ΕΧΕΙ ΣΗΜΑΣΙΑ Η ΑΛΗΘΕΙΑ;




Μια από τις δευτερεύουσες, αλλά εξαιρετικά χρήσιμης πρωτοβουλίας του Δήμου, είναι και αυτή που συναντάμε πλέον καθώς προσεγγίζουμε κτίρια, πλατείες κλπ που συνδέονται με την ιστορία της πόλης, αλλά και την αρχιτεκτονική και πολιτιστική μας κληρονομιά.

Τα κομψά και κατανοητά ταμπλώ που τοποθετήθηκαν μπροστά από τα κτίρια αυτά δίνουν στον περαστικό μια εικόνα της ιστορίας των κτιρίων, ή των τοποθεσιών χάρις σε ένα πρόγραμμα που καταρτίστηκε με την συμβολή του Ιδρύματος Στ. Νιάρχος.

Στην ανατολική Θεσσαλονίκη, την γνωστή από το παρελθόν περιοχή των Εξοχών, ή των Πύργων, μπορεί κανείς να συναντήσει πολλές από τις ενημερωτικές αυτές κατασκευές.

Μέχρι εδώ τα καλά λόγια.

Γιατί όταν συμπτωματικά σταμάτησα για να διαβάσω το σχετικό  ταμπλώ που βρίσκεται μπροστά στην Βίλλα Μπιάνκα,  απόρησα με την προχειρότητα ,τις αοριστίες  και τις  ανακρίβειες του άγνωστου συντάκτη του ενημερωτικού κειμένου.


Αφήνω το ιστορικό του κτιρίου , πασίγνωστο άλλωστε στους Θεσσαλονικείς για να αναφερθώ στο πως περιγράφεται η διαδρομή του κτιρίου στα νεότερα χρόνια.

 «Μετά τους σεισμούς του 1978, το κτήριο απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό κράτος, αναστηλώθηκε υποδειγματικά και παραχωρήθηκε στον Δήμο Θεσσαλονίκης. Σήμερα η Κάζα Μπιάνκα στεγάζει την Δημοτική Πινακοθήκη Θεσσαλονίκης».

Ας δούμε όμως τι πραγματικά έγινε.

Θα προσπεράσω βιαστικά τα σημαντικά γεγονότα της διαδρομής του μια και έχουν γραφεί τόσα πολλά από ειδικούς .

Η Βίλλα Μπιάνκα κτίστηκε το 1912 σε σχέδια του Ιταλού αρχιτέκτονα Πιέρο Αρριγκόνι ως κατοικία του τραπεζίτη Ντίνο Φερνάντεζ- Ντιάζ.

Ένα μοναδικό κτίσμα εκλεκτικιστικής αρχιτεκτονικής, που ξεχώρισε μέσα στον εντυπωσιακό αριθμό των λαμπρών κατοικιών του τέλους του 19ου και των αρχών του 20ου αιώνα, ελάχιστες από τις οποίες διασώθηκαν μέχρι τις ημέρες μας.

Είναι γνωστή η ρομαντική ιστορία του έρωτα της κόρης του Αλίνε με το καθολικό ανθυπολοχαγό Σπύρο Αλιμπέρτη, οι περιπέτειες και τελικά η  εγκατάσταση του ζευγαριού στην Βίλλα.

Στην Κατοχή επιτάχτηκε από τα γερμανικά στρατεύματα.

Μετά την Κατοχή χρησιμοποιήθηκε περιστασιακά για κατοικία, ή και άλλες χρήσεις.
Το 1965 αγοράστηκε από τους αδελφούς Ν. και Γ. Τριάρχου και το ζεύγος Σουζάνας και Σολομών Μαλλάχ.

Μοιραίο γεγονός για την ιστορία του λαμπρού κτιρίου με οδυνηρές συνέπειες που απείλησαν  ακόμη και  την ύπαρξη του.

Όχι μόνο εξ αιτίας των τριών αιτημάτων των ιδιοκτητών περί  αποχαρακτηρισμού  στα 1977, 1981 και 1983,  αιτημάτων που  στηρίζονταν κυρίως στις παράνομες  και καταστρεπτικές επεμβάσεις που οι ίδιοι πραγματοποιούσαν στο εσωτερικό του πανέμορφου κτιρίου.


