Η ΜΕΓΑΛΗ ΡΕΥΣΤΟΤΗΤΑ ΚΥΟΦΟΡΕΙ ΕΞΕΛΙΞΕΙΣ..



Η δήλωση του Πρωθυπουργού Α. Τσίπρα αμέσως μετά την απόφαση  Eurogroupe, «Σήμερα η Ελλάδα αλλάζει σελίδα», ελάχιστα διέφερε από πολλές άλλες παρόμοιες, που κατά καιρούς έχει κάνει, για να διαψευστούν  μέσα σε ελάχιστο χρόνο.

Αυτήν την φορά όμως υπήρχαν κάποια σαφή και ενδιαφέροντα δεδομένα, που της έδωσαν μια διαφορετική διάσταση.

Εκτός  από τα κρίσιμα θέματα, όπως η απόφαση για την δόση, μια γενική και αφηρημένη έστω δήλωση για το χρέος, η ανεπεξέργαστη ακόμη πρωτοβουλία της Γαλλίας (ρήτρα ανάπτυξης), η αναγγελία ίδρυσης της Αναπτυξιακής Τράπεζας και άλλα παρόμοια «αναλγητικά», έγινε εμφανής η απόφαση των εταίρων να «βγάλουν από το τραπέζι» των κρίσιμων συζητήσεων τους το «πρόβλημα Ελλάδα».

Κάτι που φάνηκε και στις δηλώσεις των κορυφαίων ηγετών στην Σύνοδο Κορυφής που ακολούθησε, όπου κυριάρχησε φυσικά το BREXIT, αλλά και το ξεκίνημα της Ευρώπης των πολλών ταχυτήτων.

Αλλά οι αγορές, που δεν παίζουν στα παιχνίδια των κυβερνήσεων ξεκαθάρισαν ότι όλα αυτά δεν είναι παρά η αναγκαία προσφορά προς το ΔΝΤ, ώστε να εξασφαλιστεί η συμμετοχή του έστω και χωρίς χρήματα, κάτι που αποτελούσε απαράβατο όρο για τον Γερμανό υπουργό Οικονομικών.

Για την Ελλάδα φυσικά η εκκρεμότητα της απόφασης για το χρέος, η μη εξασφάλιση της συμμετοχής στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ, οι αβεβαιότητες για την συμμετοχή ή μη του ΔΝΤ, θα παραμείνουν τα μεγάλα αγκάθια, που θα καθορίσουν αν και πότε η χώρα θα βγει επιτέλους στις αγορές.

Και έτσι τα «καλά νέα» διαδέχονται τα «κακά», επιβεβαιώνοντας ότι η χώρα βρίσκεται ακόμη πολύ μακριά από το «τέλος της κρίσης» και η εσωτερική πολιτική θα συνεχίσει να κινείται στους ίδιους ρυθμούς, όπως και πριν.

Η ρευστότητα και η αβεβαιότητα κυριαρχούν σε όλα τα επίπεδα.

Στους προσεχείς λίγους μήνες η χώρα θα μπει και πάλι στην διαδικασία της αξιολόγησης με τον έλεγχο των 113 προαπαιτούμενων, μεταξύ των οποίων και εξαιρετικά κρίσιμες εκκρεμότητες και κανείς δεν γνωρίζει πόσο θα διαρκέσει η νέα «διαπραγμάτευση» , που θα οδηγήσει και πότε θα ολοκληρωθεί.

Και για μεν την συμμετοχή στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και την αρνητική τοποθέτηση του Μάριο Ντράγκι, ο Αντιπρόεδρος της κυβέρνησης έσπευσε να το υποβαθμίσει λέγοντας ότι « δεν αποτελεί αναγκαία προϋπόθεση η συμμετοχή στο πρόγραμμα για την έξοδο στις αγορές», αλλά οι εκτιμήσεις των αναλυτών , που δημοσιεύτηκαν στην συνέχεια ( Sosciete Generale, BNB PARIBAS, CITIBLOOBERG) δεν φαίνεται να συμφωνούν.

Οι προβληματισμοί που διατυπώνονται οδηγούν μάλλον  στο αντίθετο
Εάν το καλοκαίρι του 2018, που λήγει τυπικά το τρίτο Μνημόνιο, δεν καταφέρει η χώρα να βγει στις αγορές με ένα λογικό επιτόκιο, τότε θα αναζητηθεί ένα νέο Πρόγραμμα, με απλά λόγια το φάντασμα του 4ου Μνημονίου δεν έχει εξαφανιστεί οριστικά.

Έτσι η κατάσταση που διαμορφώθηκε, επέτρεψε στην κυβέρνηση να πανηγυρίζει, αλλά και στην Αντιπολίτευση να καταγγέλλει αποτυχίες και επισημαίνει κινδύνους.
Μέσα σ αυτό το περιβάλλον ο πρωθυπουργός Α. Τσίπρας έκανε το γνωστό «άνοιγμα» προς την Δημοκρατική Συμπαράταξη, την οποία κάλεσε να συμμετάσχει σε μια «προοδευτική διακυβέρνηση της χώρας».

