Ο ΑΛΕΞΗΣ ΤΣΙΠΡΑΣ ΜΠΡΟΣΤΑ ΣΕ ΠΡΟΚΛΗΣΕΙΣ ΙΣΤΟΡΙΚΩΝ ΔΙΑΣΤΑΣΕΩΝ

Η χώρα διανύει τον 6ο χρόνο της κρίσης, ζώντας υπό καθεστώς Μνημονίων και επιτήρησης, που επιδεινώνεται συνεχώς.
Η κυβέρνηση πολιορκείται από λαϊκή αγανάκτηση αλλά και από τους πιστωτές, είτε για καθυστερήσεις, είτε για άρνηση-αδυναμία υλοποίησης των συμφωνιών.
Το Συνταξιοδοτικό,  το Φορολογικό και το Προσφυγικό έχουν κυριολεκτικά οδηγήσει την χώρα και την κυβέρνηση σε αδιέξοδο και τίποτε δεν δείχνει ότι μια νέα  απόπειρα  «πολιτικής  λύσης» θα βρει ανταπόκριση στα αυτιά των Βρυξελλών, ή και του ΔΝΤ.
Οι πιέσεις για την μείωση του κόστους που ετησίως επωμίζεται το κράτος για την πληρωμή των συντάξεων , σε συνδυασμό με τις   ηλίθιες απόψεις περί «αναδιανομής», που κυριαρχούν στην πολιτική της κυβέρνησης, καθιστούν το πρόβλημα δυσεπίλυτο.
Η παραπέρα φτωχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας, το χτύπημα στην μεσαία τάξη , στους μικρούς και μεσαίους επαγγελματίες και τους επιστήμονες, διαμορφώνουν ένα σαθρό υπόβαθρο πάνω στο οποίο θα είναι αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα και πολιτική επανεκκίνησης της οικονομίας. 
Η εξέγερση των αγροτών στην έκταση και την ένταση που βλέπουμε, φανερώνει ξεκάθαρα ότι υπάρχει ουσιαστικό και πραγματικό πρόβλημα  επιβίωση μιας τάξης , του πρωτογενούς τομέας, που αποδιαρθρώνεται.
Η Βασ. Όλγας , το θερμόμετρο για την πορεία της εκτεταμένης ομάδας των μικροεπαγγελματιών, που συνιστούν σημαντικό στοιχείο της οικονομικής ζωής της χώρας, δείχνει πως πλησιάζει και πάλι σε νέο «κόκκινο» καθώς τα νέα «ΕΝΟΙΚΙΑΖΕΤΑΙ» και «ΠΩΛΕΙΤΑΙ» , προβάλλουν στις βιτρίνες  των μαγαζιών που επιβίωσαν όπως επιβίωσαν  στην 5ετία, για να κλείσουν στον 6ο χρόνο της κρίσης.
Εξαγγέλλεται  πάλι ένα νέο Φορολογικό, με χαρακτηριστικά  ιδεολογικών εμμονών , ως απόπειρα «ταξικής πολιτικής» βίαιης αναδιανομής, το αποτέλεσμα εφαρμογής της οποίας θα καταστήσει αδύνατη οποιαδήποτε απόπειρα αναθέρμανσης της οικονομίας, καθώς θα βυθίσει την εσωτερική κατανάλωση και θα οδηγήσει σε νέα χαμηλότερα επίπεδα την ήδη τεράστια κοινωνική και ανθρωπιστική κρίση.
Και εδώ προβάλλει με έντονο τρόπο και για άλλη μια φορά το ερώτημα εάν η Ευρώπη ενδιαφέρεται  πραγματικά  για το ξεπέρασμα της οικονομικής δίνης και των αδιεξόδων στα οποία οδήγησαν οι πολιτικές που επιβλήθηκαν στην χώρα και εφαρμόστηκαν, όπως εφαρμόστηκαν.
Ο ευρωσκεπτικισμός και  ο αντιευρωπαϊσμός αυξάνονται και για πρώτη φορά η φιλοευρωπαϊκή τάση της κοινωνίας έγινε μειοψηφική.
Μια ιδιαίτερα επικίνδυνη εξέλιξη που μπορεί να οδηγήσει σε ανατροπές και να βάλλει σε πειρασμούς εκείνους που θεωρούν ως εμπόδιο των πολιτικοιδεολογικών στόχων τους την συμμετοχή της χώρας στην Ενωμένη Ευρώπη και το ευρώ και να τροφοδοτήσει για πρώτη φορά και να αναδείξει μια ισχυρή τάση επιστροφής στο εθνικό νόμισμα.
Η κυβέρνηση, που δεν θέλησε να αναλάβει ποτέ την «ιδιοκτησία» της πολιτικής που εφαρμόζει, αλλά καταφεύγει , ακόμη, σε δικαιολογίες, «εκβιασμού» που ασκήθηκε στις κρίσιμες εκείνες ώρες των διαπραγματεύσεων του Αλέξη Τσίπρα με τους εταίρους στο πλαίσιο Συνόδου Κορυφής, δεν χάνει την ευκαιρία να επιχειρεί άλλοτε έμμεσες καταγγελίες κατά των Ευρωπαίων και του ΔΝΤ , άλλοτε με καθυστερήσεις, άλλοτε εξαγγέλλοντας  ψευδεπίγραφα «παράλληλα προγράμματα», ή προγράμματα τύπου «Θεσσαλονίκης, και άλλοτε με δικαιολογίες και απόπειρες «πολικής  διαπραγμάτευσης», που αυξάνουν την υποψία των εταίρων μας στην κατεύθυνση του γνωστού πως πρόκειται για μια μη κανονική χώρα, που «δεν μπορεί και δεν θέλει»…
Το κλίμα αυτό ήρθε να επιδεινώσει και να επιβεβαιώσει η αποτυχία της πολιτικής που η κυβέρνηση «εφάρμοσε»  στο Προσφυγικό, αν υποθέσουμε ότι είχε συγκροτήσει ποτέ και εφαρμόσει  κάποιο πρόγραμμα.
Η εικόνα των εκατοντάδων χιλιάδων εξαθλιωμένων γυναικόπαιδων, που φτάνουν στα νησιά αφού θυσιάζονται στον βωμό του κέρδους κάποιες χιλιάδες  στα κρύα κύματα του Αιγαίου, που συσσωρεύονται άναρχα στις παραλίες και τις προβλήτες, και στην συνέχεια κάτω από την αφόρητη πίεση των τοπικών κοινωνιών μεταφέρονται με τα πλοία της συγκοινωνίας στον Πειραιά και από εκεί με ΚΤΕΛ και  τραίνα φτάνουν μέχρι την Γευγελή και ξεχύνονται στο άγνωστο για να φτάσουν στην Γερμανία, την Αυστρία και την Σουηδία, χωρίς έλεγχο, χωρίς καταγραφή, χωρίς σχέδιο , επιβεβαίωσε την επιχειρηματολογία όλων εκείνων που στην Ευρώπη επεδίωξαν ανεπιτυχώς πέρυσι να εκδιώξουν την χώρα από την Ένωση.
Και σ αυτούς προστέθηκαν τώρα και οι «φίλοι» μας οι Γάλλοι και κυρίως οι Γερμανοί, που δέχτηκαν τον μεγαλύτερο όγκο των προσφύγων, ενισχύοντας  ένα  αντιπροσφυγικό κίνημα, την ξενοφοβία και τον ρατσισμό, που υπήρχε ήδη και που τώρα απειλεί  πανευρωπαϊκά σχεδόν τις αξίες στις οποίες στηρίχθηκε το όλο εγχείρημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης,
 Αμφισβητούν ότι αυτή η χώρα μπορεί να τηρήσει και στον τομέα αυτόν τις δεσμεύσεις της, πράγμα βέβαια πέρα για πέρα αληθινό, αλλά κυρίως αναζητώντας τον «αποδιοπομπαίο τράγο» στον οποίο θα φορτώσουν την δική τους αδυναμία να συλλάβουν τα πραγματικά μεγέθη της κρίσης που προκαλεί το φαινόμενο της φυγής, από τις εστίες του πολέμου.
Τρέχουν ακόμη και σήμερα πίσω από τα γεγονότα , σχεδιάζουν πολιτικές και λύσεις, που πριν εφαρμοστούν αναιρούνται από την συνεχώς μεταβαλλόμενη πραγματικότητα.
Τελευταίο δείγμα αυτής της πολιτικής πανικού η εμπλοκή του ΝΑΤΟ, τα πολεμικά πλοία του οποίου καλούνται τώρα να «αναχαιτίσουν» τους φυγάδες του πολέμου, τον οποίο τα συμφέροντα των κρατών της Δύσης και της Ρωσίας, ουσιαστικά τροφοδοτούν.
Και ενώ αρχικά  η κυβέρνηση αρνήθηκε την συμμετοχή της Συμμαχίας, την αποδέχτηκε τελικά υπό πίεση, αφού τα πράγματα βοούν ως προς την παντελή αδυναμία της και την αναγκαία προετοιμασία της να διαφυλάξει τα «εξωτερικά σύνορα» της Ευρώπης και την απειλή ότι  αυτά θα μετακινηθούν στα βόρεια σύνορα μας  με την ΠΓΔΜ και την Βουλγαρία, που ύψωσαν ήδη διπλούς φράκτες και δέχονται πρόσθετες δυνάμεις φύλαξης από εκείνους που ηγούνται της αντιπροσφυγικής πολιτικής των Βρυξελλών.
Κάτι που τελικά δεν πρόκειται να αποφύγουμε, όπως δηλώνει ο αρμόδιος υπουργός.
Και αυτό θα έχει ως συνέπεια την συγκέντρωση μερικών εκατοντάδων χιλιάδων προσφύγων σε στρατόπεδα, τα περίφημα «Hotspots», που συνεχίζουν να «ετοιμάζονται» από τον περασμένο Σεπτέμβριο και που στην οριστική διαμόρφωση τους θα δεχθούν μερικές χιλιάδες μόνο πρόσφυγες.
