Η ΣΟΦΑΤΑ...Προσφυγικές ιστορίες στην μετακατοχική Θεσσαλονίκη

Η Σοφάτα.. Στα τελευταία χρόνια που έζησε μαζί μας , η Σοφάτα μου φαινόταν και ήταν μια συνηθισμένη γιαγιά. Η μόνη που γνωρίσαμε, αφού η άλλη, από την πλευρά του πατέρα μου χάθηκε σε κάποιο νοσοκομείο του Βατούμ από τύφο, λίγο καιρό μετά τον άνδρα της και κανείς ποτέ δεν έμαθε αν τουλάχιστον θάφτηκαν κανονικά και που.

Τώρα όμως που τα χρόνια πέρασαν και οι εποχές άλλαξαν και φυσικά και οι άνθρωποι, καθώς φέρνω στο νου μου τα κατορθώματά της – γιατί επρόκειτο για κυριολεκτικά κατορθώματα- μου δίνει την εντύπωση ενός φανταστικού προσώπου. Κι όμως όλα όσα χτίζουν αυτήν την εικόνα, τα έζησα και τα πιο πολλά, τα έζησα μαζί της.
Με είχε κατά κάποιο τρόπο υιοθετήσει , έμενα συχνά μαζί της και με παρουσίαζε στους γνωστούς της ως το «απιταχτέρ» της.. Στα ποντιακά σημαίνει τον άνθρωπο για τα θελήματα και χαϊδευτικά το «απιτεχτερόπον», όπως λένε το μικρό πουλί «πουλόπον» κλπ.

Γυναίκα δυναμική και αυταρχική, που την έκανε τέτοια η ίδια η σκληρή ζωή της, αφού ο άντρας της ζούσε τον περισσότερο χρόνο ως δάσκαλος στην Μόσχα, ενώ αυτή πάσχιζε να θρέψει τα πέντε παιδιά της και να κουμαντάρει το σπίτι της, στην μακρινή Ίμερα της Τραπεζούντας.

Και όταν έφτασε η μοιραία ημέρα του ξεριζωμού,αυτή μόνη ανέλαβε να συμμαζέψει ό,τι μπορούσε να φορτώσει στα δύο μουλάρια της και με τα πέντε μικρά παιδιά της, να διασχίσει τα χιονισμένα βουνά, που χώριζαν την Ίμερα από την θάλασσα, για να φτάσει εκεί και να επιβιβαστεί μαζί με τους άλλους συγχριανούς της στα πλοία για την Ελλάδα. Με τό ίδιο πείσμα κατάφερε να βρει χώρο και για τις εικόνες της εκκλησιάς του πατέρα της – μεταξύ άλλων ήταν και παπαδοκόρη δηλαδή-και να τις φέρει κι αυτές στην Ελλάδα.
Μου διηγήθηκε κάποτε την μεγάλη θλίψη της, όταν αναγκάστηκε να αδειάσει από ένα κοφίνι τις μεγάλες εικόνες του τέμπλου και να τις αποθέσει με προσοχή και δάκρυα στην άκρη του δρόμου, επειδή έπρεπε να σώσει ένα παρατημένο μικρό, που έκλαιγε μόνο του μέσα στη χιονοθύελλα, στην άκρη του μονοπατιού.

Εκεί πάνω στο πλοίο που την μετέφερε στα απολυμαντήρια της καλαμαριάς,συνάντησε και την ομάδα των 8 ορφανών, την οικογένεια του πατέρα μου, που είχαν πάρει το πλοίο νωρίτερα από την Γεωργία.

Και με την ίδια αποφασιστικότητα ανέλαβε να κηδεμονεύσει ένα τσούρμο παιδιά, που το μεγαλύτερό τους ήταν τότε 12 χρονών και να τα πάρει μαζί της μέχρι το Σάλτικλι, το τελευταίο χωριό της ανταλλαγής στην ορεινή Ξάνθη, αφού έκαναν αναγκαστικές στάσεις μετά την Καλαμαριά και στα παραπήγματα της Τούμπας, μέχρις ότου ο Εποικισμός καθορίσει που θα εγκατασταθούν.