Ασφαλώς ισχυρή ήταν και η πίεση που δεχόταν από τα πρόσφατα προβλήματα που του προκάλεσε ο αναγκαστικός  φίλος των ΑΝΕΛ, η συμμετοχή του οποίου στην κυβέρνηση παραμένει ερωτηματικό,- για να χρησιμοποιήσω μια ευγενική  έκφραση- για τους Σοσιαλιστές και Σοσιαλδημοκράτες της Ευρώπης, που συνεχίζουν να προσκαλούν τον Α. Τσίπρα ως παρατηρητή στις άτυπες Συνόδους τους.

Παρ όλο ότι η απόρριψη της «προσφοράς» από την Δημ. Συμπαράταξη και την Φώφη Γεννηματά, υπήρξε ακαριαία και ιδιαίτερα σκληρή, δεν πρέπει να ξεχνάμε  ότι η Φώφη έχει στραμμένο το βλέμμα και την προσοχή της στο μεθαυριανό κρίσιμο Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης  και ένας «διάλογος» με τον ΣΥΡΙΖΑ και το Α. Τσίπρα, θα ήταν το χειρότερο συστατικό για την επιτυχή εξέλιξη του εγχειρήματος.

Και επειδή κανένας δεν αγνοεί ότι μια θετική  συνέπεια της απόφασης του Eurogroupe ήταν ασφαλώς η παραχώρηση ενός ικανού χρόνου μέχρι τα μέσα τουλάχιστον του 2018 στην κυβέρνηση και κυρίως ότι έγινε σαφές με τα όσα μεσολάβησαν μέχρι την απόφαση ότι οι εταίροι μας στην Ευρώπη που προτιμούν την   κυβέρνηση των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ και τον πρωθυπουργό Α.Τσίπρα για την διαχείριση της κρίσης, θα κάνουν από την πλευρά τους ότι είναι δυνατόν να παραμείνει διαχειριζόμενη τα προβλήματα του δικού της Μνημονίου.

Κερδίζει συνεπώς με βεβαιότητα χρόνο, ο πρωθυπουργός ,κάτι περισσότερο από μια «ανάσα»  και  επιχειρεί να ξεδιπλώσει μια πολιτική με «αριστερό πρόσημο», οτιδήποτε θα μπορεί να παρουσιάζει στους οπαδούς της  και γενικότερα στην ελληνική κοινωνία ως πολιτική εκτός των δεσμεύσεων των Μνημονίων.

Ταυτόχρονα όμως οι δεσμεύεις για το 2019 και 2020, αλλά και εκείνες για μέχρι το 2060, παραμένουν πάντοτε και θα είναι το αξεπέραστο αγκάθι για την οποιαδήποτε απόπειρα ανοίγματος προς την ελληνική Σοσιαλδημοκρατία.

Ο χρόνος των εκλογών παραμένει συνδεδεμένος με την «έξοδο από την εξάρτηση» και φυσικά με τις μετρήσεις των τάσεων της κοινής γνώμης.

Όπως και για τα υπόλοιπα κόμματα έτσι και για τον ΣΥΡΙΖΑ όλα τα ενδεχόμενα μπαίνουν στην συζήτηση, είτε για την κυβέρνηση που θα προκύψει από τις προσεχείς εκλογές, είτε για την κυβέρνηση των μεταπροσεχών εκλογών.

Για τον ΣΥΡΙΖΑ, η συνεργασία με τους ΑΝΕΛ αποκτά ήδη σαφή  χρονικό ορίζοντα.
Για πολλούς και εύκολα κατανοητούς λόγους.

Συνεπώς η συζήτηση με τις όμορες πολιτικές δυνάμεις θα επιδιώκεται πάντοτε, εκ των πραγμάτων αναγκαστικά, αν δεν αλλάξει μετά τις εκλογές και πάλι ο εκλογικός Νόμος.

Απομένει σε αυτές να προσδιορίσουν με σαφήνεια τους όρους μιας Προγραμματικής συνεργασίας, όταν θα προκύψουν οι κατάλληλες συνθήκες.

Υπάρχει βέβαια και η λογική ένσταση, που υποβάλλεται από πολλές πλευρές.

Ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει μια πρόταση συνεργασίας από ένα κόμμα και μια κυβέρνηση που έχουν αναγάγει τον διχασμό σε κυρίαρχη πολιτική, που προσφεύγουν  σε αυτόν κάθε φορά που βρίσκονται σε δυσκολία και αδιέξοδο, που δεν σέβονται τους θεσμούς και την διάκριση των εξουσιών, που ενεργούν με φαύλο τρόπο στην δημόσια διοίκηση, που αναιρούν τις  σημαντικές αλλαγές και κατακτήσεις, στην εκπαίδευση, στην Αυτοδιοίκηση, τα Πανεπιστήμια.

‘Όλα αυτά και άλλα , πιθανόν σημαντικότερα, παραμένουν ως αυτονόητα αξεπέραστα εμπόδια.

Αυτά όμως με τα σημερινά δεδομένα.

Όλοι περιμένουν το Συνέδριο της Δημοκρατικής Συμπαράταξης και τα όσα θα συμβούν και θα αποφασιστούν σε αυτό.

Και φυσικά, όσο θα πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών θα ξεκαθαρίζονται αναγκαστικά και οι πραγματικές προθέσεις του Α. Τσίπρα.

Ίσως οι συζητήσεις θα περιμένουν τον ηττημένο ΣΥΡΙΖΑ...

Για όλους όμως ισχύει το σοφό:


Στην πολιτική, ποτέ μην λες ποτέ.

Σχόλια