρυθμίσεις αυτές, στην σημερινή διάρθρωση και λειτουργία των  φορέων σύγχρονης Τέχνης στην πόλη.

Να επαναλάβω ότι από την αρχή ακόμη, όταν στα μέσα της δεκαετίας του 1990,  η «Πολιτιστική Πρωτεύουσα» στο πλαίσιο του προγράμματος της για την πολιτιστική υποδομή και του θεσμούς πολιτισμού, ίδρυσε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και άλλους φορείς, τέθηκε το κρίσιμο όντως θέμα των δύο Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης και της ανάγκης να βρεθεί μια λύση «συγχώνευσης», ή «συνένωσης».

Έτσι όταν το 1997 ο τότε υπουργός Πολιτισμού  Β. Βενιζέλος, προετοίμαζε το Νομοσχέδιο θεσμοθέτησης του «πολιτιστικού κεκτημένου» της πόλης , η σχετική συζήτηση απέκτησε  πιεστική μορφή, ώστε να υπάρξει σχετική πρόβλεψη στον Νόμο. 
Και επειδή κάτι τέτοιο δεν έγινε κατορθωτό, τέθηκε μια γενική διατύπωση, η οποία έχει την σημασία της επειδή αποδέχεται την ύπαρξη ενός προβλήματος και ανοίγει έναν δρόμο για την αντιμετώπιση του.

Και όντως στην παρ. 1δ του ιδρυτικού Νόμου 2557/1997 των  δύο Μουσείων, ΕΜΣΤ  της Αθήνας και ΚΜΣΤ της Θεσσαλονίκης, τέθηκε η πρόνοια ότι:

« Με προγραμματική σύμβαση που συνάπτεται μεταξύ του ΚΜΣΤ, του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που λειτουργεί στην Θεσσαλονίκη και του Υπουργείου Πολιτισμού ρυθμίζονται τα σχετικά με την συνεργασία των δύο Μουσείων και τους ειδικότερους καλλιτεχνικούς και μουσειολογικούς προσανατολισμούς τους».

Αυτής της πρόνοιας γίνεται τώρα χρήση, ώστε να υπογραφεί  στις 14 Απριλίου η ανακοινωθείσα Προγραμματική Σύμβαση.

Στα κατοπινά χρόνια και με πρωτοβουλία του πρώτου Προέδρου του Δ.Σ. του ΚΜΣΤ καθ. Μίμη Φατούρου ετοιμάστηκε το κείμενο μιας σχετικής σύμβασης, το οποίο όμως απορρίφθηκε από το Δ.Σ. του Μουσείου.

Η πρόταση που συζητήθηκε κατά την περίοδο της άτυπης ίδρυσης του  Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης ήταν αυτή της ένταξης του ΜΜΣΤ στο υπό νομοθέτηση Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, με μια φόρμουλα ενός σχήματος που θα λειτουργεί ως αυτόνομο τμήμα του  Κρατικού Μουσείου, με δική του Εφορεία και την διαχείριση της Συλλογής του, όπως μέχρι σήμερα το Μουσείο Φωτογραφίας, δεν βρήκε ανταπόκριση, πότε γιατί διαφωνούσαν οι εκπρόσωποι του ΜΜΣΤ, πότε γιατί δεν συμφωνούσε η Εφορευτική Επιτροπή του νέου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.

Επρόκειτο όμως για την λύση του ενός ενιαίου Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που ήταν ο προβληματισμός και το ζητούμενο τότε.

Ένα παιχνίδι με τις λέξεις και την ουσία, «συγχώνευση- συνένωση» παιζόταν για δύο δεκαετίες περίπου, μέχρις ότου κατέφτασε η οικονομική κρίση και οι επιπτώσεις της στον Πολιτισμό, με τον περιορισμό των κρατικών κονδυλίων και την πλήρη κατάργηση τους προς τους ιδιωτικούς  φορείς και δημιούργησε την εντύπωση ότι μια κάποια λύση θα επιβαλλόταν από τα πράγματα.

Τώρα λοιπόν βρισκόμαστε μπροστά στο παράδοξο να έχει προτιμηθεί η λύση του «Οργανισμού», ως διοικητικού, οικονομικού και λειτουργικού σχήματος, που θα διαθέτει Διευθύνσεις και Τμήματα για την διοίκηση, την οικονομική διαχείριση, την συντήρηση, την επικοινωνία και φυσικά τις Εικαστικές Τέχνες και σε αυτά θα βολευτούν όλοι, ακόμη και το Μουσείο Αλεξ Μυλωνά.