Και μάλιστα να τα υπερασπιστεί απέναντι στις ύπουλες κουβέντες των συγχωριανών της, όταν από τον κλήρο «έπεσε» στα ορφανά , ένα από τα μεγαλύτερα σπίτια, που είχαν αδειάσει φεύγοντας οι άλλοι πρόσφυγες της ανταλλαγής ,οι Τούρκοι.

Ε, ήταν φυσικό πως όλη αυτή η ιστορία θα συνεχιζόταν και με ένα προξενιό, ένα γάμο ανάμεσα στον πατέρα μου τον Βάσο και την μητέρα μου, την Φρόσω, την δεύτερη κόρη της Σοφάτας.

Τα είκοσι περίπου χρόνια που έζησε στο Σάλτικλι είναι μια άλλη ιστορία.

Η «συνάντησή» μου μαζί της έμελλε να συμβεί πολύ αργότερα.

Τότε που μια δεύτερη κατοχή, αυτή των Βουλγάρων και ένας εμφύλιος, έκαναν την ζωή της τό ίδιο δύσκολη και έβαλαν σε κίνδυνο παιδιά, νύφες γαμπρούς και εγγόνια.

Την πήρε λοιπόν την απόφαση, πήρε την οικογένειά της και κατηφόρησε προς την Θεσσαλονίκη.

Σταθμός πρώτος το Αρσακλί, το σημερινό Πανόραμα. Εκεί περίμενε τα αγόρια της, που έρχονταν από την Ξάνθη με τα πόδια, οδηγώντας το κοπάδι των κατσικιών και τις αγελάδες της.

Κατέφυγε σε ένα πετρόκτιστο σπίτι, που οι διοκτήτες του δεν πρόλαναν να ολοκληρώσουν, παρά μόνο τους τέσσερις τοίχους. Με τις οδηγίες της φτιάχτηκαν πρόχειρα χωρίσματα και παραπήγματα για τις πρώτες ημέρες. Άγνωστο πως κατάφερε να συνεννοηθεί αργότερα με τους Εγγλέζους, που είχαν επιτάξει την βίλλα Μιχαηλίδη και να μετακομίσει στον χώρο του γκαράζ. Τι υπηρεσίες τους προσέφερε,για να εξασφαλίσει αυτήν την στέγη, δεν θυμάμαι. Κάτι όμως υποπτεύομαι, αφού από όλο εκείνο το στρατόπεδο, που απλωνόταν στην μεγάλη αυλή και έξω από αυτήν, θυμάμαι πολύ καλά τις περίεργες ξύλινες καθιστικές τουαλέτες τους.!...

Αλλά ο αμετακίνητος στόχος της στόχος της ήταν η εγκατάσταση στην Θεσσαλονίκη. Εκεί οι κίνδυνοι ήταν λιγότεροι, οι ευκαιρίες για δουλειές περισσότερες.Και η Σοφάτα είχε να φροντίσει τις τρεις οικογένειες του Κωνστανίνου, του μεγάλου γιού της, της Κλεονίκης της πρώτης και της Φρόσως, της δεύτερης κόρης της.

Πρωϊ-πρωϊ κατηφόριζε με τα πόδια προς την Θεσσαλονίκη, αναζητώντας πρώτα πρώτα στέγη για τις οικογένειες. Πως το έκανε αυτό, ποιούε συνάντησε, με ποιούς μίλησε , κανένας δέν εμαθε. Πως βρήκε άκρη, πως έμαθε ότι στο «Μέγαρο» άδειαζαν δωμάτια, μυστήριο..

Η ουσία είναι πως κατέλαβε τρία δωμάτια στον τρίτο όροφο και τα τρία προς την πλευρά της Βασ. Όλγας, τα κράτησε με νύχια και με δόντια παλεύοντας με άλλες προσφυγικές οικογένειες, που κατέφταναν στην Θεσσαλονίκη, μέχρις ότου φτάσουν οι δικοί της και εγκατασταθούν εκεί. Είχε και απώλειες. Έχασε το δωμάτιο που κρατούσε για την Κλεονίκη, της το πήραν με το ζόρι και την πίεση του χωροφύλακα, που έφεραν μαζί τους οι ενδιαφερόμενοι.

Για τις οικογένειες αυτές, ή τουλάχιστον την δική μου εκείνης της εποχής, θα βρεθεί – ελπίζω- καιρός να λεχθούν κάποια, ίσως τα σημαντικότερα.

Ας μην χάσουμε συνεπώς το νήμα με την Σοφάτα.

Αναζήτησε λοιπόν αλλού στέγη για την οικογένεια της Κλεονίκης και για τον εαυτό της. Την βρήκε λίγο πιο πέρα, στην οδό Ιταλίας, σήμερα γνωστή ως 28ης Οκτωβρίου.

Για την ίδια βρέθηκε ένα υπόγειο διαμέρισμα ,που το λίγο φως της ημέρας έμπαινε από τους φεγγίτες στο πανω μέρος των δωματίων.
Ελάχιστα την στενοχωρούσε αυτό, Είχε ζήσει κάτω από χειρότερες συνθήκες, και εδώ εκτός των άλλων, βρήκε την ευκαιρία να εφαρνόσει τα σχέδια, που την απασχολούσαν από την στιγμή που εγκατέλειψε το Αρσακλί.
Η μόνη βεβαιότητα για την επιβίωση ήταν οι κότες και οι αγελάδες της...

Οι αγελάδες λοιπόν εγκαταστάθηκαν σε ένα δωμάτιο, το μεγαλύτερο οι κότες στην αυλή και η Σοφάτα σε ένα μικρότερο, που φαινόταν και άδειο, αφού δεν είχε τίποτε περισσότερο από τα απολύτως αναγκαία.

Τώρα πώς μπορούν να συμβιώνουν σε ένα υπόγειο στην καρδιά της Θεσσαλονίκης στα μέσα του 1940, τρεις αγελάδες, καμιά δεκαριά κότες και η Σοφάτα με την μικρότερο γιό της ,τον «θείο Νίκο», αυτό μόνο μια γυναίκα με τον δικό της δυναμισμό, το πείσμα, τις ανασφάλειες από τις προσφυγιές ,αλλά και την αποφασιστικότητά της να επιβιώσει, μπορούν να εξηγήσουν.

Αυτήν την περίοδο βρίσκομαι ακόμη μακριά της, δεν μετέχω στην «επιχείρηση», γιατί η Σοφάτα κάνει πράγματι εμπόριο με τα αυγά το γάλα, το γιαούρτι.

Τα πράγματα θα αλλάξουν δραματικά, την ημέρα που μια από εκείνες τις τρομακτικές πλημμύρες του χειμάρρου Κυβερνείου, θα θέσουν σε κίνδυνο την ίδια την ζωή της.

Οι πλημμύρες των χειμάρρων της Θεσσαλονίκης ,είχαν εκτός των άλλων και ένα φοβερό γνώρισμα. Οι καταιγίδες μπορεί να συνέβαιναν αλλού, μακρυά πάνω στα υψώματα του Σέϊχ Σου , του Πανοράματος και στους γύρω λόφους.
Ξαφνικά και απροειδοποίητα , ξεσπούσε τα κακό στην Θεσσαλονίκη. Το καφετί ορμητικό άγριο νερό, γέμιζε με αστραπιαία ταχύτητα την κοίτη του χειμάρρου, ξεχείλιζε και πλημμύριζε δρόμους, σπίτια, μαγαζιά, δεν άφηνε όρθιο τίποτε. Κατέβαζε συχνά και πολλά πνιγμένα ζώα , από τα μαντριά των γύρω βουνών και τα κατέβαζε μέχρι την θάλασσα, ανάμεσα σε επιπλέοντα τραπέζια, καρέκλες, διάφορα μικροέπιπλα, που παρέσερνε αφού εισχωρούσε βιαια στα σπίτια των παραπάνω γειτονιών.

Μια τέτοια βουβή πλημμύρα βρήκε απροετοίμαστη την Σοφάτα στο υπόγειό της. Όταν από τους φεγγίτες και την είσοδο του υπογείου ξεχύθηκαν μέσα, τεράστιες ποσότητες λασπόνερων και σε ελάχιστο χρόνο τα νερά έφτασαν μέχρι τους φεγγίτες.

Ήταν αναμενόμενο να πανικοβληθούν οι αγελάδες και τα μουγγανητά τους να ακούγονται σε όλη την γειτονιά, που έτρεχε αλλόφρονη να σώσει τα παιδιά και τα υπάρχοντά της. Η Σοφάτα , που βρισκόταν στο σπίτι της, βλέπει για άλλη μια φορά τον χάρο με τα μάτια της, αλλά δεν καταφεύγει στις σκάλες, για να σωθεί. Λύνει τα ζώα και τα σπρώχνει προς την σκάλα, ώστε να ξεφύγουν από τα νερά. Ζώα φοβισμένα, εξαγριωμένα, πανικόβλητα και δυσκίνητα, που δεν αντιλαμβάνονται προς τα πού βρίσκεται η σωτηρία, κάνουν την επιχείρηση της Σοφάτας να μοιάζει με τρέλα. Της φωνάζουν να φύγει για να σωθεί, αυτή όμως καταφέρνει και ανεβάζει πάνω τις δύο αγελάδες,. Καθώς επιχειρεί να ξανακατεβεί όταν το νερό έφτασε σχεδόν στην οροφή του υπογείου, ένας γείτονας την αρπάζει επιτέλους και την τραβάει βίαια πάνω.

Έτσι μέσα από από την τρομακτική αυτή εμπειρία όλοι ελπίσανε ότι θα συνειδητοποιήσει πως μάλλον δεν μπορεί να κρατήσει τα ζωντανά της, σε ένα υπόγειο στην Θεσσαλονίκη.

Όσοι έζησαν την περιπέτεια, έκαναν την κρυφή σκέψη ότι αυτό θα ήταν το τέλος της ...κτηνοτροφικής μονάδας, που έστησε η Σοφάτα.

Γελάστηκαν.

Μέσα σε δύο ημέρες, είχε βρει την λύση.

Γύρισε στο «Μέγαρο» και έβαλε γυιους και γαμπρούς, να κτίσουν και να αποκλείσουν ένα σκεπαστό διάδρομο, που περνούσε κάτω από το Μέγαρο και ένωνε την Βασ. Όλγας με την πίσω αυλή του σπιτιού. Και την άλλη ημέρα το βράδυ, οι δύο αγελάδες μετακόμισαν...
Στο Μέγαρο βρήκαν καταφύγιο και οι κότες.

Αλλά τώρα τα πράγματα έγιναν δύσκολα. Το νέο της μαντρί συνόρευε πόρτα-πόρτα με ένα χώρο που τον είχε κάνει κατοικία της μιά οικογένεια από το Κιλκίς.Ήταν αναμενόμενο να διαμαρτηρηθούν, να γκρινιάξουν, να απειλήσουν, αλλά το αφτί της Σοφάτας δεν ίδρωνε από τέτοια.

Και μια μέρα κατέφτασαν οι χωροφύλακες του Α΄Αστυν. Τμήματος και αναζήτησαν τον ιδιοκτήτη των ζωντανών, για να του δώσουν προθεσμία τριών ημερών να αδειάσει τόν τόπο.
Την εποχή εκείνη οι χωροφύλακες κατέφταναν στο Μέγαρο, πάντοτε με γνωστές αιτίες. Είτε γιατί είχαν πρηγηθεί καυγάδες και απειλές ζωής, είτε για να καλέσουν στο τμήμα «για υπόθεσή τους» κάποιον αμετανόητο ή «επικίνδυνο», συνήθως θύμα χαφιεδισμού.Εκείνα τα χρόνια ο χωροφύλακας δεν ήταν απλώς η εξουσία. Εκπροσωπούσε μια εξουσία σκότους, φόβου και απειλών, που μπορούσαν από την μια στιγμή στην άλλη να αλλάξουν την ζωή των ανθρώπων, να φέρουν την δυστυχία μέσα σε απροστάτευτες οικογένειες.