Οι αρχικές διαμαρτυρίες των γειτόνων που μιλούσαν για ολονύκτιες επιχειρήσεις στο εσωτερικό του σπιτιού, φοβερούς θορύβους, πριονίσματα και κοπές ξύλινων στοιχείων έγιναν εμφανείς όταν και στην στέγη εμφανίστηκαν ανοίγματα που επέτρεπαν τα νερά της βροχής να εισέρχονται στο εσωτερικό του σπιτιού.


Και ένα χειμωνιάτικο βράδυ, μετά από μια ολοήμερη βροχόπτωση, ένας τρομερός θόρυβος ξεσήκωσε την γειτονιά.

Είχε καταρρεύσει η σκεπή και στην διαδρομή της  παρέσυρε τα πάντα στο υπόγειο, αφού είχαν πριονιστεί τα εσωτερικά στηρίγματα.



Και την άλλη ημέρα το πρωί αντικρύσαμε το θέαμα της απερίγραπτης απώλειας.


Επρόκειτο για έναν όντως καταστροφικό σεισμό, που προκάλεσαν όμως ανθρώπινα χέρια.

Κάθε ελπίδα διάσωσης έδειχνε μάταιη.


Μέσα σε 15 περίπου χρόνια το κόσμημα της Θεσσαλονίκης μετατράπηκε σε θλιβερά ερείπια, χωρίς καμιά κρατική υπηρεσία να επιχειρήσει έστω να διακόψει την εγκληματική αυτή συμπεριφορά.



Η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία σε συνεργασία με τον Δήμο είχε ήδη χαρακτηρίσει την Βίλλα Μπιάνκα διατηρητέα, αλλά αυτό δεν την διέσωσε, αντίθετα οδήγησε στην επιτάχυνση της καταστροφής.

Ούτε και η απόπειρα να αγοράς από τον Δήμο με την ενθάρρυνση της Μ. Μερκούρη στις αρχές της δεκαετίας του 1980 είχε αίσιο τέλος, παρόλο  που διευκολύνθηκε με τον χαρακτηρισμό χρήσεων γης ολοκλήρου της ιδιοκτησίας ως χώρου Δημοτικού Πολιτιστικού Κέντρου.

Η πόλη παρακολουθούσε την ερείπωση του κτιρίου χωρίς να μπορεί να επεμβεί αποτελεσματικά, κάτι που έγινε όμως κατορθωτό στα μέσα της επόμενης δεκαετίας, με την αρχική συμπερίληψη της αγοράς και πλήρους αποκατάστασης στο πρόγραμμα έργων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και στην συνέχεια την ανάθεση της μελέτης σε μια λαμπρή ομάδα επιστημόνων υπό την εποπτεία του Ν. Μουτσόπουλου, που ολοκληρώθηκε τον Ιούνιο του 1994. Ακολούθησαν οι εργασίες αποκατάστασης από την ΔΕΠΟΣ υπό την εποπτεία της Διεύθυνσης Μελετών αρχιτεκτονικών έργων του Δήμου.

Το έργο αποκατάστασης, ένα από τα πλέον σύνθετα και δύσκολα έργα σε διατηρητέο κτίριο, παραδόθηκε έτοιμο να φιλοξενήσει δραστηριότητες του Προγράμματος της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, αρχές Οκτωβρίου του 1997.

Η υποδειγματική αποκατάσταση του κτιρίου τιμήθηκε το 1998 με το Βραβείο  Europa Nostra, το οποίο απονέμεται σε έργα που συνεισφέρουν στην διάσωση της ευρωπαϊκής πολιτιστικής κληρονομιάς.

Το κόστος της μελέτης και αποκατάστασης; 795.000.000  δραχμές!

Αναρωτήθηκα λοιπόν.

Είχε τόση άγνοια της ιστορικής διαδρομής και της σωτηρίας του μνημείου ο συντάκτης του κειμένου, ή άλλοι λόγοι τον οδήγησαν στην γελοία διατύπωση που υπάρχει στο ενημερωτικό ταμπλώ;

Την επαναλαμβάνω για να την θυμόμαστε:

« Μετά τους σεισμούς του 1978, το κτήριο απαλλοτριώθηκε από το ελληνικό κράτος, αναστηλώθηκε υποδειγματικά και παραχωρήθηκε στον Δήμο Θεσσαλονίκης».

Υ.Γ.
Επισκέφτηκα την Βίλλα Μπιάνκα αμέσως μετά την κατάρρευση και κατά την προσφιλή μου συνήθεια αποκόμισα κάποια θλιβερά  "αναμνηστικά", που τα κρατώ μέχρι τώρα  "εις ανάμνησιν"




Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου