ΤΕΧΝΗ ΚΑΙ ΜΕΤΑΝΑΣΤΕΥΣΗ : 2004 Θεσσαλονίκη - 2006 Λούβρο

Μια εκδήλωση «επικοινωνίας μεταξύ των τεχνών» συνδεδεμένη με «τις οδύνες, αλλά και τις ανταμοιβές του ξεριζωμού, της εξορίας και της μετανάστευσης», πραγματοποιήθηκε στο Λούβρο με την ευθύνη της Τόνι Μόρισον, της Αμερικανίδας συγγραφέα και νομπελίστα, ύστερα από πρόσκληση του Μουσείου.

Θυμήθηκα λοιπόν την έκθεση που οργανώθηκε στην Θεσσαλονίκη, τον Μάϊο του 2004, από το Γραφείο Θεσσαλονίκης του Οργανισμού Προβολής του Ελληνικού Πολιτισμού, με τίτλο «Τέχνη-Μετανάστευση-Ουτοπία», με την επιμέλεια του Χρήστου Σαββίδη, πάνω ακριβώς στο ίδιο θέμα.

Θα μεταφέρω λοιπόν εδώ μερικούς από τους προβληματισμούς, τις δηλώσεις και τα επιστημονικά κείμενα που συνόδευσαν τα δύο αυτά πολιτιστικά γεγονότα.

Η Τόνι Μόρισον οργάνωσε ένα διακειμενικό πρόγραμμα με τίτλο « το Σπίτι του ξένου»,ένα πρόγραμμα με κέντρο τις οδύνες, αλλά και τις ανταμοιβές του ξεριζωμού,της εξορίας και της μετανάστευσης, με αφετηρία την «Σχεδία της Μέδουσας», τον πίνακα του Τεοντόρ Ζερικό, που απεικονίζει απελπισμένους, να προσπαθούν να μείνουν πάνω στην σχεδία, που πλέει αβοήθητη στην φουρτουνιασμένη θάλασσα.

Για την Μόρισον η εικόνα αυτή είναι « η τέλεια προβολή της μοίρας των εκατομμυρίων ανθρώπων, που περιπλανώνται σε αναζήτηση μιας νέας εστίας, σαν νομάδες ανάμεσα στην απελπισία και την ελπίδα, την ανάσα και τον θάνατο».

Η Μόρισον, δεν περιορίστηκε στην συνάντηση καλλιτεχνών από διάφορες χώρες.Προχώρησε περισσότερο και μέσα από ένα δημιουργικό διάλογο, μετατρέποντας ή επεκτείνοντας την αρχική ιδέα, σε συνάντηση και διαφόρων τεχνών.Τελικά ήταν αυτό που κυριάρχησε στα επόμενα γεγονότα.
Σύμφωνα με τον πρόεδρο του Μουσείου του Λούβρου Ανρί Λουαρέτ «το πείραμα εκόμισε μια αντισυμβατική ανάγνωση της ιστορίας της τέχνης, την δυνατότητα διεξόδου από τη μία και μοναδική φωνή».

Στην Θεσσαλονίκη η ιδέα της Isabelle Cornaro, συζητήθηκε διεξοδικά, ταξίδεψε προς πολλούς αποδέκτες και διαμορφώθηκε σχεδόν συλλογικά.