Οι Διευθύνσεις για τις Εικαστικές Τέχνες (τα Μουσεία δηλαδή) θα έχουν Εφορείες και Καλλιτεχνικούς Διευθυντές, ως μοναδική παγκόσμια πρωτοτυπία να λειτουργεί ένα Μουσείο με διεθνή προβολή και καταξίωση, ως Διεύθυνση ενός Οργανισμού.

Υπάρχουν μόνο τρία προηγούμενα και τα τρία  στην ελληνική πραγματικότητα, το καθένα με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του και τις σκοπιμότητες του.

Ο ΟΚΘΕ, ο Οργανισμός Κρατικών Θεάτρων Ελλάδος, που ίδρυσε η δικτατορία των Συνταγματαρχών, με σκοπό να ελέγχει συγκεντρωτικά και ενιαία  και να λογοκρίνει  τα τρία εθνικά καλλιτεχνικά συγκροτήματα, το Εθνικό Θέατρο, το ΚΘΒΕ και την Εθνική Λυρική Σκηνή.

Και το Πολιτιστικό Συγκρότημα της Μονής Λαζαριστών, με  Διοικ. Συμβούλιο που συγκροτούν οι στεγαζόμενοι καλλιτεχνικοί φορείς, η ιδιοκτήτης Περιφέρεια Κ. Μακεδονίας και ο επιτόπιος Δήμος Σταυρούπολης  και με αποκλειστικό αντικείμενο την ομαλή λειτουργία και φύλαξη του Συγκροτήματος.

Πρόσφατα ιδρύθηκε και το Κέντρο Πολιτισμού Ίδρυμα Σταύρος Νιάρχος (ΚΠΙΣΝ),το μεγάλο πολιτιστικό και οικολογικό συγκρότημα, όπου μεταφέρονται η Εθνική Λυρική Σκηνή και η Εθνική Βιβλιοθήκη, αλλά φιλοξενούνται και άλλες πολιτιστικές και οικολογικές δραστηριότητες.

Προέκυψε ως δωρεά του Ιδρύματος Σταύρος Νιάρχος με αφορμή κυρίως την παρακμή στην οποία περιήλθε η Εθνική Βιβλιοθήκη και σχεδιάστηκε ως μια ολοκληρωμένη μορφή με την προσθήκη και της έδρας της Εθνικής Λυρικής Σκηνής.

Η περίπτωση όμως του «Οργανισμού Μουσείων Εικαστικών Τεχνών Θεσσαλονίκης», η ίδρυση του οποίου και η όλη δομή και συγκρότηση του, καθώς και άλλες σημαντικές αναγκαίες λειτουργικές ρυθμίσεις  είναι μια καθαρά μοναδική στην σύλληψη και οργάνωση της, ένα υβριδικό δημιούργημα, στον χώρο της Τέχνης, που από μόνο του προκαλεί προβληματισμούς.

Για δε τα ελληνικά δεδομένα μια πρόκληση που θα απαιτήσει χρόνο, γνώση και ικανότητες, σκληρή δουλειά απαλλαγμένη από προσωπικές εμμονές και ιδεοληψίες, από σκοπιμότητες και ανταγωνισμούς.

Και προπαντός θα απαιτήσει την τήρηση των λεπτών ισορροπιών, στην αντιμετώπιση των Μουσείων, των Διευθύνσεων και των Αυτοτελών  Τμημάτων Καλλιτεχνικού έργου. Η «ομαλή συμβίωση» δεν είναι αυτονόητη.

Ο κίνδυνος να διαμορφωθεί ένα γραφειοκρατικό τέρας, που θα «διαχειρίζεται» εξουσιαστικά καλλιτεχνικούς οργανισμούς, θα καραδοκεί σε κάθε βήμα.

Γιατί θα στηθεί ένα οργανωτικό και λειτουργικό σχήμα με συνένωση των αντίστοιχων διοικητικών και οικονομικών υπηρεσιών των φορέων που συμμετέχουν, με ένα ενιαίο νομικό γραφείο, με μονάδες-τμήματα διαχείρισης, επικοινωνίας, αποθήκευσης, συντήρησης, φύλαξης κλπ, που θα υποδεχθεί το υπάρχον αντίστοιχο προσωπικό των φορέων, με την αβέβαιη ελπίδα ότι θα πετύχει  «οικονομίες  κλίμακος».

Πού θα στεγαστούν όλα αυτά, είναι ένα ακόμη πρόβλημα.

Άκουσα τον Πρόεδρο του Δ.Σ. Ανδρέα Τάκη σε μια συνέντευξη του στον ραδιοφωνικό σταθμό «Στο κόκκινο», όπως και την Ξανθίππη Χόιπελ σε μια συνέντευξη της στην ΕΤ3 και σημείωσα ιδιαίτερα  την αμηχανία, αν μου επιτρέπεται να την χαρακτηρίσω έτσι, με την οποία ο Α.Τάκης απάντησε στο ερώτημα για την τύχη των ήδη εργαζομένων στους συνεργαζόμενους καλλιτεχνικούς φορείς και μπορώ να υποθέσω ότι δεν πρόκειται για μια εύκολη ιστορία.

Το εγχείρημα όμως ξεκινά και οι ευχές μας να πετύχει είναι θερμές και δεδομένες.

Υ.Γ. 1
Μεταξύ άλλων πληροφοριών σχετικών πάντα με την ίδρυση του νέου Οργανισμού, συγκρατώ και εκείνη που αναφέρεται στην ανάγκη να αντιμετωπιστεί επιτέλους ουσιαστικά και το θέμα της οριστικής στέγασης του ΚΜΣΤ - και τώρα του συνόλου ίσως των φορέων - στον χώρο του παλαιού εργοστασίου της ΥΦΑΝΕΤ, όπως προβλέπεται και στον ιδρυτικό του Νόμο.

Έχω αναφερθεί σε προηγούμενα  «Σημειώματα» μου στο ιστορικό της επιλογής του εργοστασίου της ΥΦΑΝΕΤ, που ξεκινά από τα μέσα  της δεκαετίας του 1980, όταν στην Ημερίδα που οργανώθηκε από τον Δήμο Θεσσαλονίκης στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της Β΄ Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου, εγκρίθηκε η πρόταση για την ίδρυση Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, και η στέγαση του Μουσείου της Θεσσαλονίκης στο παλαιό εργοστάσιο της ΥΦΑΝΕΤ.

Η κατάληξη αυτής της περιπέτειας, με σημαντικότερο σταθμό εκείνον της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, όπου λύθηκαν περίπλοκα προβλήματα ιδιοκτησίας, χρήσεων γης, πολεοδομίας κλπ, προέκυψε με την αγορά από το Υπουργείο Πολιτισμού του εργοστασίου, με σκοπό να στεγαστεί στον τεράστιο και προκλητικό ως χώρο του συγκροτήματος του εργοστασίου, το ΚΜΣΤ.

Δεν πρέπει να υπάρξει καμιά καθυστέρηση για την προκήρυξη ενός διεθνούς αρχιτεκτονικού  διαγωνισμού για την μελέτη στέγασης του ΚΜΣΤ - ή τώρα του Οργανισμού - στην ΥΦΑΝΕΤ και την ένταξη του έργου αυτού στο τρέχον ΕΣΠΑ. Δεν είναι αργά να γίνει ένα τόσο σημαντικό και αναγκαίο βήμα, όταν μάλιστα έχει αποκλειστεί πλέον απολύτως η ΔΕΘ και ο κίνδυνος να περιέλθει η ΥΦΑΝΕΤ στο ταμείο Αποκρατικοποιήσεων είναι ορατός.

Υ.Γ. 2

Εντύπωση μου προκάλεσε  ότι δεν έγινε απολύτως καμία αναφορά, τουλάχιστον μέχρι στιγμής, στο γεγονός ότι αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία της Θεσσαλονίκης να εντάξει το λαμπρό Μουσείο Βιομηχανικού Σχεδίου (DESIGN) στον υπό ίδρυση Οργανισμό, κάτι που προβλέπεται άλλωστε και στον ιδρυτικό του ΚΜΣΤ Νόμο: « Στο πλαίσιο του ΚΜΣΤ, λειτουργεί και Τμήμα Βιομηχανικού Σχεδίου». Μια αναφορά γενική και αόριστη, γιατί δεν υπήρχε ο χρόνος λεπτομερούς επεξεργασίας και οριστικοποίησης των όρων ένταξης του λαμπρού έργου που έχει πραγματοποιήσει στον τομέα αυτόν ο Στέλιος Δελιαλής, με το έτοιμο πλέον Μουσείο  και τις εντυπωσιακές συλλογές του.

Σχόλια