Γιατί εκτός των άλλων καμιά από τις ευρωπαϊκές λύσεις δεν φαίνεται να λειτουργεί αποτελεσματικά. Κορυφαίο παράδειγμα η πολιτική «μετεγκατάστασης», αυτή που κατανέμει πρόσφυγες αναλογικά στις χώρες της Ευρώπης, που προέβλεπε την μετεγκατάσταση 160.000 προσφύγων και κατάφερε μέχρι στιγμής να στείλει μόλις 497 από αυτούς.
Μοναδική ελπίδα να μην προκύψουν  τα χειρότερα, θα είναι οι αντοχές της τοπικής κοινωνίας και η συμβολή των τοπικών αρχόντων, ώστε να αποφευχθεί  μια επικίνδυνη στροφή της ελληνικής κοινής γνώμης  εναντίον των προσφύγων, με τις συνέπειες που αυτό μπορεί να έχει.
Και ,το χειρότερο ίσως,   έμπειροι διεθνολόγοι τονίζουν με έμφαση πως οι κοινές περιπολίες Ελλήνων και Τούρκων στρατιωτικών στις ζώνες του Αιγαίου για τις οποίες έχουν εκφραστεί αμφισβητήσεις από την Τουρκία, διαμορφώνουν μια  νέα πραγματικότητα και νομικά προηγούμενα που εν καιρώ θα αξιοποιήσει η Τουρκία.
Και τώρα ένα κρίσιμο   ερώτημα.
Θα καταφέρει η κυβέρνηση να  διαχειριστεί πολιτικά όλη αυτήν την αρνητική συγκυρία και κυρίως τις συνέπειες των αδυναμιών της  και της ανυπαρξίας πολιτικής;
Γιατί αναμφισβήτητα πρόκειται για σταυρόλεξο που απευθύνεται σε έμπειρους λύτες, ή καλύτερα για σύνθετο πολιτικό, οικονομικό και διπλωματικό πρόβλημα ,που απαιτεί για την λύση του έναν ευφυή και ικανό πολιτικό ιστορικών διαστάσεων, ή τουλάχιστον μια εθνική συνεννόηση .
Θα μπορέσει ο Α. Τσίπρας αριστοτέχνης τακτικιστής να το αντιμετωπίσει με την μοναδική μέθοδο που γνωρίζει πολύ καλά;
Θα αποδεχτούν οι εταίροι και το ΔΝΤ να διευκολύνουν «πολιτικά» την κυβέρνηση, με το πρόβλημα της Μεγ. Βρετανίας στο τραπέζι των διαπραγματεύσεων , τις πιέσεις προς Ισπανία και Πορτογαλία να τηρήσουν απαρέγκλιτα τις υποχρεώσεις τους  σχετικά με το έλλειμμα και το δημόσιο χρέος και με την Ιβηρική στο σύνολο της σε αστάθεια και ρευστότητα;
Η απάντηση  είναι ότι ο Α. Τσίπρας θα το επιχειρήσει κατ αρχήν.
Γιατί αυτό που κυριαρχεί στις επιλογές του είναι η διατήρηση πάση θυσία της εξουσίας, ανεξάρτητα από τις θυσίες που αυτό θα επιβάλλει στην ελληνική κοινωνία και τους κινδύνους που συνεπάγεται για την εθνική ασφάλεια και την ειρήνη.
Και το επιχειρεί ήδη  με την γνωστή μέθοδο της έντασης, της σύγκρουσης, του διχασμού και των καταγγελιών κατά  της «εξωτερικής και εσωτερικής τρόικας» , καταστρέφοντας κάθε ενδεχόμενο εθνικής συνεννόησης.
Οι τελευταίες τρείς ομιλίες του πρωθυπουργού, στα κομματικά όργανα του ΣΥΡΙΖΑ, στο Υπουργικό Συμβούλιο και στην συζήτηση στην Βουλή για τις τηλεοπτικές άδεις, έδειξαν καθαρά πως θα κινηθεί η κυβέρνηση.
Είναι δοκιμασμένη μέθοδος για την συσπείρωση  του κομματικού της ακροατηρίου και την συγκράτηση των ψηφοφόρων της, αλλά άχρηστη και επικίνδυνη πολιτική  για τις σχέσεις μας με την Ευρώπη.
Αυτή όμως η τακτική δεν προσφέρει ελπίδα δεν  έχει μέλλον, δεν έχει προοπτική ,ιδίως όταν η κυβέρνηση έχει απέναντι της όχι μόνο την αντιπολίτευση στο σύνολο της ,αλλά την πρωτοφανή λαϊκή οργή και κατακραυγή, που την καθιστά πρωτόγνωρη μια πολιτικά ακηδεμόνευτη εξέγερση του αγροτικού κόσμου και της μεσαίας τάξης.

Σχόλια