Η Σοφάτα υπέκυψε και οι αγελάδες πουλήθηκαν . Και οι δικοί της και κυρίως τα εγγόνια της ανακουφίστηκαν γιατί όλοι είχαν μερίδιο στην φροντίδα τους, στο τάϊσμα, στην καθαριότητα και όποιος γνωρίζει από αγελάδες καταλαβαίνει τι εννοώ.

Τότε περίπου άρχισε και η καριέρα μου ως απιταχτέρ της Σοφάτας.
Οι μεγάλοι έφευγαν νύχτα για το μεροκάματο, και γύριζαν νύχτα, κατάκοποι ,να ρίξουν λίγο νερό στο πρόσωπο, να φάνε ένα πιάτο φαγητό και να πέσουν στον ύπνο.Μέναμε εμείς τα εγγόνια της Σοφάτας και ανάμεσά τους «προνομιακά» εγώ.
Έκοβα ολόκληρα κλαδιά, ή μάζευα τα πεσμένα φύλλα από τα δέντρα της γειτονιάς, κουβαλούσα άχυρο, μάζευα τις κοπριές και της πετούσα στο «ποτάμι».


Αφού λοιπόν διαλύθηκε η «κτηνοτροφική μονάδα» της, η Σοφάτα ξανοίγεται σε άλλες «επιχειρήσεις». Ανακαλύπτει την Ρουμανική Σχολή, εκεί που τώρα έχει ανεγερθεί η Εκκλησία του Σωτήρος.
Στο απέρναντο κτίριο της Σχολής όμως, δεν υπάρχουν άδεια δωμάτια.Αυτό δεν την πτοεί. Γιατί υπάρχουν, όπως και στο «Μέγαρο» μεγάλα σαλόνια των ομαδικών συμβιώσεων πολλών οικογενειών,που φτιάχουν «δωμάτια» κρεμώντας κουβέρτες για διαχωριστικό μεταξύ τους.
Η Σοφάτα φτιάχνει τον δικό της χώρο, όσο να χωρέσει ένα κρεβάτι μια καρέκλα και ένα τραπέζι. Και καραδοκεί έτοιμη για το επόμενο βήμα. Που δεν αργεί, καθώς μια μέρα αρχίζει την μετακόμισή της μια οικογένεια αδειάζοντας ένα από τα χωριστά δωμάτια της Σχολής, ουσιαστικά μια αίθουσα διδασκαλίας.
Πως τα κατάφερε και το κατέλαβε μια γυναίκα μόνη, χωρίς οικογένεια και παιδιά; Άγνωστό. Εγώ την βρήκα την επομένη σε ένα απέραντο και πανύψηλο δωμάτιο,έτσι μου φαινόταν, με ηλεκτρικό φώς!...

Απίστευτο πόσο εύκολα και χωρίς προβλήματα φωτιζόταν το σπίτι με μια απλή κίνηση...Πετρέλαιο, λαμπογυάλια,ημίφως, τέλος.

Της χρωστάω όμως απέραντη ευγνωμοσύνη, που με τράβηξε στην περιοχή εκείνη. Γιατί εκεί γνώρισα το ψιλικατζίδικο του Στυλιανίδη, ο οποίος, όπως και όλοι άλλωστε τότε, αναζητούσε διάφορους τρόπους να αυξήσει την καθημερινή του είσπραξη και το επιχείρησε νοικιάζοντας τα βιβλία της βιβλιοθήκης του...