Ο Χρήστος Σαββίδης, ο επιμελητής της έκθεσης εκείνης έγραψε σχετικά:
«Οι καλλιτέχνες επέλεξαν καλλιτέχνες,αποφάσισαν οι ίδιοι για το δικό τους έργο, για τον τρόπο με τον οποίο θα προσέγγιζαν το θέμα. Τυπικό κριτήριο: οι καλλιτέχνες να βιώνουν την κατάσταση της μετανάστευσης, ή το έργο τους να αναφέρεται σ αυτήν».
Παρ όλα αυτά η σχέση μετανάστευσης και τέχνης, οι επιρροές, οι υπόγειες σχέσεις και αποκλίσεις,οι εμπειρίες και η «γλώσσα» που μεταφέρεται καθώς ο καλλιτέχνης μετακινείται, η παράλληλη πραγματικότητα του καλλιτέχνη νομά, διατήρησαν την κυρίαρχη παρουσία τους.
Στον Κατάλογο της Έκθεσης της Θεσσαλονίκης «Τέχνη-Μετανάστευση-Ουτοπία» διαβάζουμε:
«Στο επίπεδο της συλλογικής συνείδησης ο μετανάστης ήταν απρόσωπος, μονάδα μιας συνολικής κοινωνικής και οικονομικής «αιμορραγίας». Η τέχνη, ως από μηχανής θεός, ανέλαβε το έργο της έντεχνης προσωποποίησης του μετανάστη, ο οποίος είχε και έχει τα δικά του προβλήματα.Αναγκάζεται να επικοινωνήσει σε μια άλλη νοοτροπία, έναν άλλο τρόπο ζωής και,πολύ συχνά,να συνηθίσει τις εξαιρετικά διαφορετικές κλιματολογικές συνθήκες. Ο μετανάστης γίνεται «ορατός»
«μέσα από σύγχρονες, ευρηματικές κατασκευές, πίνακες ζωγραφικής και βίντεο, οι καλλιτέχνες της μετανάστευσης εκφράζουν τα όνειρα, τα προβλήματα,τις δυσκολίες αλλά και τις πηγές έμπνευσης και δυνατότητες δημιουργίας που προσφέρουν τα ταξίδια».

Η Μαρία Τσαντσάνογλου έγραψε:

« Η λέξη «μετανάστευση» είναι φορτισμένη με τη ζωτική ανάγκη της εσπευσμένης μετακίνησης από ένα τόπο σ έναν άλλο. Οι λόγοι μπορεί να είναι πάρα πολλοί: οικονομικοί, πολιτικοί,ιδεολογικοί, ένας πόλεμος,ένας διωγμός. Αλλά και ένας έρωτας επίσης.Υπάρχουν καλλιτέχνες που μεταναστεύουν για να αναζητήσουν ελευθερία έκφρασης.Άλλοι που ταξιδεύουν για να μπορέσουν μέσα από έναν καταιγισμό άχρηστων πληροφοριών να βρουν, επιτέλους,δύο λέξεις προσωπικής έκφρασης».

« Η κοινωνική αγωνία ενός λαού συμπλέκεται με την προσωπική αγωνία του καλλιτέχνη κι εξάλλου ο πραγματικός τόπος της ζωής δεν μπορεί να χαράξει κοινά μονοπάτια με τον πνευματικό τόπο δημιουργίας.Είναι σα να ταξιδεύεις σ ένα πλοίο και να βλέπεις ένα άλλο πλοίο να ετοιμάζεται επικίνδυνα να σχηματίσει ορθή γωνία με το δικό σου, μόνο που η επικείμενη αυτή σύγκρουση δε θα έχει άμεσο κοινωνικό αντίκτυπο, γιατί πρόκειται για μια γωνία στο χώρο και στον χρόνο, κάπως στερεομετρική. Στην πραγματικότητα τα δύο πλοία δεν συναντιούνται ποτέ. Εάν συνυπολογιστεί και το βάρος της προσφυγιάς, τότε η σύγκρουση έχει μια επί πλέον συναισθηματική φόρτιση και γίνεται ακόμη πιο οδυνηρή».

Μιλώντας για τον μετανάστη, τον φυγά τον πρόσφυγα της εποχής μας, ασφαλώς αναφερόμαστε σε ένα πολύ πιο σύνθετο κοινωνικό πολιτικό και οικονομικό φαινόμενο, που ταράζει τα όνειρα των κρατών υποδοχής τους, και αναδεινύει δυστυχώς τις αδυναμίες των σύγχρονων δυτικών δημοκρατιών, να συλλάβουν το φαινόμενο και να ανταποκριθούν με τόλμη και αλληλεγγύη στις πιεστικές απαιτήσεις του.

Φαίνεται όμως, ότι η τέχνη το επιχειρεί και συχνά το επιτυγχάνει.

Σχόλια