ΓΙΩΡΓΟΣ ΛΟΥΚΟΣ-Μια κριτική από το...παρελθόν.

Δεν δημοσιεύθηκαν μόνο έπαινοι και διθύραμβοι για την πρωτη παρουσίαση του έργου του νέου Διευθυντή των Φεστιβλ Αθηνών και Επιδαύρου Γιώργου Λούκου.

Πρόσφατα δημοσιεύθηκε στο ΠΑΡΟΝ της Κυριακής 27 Αυγούστου, ένα συλλογικό ανώνυμο κείμενο-κριτική για εκδηλώσεις των δύο μεγάλων Φεστιβάλ της χώρας.

Η προσέγγιση και οι απόψεις που διατυπώνονται αναδεικνύουν χωρίς αμφιβολία ότι η κριτική γίνεται από μια συντηρητική και ελληνοκεντρική σκοπιά, που θέτει όμως μερικά ουσιώδη-θεσμικά θα έλεγα- ζητήματα.
Ζητήματα στα οποία αναφέρθηκα και εγώ- από άλλη σκοπιά- σε παλαιότερο σημείωμά μου. Θα τα επισημάνω συνεπώς, αφού όμως σταχυολογήσω κάποιες από τις επισημάνσεις-παρατηρήσεις και κριτικές του συλλογικού κειμένου.

Θέτουν κατ αρχήν ένα ερώτημα:

«Ο πολιτισμός της σύγχρονης Ελλάδας, εκείνος ο οποίος ως όρος περιλαμβάνει όσα υψώνουν τον άνθρωπο σε ελεύθερο πνευματικό ον, αυτά, δηλαδή, που αποτελούν την βάση διαμόρφωσης τόσο της προσωπικότητας των ατόμων, όσο και της πολιτιστικής φυσιογνωμίας της κοινωνίας μας, σε τι «δρόμο» βρίσκονται;»

Στην συνέχεια γίνεται η «προσφυγή» στις θεσμικές δεσμεύσεις. Τι είναι τα Φεστιβάλ αυτά; Και απαντούν: «Είναι ένας κρατικός φορέας του ευρύτερου δημόσιου τομέα με τον οποίο η εκάστοτε κυβέρνηση ανάλογα με τα προγράμματά της, μέσω του ΕΟΤ έχει την δυνατότητα να οργανώνει σε κάθε σημείο της χώρας, καλλιτεχνικές, πνευματικές κλπ εκδηλώσεις καθ όλη την διάρκεια του έτους».

Και παρακάτω: « Σκοπός των Φεστιβάλ είναι η οργάνωση και εκμετάλλευση μουσικών, θεατρικών κλπ καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, που συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη».

Και ακόμη:

«Ο νόμος αφορά όχι μόνο τα Φεστιβάλ Αθηνών και Επιδαύρου αλλά και ένα μεγάλο αριθμό εκδηλώσεων, που μπορούν να οργανωθούν σε ολόκληρη την επικράτεια, σε ολόκληρη την διάρκεια του χρόνου, με σκοπό την επιμήκυνση της τουριστικής περιόδου».

Συνεπώς συμπεραίνουν οι συντάκτες του κειμένου:

«Το παρεχόμενο, εν τούτοις, δικαίωμα στην εκάστοτε διοριζόμενη διοίκηση των Φεστιβάλ να καθορίζει την μορφή και το περιεχόμενο των διαφόρων φεστιβάλ και άλλων εκδηλώσεων, δεν σημαίνει ότι μπορεί τα περιεχόμενά τους να βρίσκονται έξω ή μακριά από τις παρακαταθήκες, ή ό,τι θα αναδεικνύει τον ιστορικό και σύγχρονο Ελληνικό Πολιτισμό. Διαφορετικά τι θα προβάλλονται; Τα επιτεύγματα άλλων λαών;».

Έθεσαν λοιπόν ένα ιδεολογικό και ένα θεσμικό ζήτημα.

Για την ιδεολογική άποψη περί Ελληνικού πολιτισμού κλπ ο καθένας έχει την άποψή του και ασφαλώς είναι σεβαστή.

Το κρίσιμο ζήτημα είναι το πώς προσεγγίζουν 60 χρόνια μετά την καθιέρωση των δύο Φεστιβάλ τα χαρακτηριστικά τους.

Από την θεσμική σκοπιά γίνεται φανερό πως οι εμπνευστές τους απέβλεπαν στην προσθήκη ενός ελληνοκεντρικού στοιχείου, τουριστικού όμως χαρακτήρα και τουριστικών επιδιώξεων, αφού μιλούσαν για εκδηλώσεις σε όλη την Ελλάδα, που «θα συμβάλλουν στην τουριστική ανάπτυξη».

Εξήντα χρόνια μετά τίποτε από αυτά δεν έχει επιβιώσει. Τα Φεστιβάλ απέκτησαν σταδιακά εντελώς διαφορετικό χαρακτήρα, απευθύνονται κυρίως στο ελληνικό κοινό, αυτό άλλωστε πλημμυρίζει τους χώρους του Ηρωδείου και της Επιδαύρου, αυτό κατέκλυσε με την παρουσία του και τους νέους χώρους εκδηλώσεων, που πρότεινε ευφυώς ο Λούκος και ταίριαζαν στις επιλογές του.

«Επιστροφή στις ρίζες», είναι αδιανόητη, εκτός πραγματικότητας και κυρίως εκτός εποχής.
Δεν έχει νόημα καν μια σχετική συζήτηση.

Εάν έπρεπε αυτό το «νεκρό» πλέον θεσμικό πλαίσιο να αλλάξει και να προσαρμοστεί στις σύγχρονες ανάγκες και την αδήριτη νέα πραγματικότητα, αυτό είναι άλλης τάξης πρόβλημα, δεν έχει σχέση με τις επιλογές και την αισθητική και κυρίως με την ιδεολογική τοποθέτηση του Λούκου απέναντι στα ζητήματα του πολιτισμού.

Απομένει η κριτική επί των επιλογών και των συγκεκριμένων εκδηλώσεων των φετινών δύο Φεστιβάλ.

Εκεί οι αντιρρήσεις και οι διαφωνλίες είναι ριζικές.

Πως αντιλαμβάνονται οι συντάκτες του κριτικού αυτού σημειώματος ένα πρόγραμμα για τα δύο Φεστιβάλ;

Οι αρχές που θεμελίωσαν κατά την άποψή τους τα προγράμματα των φεστιβάλ θα μπορούσαν να είναι:

«Συμφωνικές ορχήστρες-συναυλίες, μελοδράματα, αρχαίες τραγωδίες και άλλες εκδηλώσεις εμπνευσμένες κατά το πλείστον από την ελληνική ιστορία, μυθολογία, λογοτεχνία, εκτελούμενες στο φυσικό περιβάλλον τους, υπό την σκιάν του Παρθενώνος, όπου δύνανται να βρουν την πληρότητα του νοήματός τους και την τελειότητα της έκφρασης».

Θίγουν στην συνέχεια και το πολυσυζητημένο θέμα του «αποκλεισμού» σχημάτων καλλιτεχνών κλπ από το φετινό πρόγραμμα των εκδηλώσεων :

« Οι καταξιωμένοι εντός και εκτός της χώρας έλληνες καλλιτέχνες, είναι αρκετές δεκάδες και θα ήταν δυνατόν η ορθή αξιοποίησή τους πολλά να προσφέρει στην Ελλάδα. Και είναι αυτοί που ο λαός τους λατρεύει αφού εκφράζουν την ψυχή του. Με το να αντικαταστήσουμε τους έλληνες καλλιτέχνες με κάποιους γνωστούς του εξωτερικού δεν σημαίνει ότι προβάλλουμε τον Ελληνικό Πολιτισμό».

Τέλος.

Μπορεί κάθε καλόπιστος αναγνώστης, να αντιληφθεί χωρίς πολύ σκέψη, ποιο θα ήταν τον μέλλον ενός τέτοιου φεστιβάλ. Δεν θα χρειαστεί άλλωστε και ιδιαίτερα δημιουργική φαντασία. Παρόμοια «φεστιβάλ» με αυτά τα χαρακτηριστικά χαροπαλεύουν ανά την ελληνική επικράτεια, και διαμορφώνουν τους όρους της βαθιάς κρίσης, στην οποία έχουν περιέλθει τα ζητήματα του πολιτισμού στην χώρα.

Όταν αποκλείεις την επικοινωνία με τα σύγχρονα ρεύματα, τις νέες ιδέες, τις τολμηρές ανατροπές, τις αναζητήσεις, τα ανοικτά παράθυρα στον σύγχρονο δραματικά μεταβαλλόμενο κόσμο, την μοναδική δυνατότητα να ανανεωθείς και να βρεθείς στο προσκήνιο και την πρωτοπορία , τότε δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ευφυϊα για να αντιληφθείς, ότι οδηγείσαι αναπόφευκτα στην κρίση την παρακμή και την περιθωριοποίηση.

Όταν χάνεις τους νέους θεατές και ακροατές, τότε οι καμπάνες που ηχούν δεν είναι προειδοποιητικές, είναι της …δευτέρας παρουσίας!…

Σε κάτι θα συμφωνήσω όμως.

Ότι ο Γ. Λούκος οφείλει έναν απολογισμό, που θα παρουσιαστεί και δημόσια , θα αξιολογηθεί και θα κριθεί σε όλες τις πτυχές του.

Θα συμπεριλάβει και τις απαντήσεις του στην κριτική, στα λάθη- και τέτοια έγιναν και επισημάνθηκαν- στις αρχές, πάνω στις οποίες στήριξε τις επιλογές του.
Η άποψή του για όλα αυτά, μας ενδιαφέρει , πιθανόν περισσότερο από τις επί μέρους επιτυχίες ή αποτυχίες.. Γιατί αυτές θα ισχύσουν και για τα επόμενα χρόνια.


Υ.Γ.

Μια τελευταία παρατήρηση. Το κείμενο του «ΠΑΡΟΝ», αποτελεί σημαντική συμβολή σε ένα αναγκαίο διάλογο. Πιστεύω όμως ότι, αν οι συντάκτες του το υπέγραφαν, θα έδιναν μια διαφορετική διάσταση στις απόψεις, που διατυπώνουν.

Σχόλια