Εκεί γνώρισα τα άπαντα του Ιουλίου Βέρν σε μια εκπληκτική σειρά, πανόδετη, με κόκκινο ύφασμα και χρυσά γράμματα, προ παντός όμως με καταπληκτικές γκραβούρες, που από μόνες τους ήταν ικανές να τροφοδοτήσουν την φαντασία μας για άγνωστους και φανταστικούς τόπους , για φυλές, πόλεις, ανθρώπους και θαυμαστές μηχανές που δεν είχαμε ποτέ δει, ούτε ακούσει..

Και μόνο γι αυτό και για την αγάπη μου για το βιβλιο και για τις χαρές που συνέχισε να μου δίνει το διάβασμα, ακόμη και η επαφή με ένα καινούργιο βιβλίο, την μυρωδιά του την αφή του,θα την θεωρώ πάντα ως τον άνθρωπο που μου χάρισε-χωρίς να το ξέρει- μια ευτυχία διαρκείας.

Εκεί λοιπόν σ αυτό το απέραντο δωμάτιο, έστησε το διαμέρισμά της.Στην μια γωνιά το κρεβάτι, στην άλλη η φουφού και η γκαζιέρα, στην τρίτη ένας καθρέφτης, ένας χειροποίητος νιπτήρας, η πετσέτα και η χτένα.Και στην τελευταία γωνία η αποθήκη όπου συγκεντρωνόταν κάθε λογής ξυλεία για το χειμώνα.
Δεν το χάρηκα πολύ αυτό το δωμάτιο, που έμοιαζε με εσωτερική αυλή και σου επέτρεπε να παίζεις στις ώρες, που δε έκανες τα ατελείωτα θελήματα της Σοφάτας.
Γιατί μια μέρα ανοίγει η πόρτα και άγνωστοι αρχίζουν να μεταφέρουν τα δικά τους λιγοστά έπειπλα και να σε λίγα λεπτά να έχουν μετατρέψει το δωμάτιο σε μια χαοτική συμβίωση ανθρώπων και πραγμάτων, δύο ξένων μεταξύ τους οικογενειών.Μου έκανε εντύπωση πως η Σοφάτα, όχι μόνο δεν ξεσήκωσε τον κόσμο , αντίθετα βοηθούσε την μεγάλη οικογένεια του «παιδιού» της, όπως έλεγε, να εγκατασταθεί στο ίδιο δωμάτιο μαζί της...

Λίγες ημέρες μετά όμως και ενώ η συμβίωση φαινόταν να ισορροπεί κάπως, φώναξε τον πατέρα μου να φορτώσει στο χαιράμαξό του την δική της πραμάτεια και να την μεταφέρει στην άλλη Ρουμανική Σχολή, στο διατηρητέο, που βλέπουμε και σήμερα να καταρρέει στην Βασ. Όλγας, στην στάση Γεωργίου.

Είχε εισπράξει «αέρα», για να παραχωρήσει το μεγάλο δωμάτιο , αφού είχε βρει μια γωνιά για τον εαυτό της στο άλλο κτίριο...

Άρχισα να αραιώνω την παρουσία μου εκεί, με την δικαιολογία ότι έπρεπε να περπατάω την μεγάλη απόσταση, που χώριζε το δικό μου σπίτι από την νέα και χωρίς ενδιαφέρον πια κατοικία της Σοφάτας..

Γελάστηκα όμως, γιατί αυτή η συμβίωση μου επιφύλαξε μια τελευταία έκπληξη.

Απέναντι από το κτίριο εκείνο, υπήρχε μια βίλλα, η οποία φιλοξενούσε την βασιλική οικογένεια, κάθε φορά που ερχόταν στην Θεσσαλονίκη.
Και έτσι ανάμεσα από τα κάγκελα της υπερυψωμένης αυλής, είδα για πρώτη φορά ζωντανούς ,βασιλιάδες, βασίλισσες , πρίγκιπες και πριγκίπισες.
Απογοήτευση..
Πρόσωπα αδιάφορα, με έντονα χρώματα από το μακιγιάζ, περίεργα χτενίσματα , τεράστια καπέλα, κούκλες που κινιόταν μηχανικά και προσεκτικά , βλέμματα νεκρά,χαμόγελα ψεύτικα και φυσικά χωροφύλακες, πολλοί χωροφύλακες,
Ακόμη έχω την γεύση του γεγονότος..
Φόβος και απέχθεια...

Η μεγάλη απόσταση, ο φόβος ότι θα πέσω πάνω σε καμιά βασιλική άφιξη και άρα συγκέντρωση χωροφυλάκων, αραίωσαν σταδιακά την σχέση μου εκείνη με την Σοφάτα.
Θα την ξαναβρώ πολλά χρόνια αργότερα ως μια τρυφερή γιαγιά να ζει μαζί μας τα τελευταία της χρόνια, διηγούμενη την ζωή και τις περιπέτειές της, χαρίζοντάς μας απλόχερα την γλυκύτητα και την ηρεμία ενός τέλους που επέρχεται φυσιολογικά και αναπόφευκτα.

Σχόλια

  1. Katapliktiko, kalitero, polu kalitero ki'apo to proto.
    Pragmatika kai vatheia siginitiko kai gemato apo thravsmata gnision eikonon san ena thavmasto mosaiko pou eide kaneis se oneiro. Epeimeno se afti tin oneiriki diastasi, ti na thimithei kaneis apo ena mosaiko - oso thavmasto ki'an einai afto - pou oneireftike? Afti einai kai i monadiki kritiki mou, oso kai na thavmazo to nevriko kai tilegrafiko, as poume, ifos - elahistes plirofories pou enalasonte grigora san se montage tainias drasis - edo eiparhei iliko gia diigima, an ohi nouvela, kai i ikonomia afti afinei ton anagnosti kapos "pinasmeno" gia ta kommatia tis istorias pou den emathe telika: Pos eftasan telika oi agelades stin thessaloniki, apo poia meli tis oikogenias, alithia afti i megali kai nefelodis oikogenia apo poious apartizetai, pos einai diaforetiki i ainia oikogenia gia tin sofata kai gia ton anagnosti, pos perasan oi agelades - gia na perioristoume stis agelades - apo ta sinora tis polis sto ipogeio, apo poious dromous kai me poies staseis, kai ti simenei alitheia to na frontizeis agelades - esto kai elahistes plirofories tha arkousan - gia tos anagostes pou den etihe mehri tora na to kanoun. To xero oti apotailoun miopsifia alla ehoun ki'aftoi ta dikaiomata tous. Gia na min egatalipso amahiti tis agelades tha prepei na toniso tin elpsi pliroforion se shesi me tin teliki timi polisis tous, poia itan afti kai fisika ti antiprosopeve to antitimo se evro i dolaria i kotes. Ipervalo ligaki alla to kano me kalo skopo, emena pou ta logotehnika eidola mou einai o Chekhov kai o Carver, protathlites kai oi dio mias koftis kai xeris grafis pou dinei mono tis aparaitites plirofories, mou fenaite oti edo kati lipei. Isos kati polu megalo ga na to diahiristei i mnimi moni tis, alla kaneis den eipe oti i sigrafi einai mono mnimi. Gia ola a alla eiparhei i fantasia, alloios ti tha grafame - kai tha zografizame - emeis oi triantarides?

    Filia

    V.

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Den skopeva na apantiso.Giati den thelo na blekso sto haos ton comments.
    Simera omos,sibtomatika diavasa enan titlo ke enan ipotitlo,pou teriazoun apolita,tharis ke graftikan gia tin periptosi sou (mas).
    O titlos: Oi anthropi ine to parelthon,ta sinesthimata ke ta pathi tous.
    O ipotitlos: O sigrafeas anatheti ston anagnosti na siblirosi ta kena tiw afigisis na vri osa skopima menoun ekso apo to kimeno.

    Poli kalo.den symfonis;
    Ke mono apo tin parathesi ton oson theoris oti paraliftikan,boris na syberanis ti perithorio fantasias lbro sou afino..

    Plaka kano vevea
    An ke meno me tin amfivolia ti akrivos thelis na pis

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου