ΥΦΑΝΕΤ Αριθμ. 5 - Το σκληρό πόκερ της Εθνικής Τράπεζας

Η ανακοίνωση της απόφασης του ΚΑΣ για την απ ευθείας αγορά από την Εθνική Τράπεζα της ΥΦΑΝΕΤ και την εγκατάσταση εκεί του ΚΜΣΤ, του Μουσείου Φωτογραφίας του Κέντρου Σύγχρονης Τέχνης και του Μουσείου Design και οι επίσημες κυβερνητικές ανακοινώσεις στην συνέχεια, φαίνεται ότι γράφουν τον ουσιαστικό επίλογο της υπόθεσης «ΥΦΑΝΕΤ».

Και προς στιγμήν μου φάνηκε εντελώς παράλογο, να συνεχίσω μια αναδρομή στην ιστορία της διεκδίκησής της, αφού ουσιαστικά έχανε κάθε ενδιαφέρον, ή καλύτερα νέα δεδομένα, περισσότερο σημαντικά, αυτά που αναφέρονταν στις επόμενες κινήσεις και τις επόμενες ημέρες, θα απασχολούσαν την προσοχή όλων εκείνων, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο νοιάζονται για τα θέματα αυτά.

Από την άλλη συνεχίζω να πιστεύω αυτό, που καθημερινά επιβεβαιώνεται σχεδόν παντού, πως κάθε σημερινή εξέλιξη, είναι αναπόφευκτα συνυφασμένη με το παρελθόν της, με την διαδρομή των μικρών ή μεγαλύτερων ζητημάτων που συνδέθηκαν μ αυτήν και- το κυριότερο- εμπεριέχονται στο σήμερα , θα το επηρεάζουν και θα το διαμορφώνουν.
Αυτό νομίζω ότι θα προκύψει από το τελευταίο για την ΥΦΑΝΕΤ Σημείωμά μου

Στο προηγούμενο Σημείωμα του Σεπτεμβρίου άφησα την διήγηση για την ΥΦΑΝΕΤ, στην στιγμή, που ο νέος Διοικητής της Εθνικής Τράπεζας Γιώργος Μίρκος, μια μεγάλη αλεπού των διαπραγματεύσεων, εμφανίζεται στο προσκήνιο.
Έχει κερδίσει τις εκλογές το ΠΑΣΟΚ και ο Ανδρέας Παπανδρέου διορίζει τον έμπιστο φίλο του στο κρίσιμο πόστο του Διοικητή της Εθνικής Τράπεζας.

Ο Γ.Μίρκος ενημερώνεται για την κινητικότητα που αναπτύσσεται στην Θεσσαλονίκη σχετικά με την ΥΦΑΝΕΤ, αλλά ταυτόχρονα ενημερώνεται και για τα σχέδια της Εθνικής να «αξιοποιήσει» αυτό το εξαιρετικό αστικό φιλέτο των 11 στρεμμάτων στην καρδιά της αναπτυσσόμενης Ανατολικής Θεσσαλονίκης.

Δεν γνωρίζω αν έχει προηγουμένως συνεννοηθεί πολιτικά και με τον Ανδρέα Παπανδρέου για το πως θα κινηθεί. Πιθανολογώ πως όχι, τουλάχιστον στην φάση εκείνη. Αυτό το συμπεραίνω από το γεγονός, πως σε προσεχή άφιξή του στην Θεσσαλονίκη ο τότε Πρωθυπουργός μεταξύ των έργων της Θεσσαλονίκης , ανακοινώνει και την ίδρυση - εγκατάσταση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στην ΥΦΑΝΕΤ.
Αλλά η εξέλιξη των γεγονότων- και η σημερινή οριστική λύση του θέματος αποδεικνύουν πως η Εθνική τράπεζα είχε άλλα στο νου της.

Τον Μάρτιο του 1994 δέχομαι ένα τηλεφώνημα από το Γραφείο του Διοικητή της Εθνικής, ότι ο Γ. Μίρκος θα βρίσκεται στην Θεσσαλονίκη και επιθυμεί να έχει μια συνάντηση μαζί μου για την ΥΦΑΝΕΤ.
Η συνάντηση πραγματοποιείται στο ξενοδοχείο ΗΛΕΚΤΡΑ ΠΑΛΛΑΣ και εδώ θα επισημάνω τι συζητήθηκε, από το χειρόγραφο των «πρακτικών» της, που με ημερομηνία 22/3/94 βρήκα στο αρχείο μου.

Είχαν προηγηθεί και άλλες συναντήσεις του με τους Ευθυμιάδη, Κουρτέση, Μπουτάρη κλπ, στους οποίους παρουσίασε την πρόταση της Εθνικής Τράπεζας να ιδρυθεί στην Θεσσαλονίκη και να στεγαστεί εκεί, ένα «Βαλκανικό Συνεδριακό Κέντρο» και ένα «Κέντρο Εκπαίδευσης στελεχών Τραπεζών από τις Βαλκανικές χώρες.

Η «Βαλκανική ματιά» της Θεσσαλονίκης, ήταν τότε στην αποθέωσή της.

Παρ όλα αυτά ισχυρίστηκε, σε μένα τουλάχιστον, ότι η Εθνική βρίσκεται σε σύγχυση, αφού δεν μπορεί να εκτιμήσει προς τα που κινείται το ενδιαφέρον της πόλης, μια και ακούει διάφορα από διαφορετικές κατευθύνσεις. Τα κατοπινά γεγονότα βέβαια έδειξαν ξεκάθαρα ότι η Εθνική τράπεζα είχε ένα και μοναδικό στόχο. Να παραμείνει στα χέρια της με οποιαδήποτε χρήση το ακίνητο, ή τουλάχιστον το μεγαλύτερο μέρος του και πάντως να μην αποστερηθεί αυτού του περιουσιακού στοιχείου.

Επικαλέστηκε ακόμη ότι η σύγχυση στην πόλη είναι τόσο μεγάλη, ώστε ο τότε Δήμαρχος Κ. Κοσμόπουλος να πιστεύει ότι «το έργο αρχίζει»..

Όταν του ανέπτυξα την ιδέα μου, ή μάλλον τις ιδέες μου για την στέγαση εκεί ένος μεγάλου «Εικαστικού Κέντρου», που θα φιλοξενεί το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, την «Πινακοθήκη Μακεδονίας», την γνωστή εξαγγελία του Βρανόπουλου, την «Δημοτική Πινακοθήκη» κλπ και κατάλαβε ότι δεν υπήρχε καμιά προσέγγιση με αυτά που ο ίδιος προετοίμαζε, μου ζήτησε να επαναλάβουμε την συνάντηση στην Αθήνα με μια Επιτροπή ευρύτερη, ώστε να εξασφαλιστεί η βεβαιότητα ότι οι σχετικές συζητήσεις κάλυπταν τα ενδιαφέροντα της πόλης.

Έχει σημασία να σημειώσω εδώ την τελική του δήλωση: «Η Εθνική Τράπεζα κα θα κινηθεί αποκλειστικά με γνώμονα «τις ανάγκες και το ενδιαφέρον της πόλης».

Ακολούθησε η συνάντηση στην Αθήνα, όπου πήγαμε έχοντας τις αποφάσεις του Δ.Σ. της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας στον σχετικό φάκελο. Στην αντιπροσωπεία εκείνη μετείχαν ο Δημήτρης Φατούρος, ο Γιάννης Μπουτάρης, ο Μίλτος Παπανικολάου και ο υπογράφων.
Πριν την κάθοδό μας πραγματοποιήθηκε μια επιτόπια επίσκεψη στο συγκρότημα της ΥΦΑΝΕΤ και εκεί αποκαλύφθηκε ότι στο συγκρότημα υπήρχε ακόμη σε κατάσταση εγκατάλειψης μέρος του παλαιού βιομηχανικού εξοπλισμού, παλαιά έντυπα, βιβλία, ανακοινώσεις και άλλες έγγραφες μαρτυρίες.
Θεώρησα καλό να ενημερώσω γι αυτό την κ. Λία Περατικού στο γραφείο του Γ.Μίρκου και μάλιστα της υπέδειξα ότι τον μεν εξοπλισμό θα μπορούσε να διαθέσει στο Τεχνικό Μουσείο Θεσσαλονίκης, το δε έγγραφα κλπ στο Κέντρο Ιστορίας. Ομολογώ πως δεν έμαθα την συνέχεια.

Στην συνάντηση λοιπόν της Αθήνας ο Γ. Μίρκος, χωρίς να διαφωνεί με την φιλοξενία του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης επανέρχεται στην πρόταση της Εθνικής και καταλήγει πως ο χώρος είναι αρκετός ώστε να φιλοξενηθούν και τα δύο, χωρίς αυτό να είναι όμως η οριστική του απόφαση.

Στο μεταξύ υπάρχουν θεσμικές εξελίξεις σχετικά με το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης. Ο Θάνος Μικρούτσικος αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού, που παίρνει από την Μελίνα ένα μεγάλο μέρος των αρμοδιοτήτων της, μεταξύ των οποίων και αυτήν για την ...Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ανακοινώνει στην διάρκεια Συμποσίου του Πανελληνίου Συνδέσμου Αιθουσών Τέχνης, την ίδρυση «Εθνικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης» στην Αθήνα, χωρίς οποιαδήποτε μνεία για την Θεσσαλονίκη..

Το γεγονός προκαλεί έκπληξη και διαμαρτυρίες και το Δημοτικό Συμβούλιο της Θεσσαλονίκης που καλείται να συζητήσει το θέμα αποφασίζει ομόφωνα , επικαλούμενο την επερχόμενη Πολιτιστική Πρωτεύουσα, τις αποφάσεις του 1986 και την σχετική προετοιμασία, ζητάει με ψήφισμά του, την ίδρυση του Μουσείου στην Θεσσαλονίκη.

Στις αρχές Αυγούστου του 1994, η Τεχνική υπηρεσία της Πολιτιστικής ετοιμάζει ένα «Λεύκωμα», στο οποίο εντάσει τις αποφάσεις τόσο του Οργανισμού για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, όσο και αυτές του Δημοτικού Συμβουλίου και άλλων φορέων της Θεσσαλονίκης, σχέδια, πίνακες κλπ και αποστέλλεται στον Διοικητή της Εθνικής.

Στις 22 Αυγούστου του 1994, ο Γ.Μίρκος απαντάει με μια μακροσκελή επιστολή του, σημειώνοντας μεταξύ άλλων:

«Φαίνεται ότι τόσο οι άνθρωποι της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας», όσο και του Δημ. Συμβουλίου, επιθυμούν την δημιουργία του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης. Έτσι, οι τελευταίες αναλύσεις μου πάνω στην δημιουργία «Πνευματικού Κέντρου» δεν φαίνεται να έχουν ελπίδες υιοθέτησης και πιστεύω απόλυτα ότι η Θεσσαλονίκη χάνει μια μοναδική ευκαιρία. Και όπως γνωρίζετε-γιατί το έχω δηλώσει επανειλημμένως- η Εθνική θα εφαρμόσει αυτό που επιθυμεί ο λαός της Θεσσαλονίκης. Οι πιο πάνω μπορεί να λεχθεί ότι εκφράζουν τη βούληση του λαού της Θεσσαλονίκης».
Αφιερώνει στην συνέχεια μερικές παραγράφους επιχειρηματολογίας υπέρ των δικών του προτάσεων και τονίζει:
«Αλλά πιστεύω απόλυτα ότι οι απόψεις μου δεν έχουν γίνει πλήρως αντιληπτές. Φοβούμαι ότι πιστεύετε πως το σχέδιό μου αποσκοπεί στη δημιουργία ενός «εκπαιδευτικού κέντρου»Θα ήταν μεγάλο λάθος μια τέτοια αντίληψη. Θέλω να δημιουργηθεί ένα διεθνούς-επαναλαμβάνω-
Προβολής Κέντρο, «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο», με μετάκληση ξένων διεθνούς κύρους καθηγητών και συγκέντρωση του απόδημου πνευματικού κόσμου μας. Ένα εθνικό κέντρο, το μοναδικό στην χώρα μας....»
«Τις τελικές απόψεις σας θα πρέπει να μου γνωρίσετε, αφού λάβετε υπόψη και ένα άλλο σημαντικό οικονομικό στοιχείο. Η επιδότηση, με κοινοτικούς πόρους, του προγράμματος του Πνευματικού Κέντρου είναι πολύ ευχερεστέρα από αυτή του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και το θέμα της συγκρότησης αλλά και περαιτέρω επιβίωσης του Κέντρου είναι, όπως γνωρίζετε, το υπ αριθμόν ένα πρόβλημα του όλου έργου».


Κτυπούσε με τον τρόπο αυτόν την «αχίλλειο πτέρνα» της υπόθεσης εκείνης, που όπως φαίνεται γνώριζε καλά, δηλ. την ύπαρξη δυνάμεων και μέσα στην Πολιτιστική, που δεν έβλεπαν με καλό μάτι ούτε την ιδέα του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ούτε την κατεύθυνση για την ΥΦΑΝΕΤ, ούτε τέλος την αναγραφή κονδυλίου για το έργο αυτό στον προϋπολογισμό των έργων της Πολιτιστικής.

Με απλά λόγια ζητούσε ένα συμβιβασμό, μια «συμβίωση» των δύο προτάσεων και όπως έδειξαν τα γεγονότα και οι εξελίξεις ήξερε τον τρόπο να το επιβάλει.

Ταυτόχρονα χρησιμοποιούσε κάθε μέσο ώστε η πρότασή του να γίνει δελεαστική, αφού θα ήταν και η μόνη που θα επέτρεπε να δούμε το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης και να το δούμε εγκατεστημένο στην ΥΦΑΝΕΤ.

Από την άλλη όμως γνώριζε εξ ίσου καλά τα «βάρη» του εργοστασιακού συγκροτήματος, που δεν του επέτρεπαν να αποκτήσει την πραγματική του αξία.
Το εργοστάσιο είχε κηρυχθεί διατηρητέο , η γη είχε χαρακτηριστεί ως χώρος για σχολεία και το ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής προέβλεπε ένα δρόμο που διέσχιζε κάθετα το μεγάλο οικόπεδο.

Γνώριζε επίσης πολύ καλά πως χωρίς την συμβολή της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας και του Δημοτικού Συμβουλίου αυτοί οι χαρακτηρισμοί δεν είχαν οποιαδήποτε ελπίδα αλλαγής.

Είχε, δυστυχώς, και μια εξ ίσου άριστη ενημέρωση, για τις διαφωνίες στο εσωτερικό της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας. Ότι η ιδέα ίδρυσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης δεν είχε γίνει ποτέ δεκτή από το σύνολο των μελών του Δ.Συμβουλίου. Αυτό φάνηκε άλλωστε αργότερα, όταν ξεκίνησαν οι σχετικές διαδικασίες για την άτυπη ίδρυσή του από την Πολιτιστική. Κοντά σ αυτά πρέπει κανείς να συνυπολογίσει και την αδυναμία να εξευρεθούν στο σύνολό τους τα αναγκαία για την διαμόρφωση του εργοστασίου σε Μουσείο κονδύλια.

Κινήθηκε λοιπόν με μεγάλη μαεστρία, προς κάθε κατεύθυνση. Στον επιχειρηματικό κόσμο προτείνει ένα θολό αλλά ελκυστικό, αν και συχνά μεταβαλλόμενο, επιχειρηματικό-εκπαιδευτικό «Κέντρο». Με τον Κοσμόπουλο διατηρεί επαφή, αλλά καθαρά τυπική, περιμένοντας να διαμορφωθούν οι καταστάσεις. Το ότι μετέχω και εγώ στην υπόθεση ως μία εκ των «πλευρών», οφείλεται στο γεγονός πως γνωρίζει ότι εκπροσωπώ εκείνους που παραμένουν σταθερά στην ιδέα της ίδρυσης Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και την στέγασή του στην ΥΦΑΝΕΤ.

Αλλιώς δεν εξηγούνται οι προσπάθειές του να με μεταπείσει.
Το τελευταίο του επιχείρημα, ήταν το «Ανοιχτό Πανεπιστήμιο», ένα είδος πρόδρομου Ιδιωτικού Πανεπιστημίου, αν κανείς διαβάσει την σχετική περιγραφή. Το συνοδεύει με την δήλωση ότι κάτι τέτοιο έχει καλύτερες δυνατότητες χρηματοδότησης από εκείνες ενός Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης..

Στο σημείο αυτό πρέπει να πάρουμε υπόψη το επίμονο αίτημα των κατοίκων της περιοχής, που ζητούν από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα να αναλάβει πρωτοβουλία, για μια παρέμβαση, που θα μπορούσε να απαλλάξει τα παιδιά τους από τους καθημερινούς- και πραγματικούς- κινδύνους και την καθημερινή ζωή τους από τον αφόρητο σκουπιδότοπο που είχε καταντήσει το συγκρότημα.
Με λίγα λόγια, όλοι κάτι ήθελαν, κάτι επεδίωκαν.
Μόνο όταν ο Ανδρέας Παπανδρέου αναγγέλλει το Μουσείο και την στέγασή του στην ΥΦΑΝΕΤ, ο Γ. Μίρκος θα κάνει πίσω. Αλλά μόνο ένα βήμα.

Θα επιδιώξει ένα συμβιβασμό. Μουσείο εσείς, «Ίδρυμα Πολιτισμού και Οικονομικής Ανάπτυξης» η Εθνική και από κοντά μια νέα ιδέα , η στέγαση του νεοσύστατου και πολλά υποσχόμενου ΣΑΕ (Συμβουλίου Απόδημου Ελληνισμού).

Οι τεχνικές και οικονομικές υπηρεσίες της Εθνικής με την βοήθεια και της νομικής υπηρεσίας, αναλαμβάνουν να «διαχειριστούν» την υπόθεση, ώστε να οδηγηθούμε στην λύση εκείνη.

Η Πολιτιστική και ο Δήμος σε συνεργασία με τους εμπλεκόμενους φορείς αναλαμβάνουν να δώσουν λύση στα προβλήματα των δεσμεύσεων του χώρου και η Εθνική να παραχωρήσει μέρος του συγκροτήματος για την διαμόρφωσή του και την στέγαση ενός Μουσείου, αυτόνομου, στην χρήση του οποίου θα παραδινόταν και ο εξαιρετικά πλούσιος σε πράσινο ελεύθερος χώρος. Ένα Μουσείο 6.500 τ.μ. κτίσματος, που θα στέγαζε εκθεσιακούς χώρους, εργαστήρια, βιβλιοθήκες, διοικητικούς χώρους, υπόγειο πάρκινγκ κλπ. Η Εθνική θα ανελάμβανε και το κόστος των σχετικών μελετών και κυρίως των κατασκευών.

Τον Σεπτέμβριο του 1994, λοιπόν η Πολιτιστική με απόφαση του Διοικητικού της Συμβουλίου αποδέχεται τον συμβιβασμό και αποστέλλει στην Εθνική την σχετική απόφαση, με σκοπό να οριστικοποιηθούν οι σχετικοί όροι και να υπογραφεί η Προγραμματική σύμβαση.

Περνούν 4 μήνες και δεν ακούγεται τίποτε. Και τότε ανακαλύπτω τυχαία, δεν θυμάμαι πως, ότι η Εθνική Τράπεζα έχει υπαναχωρήσει και έχει αποστείλει σχετική επιστολή στην Πολιτιστική, η οποία όμως δεν εμφανίστηκε εγκαίρως, με την οποία δηλώνει ότι ουδέποτε η Εθνική ανέλαβε την υποχρέωση της χρηματοδότησης των κατασκευών, αλλά μόνο των πρώτων εξόδων οργάνωσης των μελετών και ότι εδόθη εντολή στους συνεργάτες της Τραπέζης, να βρίσκονται σε επαφή με τον Οργανισμό για να «δρομολογηθεί μια συνεργασία ώστε οι δημιουργικές ιδέες σας να αξιοποιηθούν με τον καλύτερο τρόπο»..

Ουσιαστικά πλήρης υπαναχώρηση. Γιατί τι σήμαινε να δρομολογηθεί μια συνεργασία ώστε οι «δημιουργικές ιδέες σας να αξιοποιηθούν κατά το καλύτερο τρόπο»; Παρά ότι θα αρχίσουμε να συζητάμε, θα δούμε τις ιδέες σας και τις «δημιουργικές» θα τις αξιοποιήσουμε;

Διαμαρτυρήθηκα στο Δ.Σ. με επιστολή μου της 13 Ιανουαρίου 1995, γιατί δεν ενημερωθήκαμε γι αυτήν την πλήρη ανατροπή, γιατί όπως φαίνεται το Μουσείο σίγουρα δεν ανταποκρινόταν στην αντίληψη της Εθνικής περί «δημιουργικής ιδέας»!
Στην επιστολή μου εκείνη θεώρησα αναγκαίο να επισημάνω μεταξύ των άλλων:

«Το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης είναι κορυφαίο έργο πολιτιστικής υποδομής και αίτημα της Θεσσαλονίκης εδώ και δεκαετίες. Είναι συνεπώς αδιανόητο να εγκαταλείπεται η ανάγκη και η υποχρέωση ανέγερσής του στις αβεβαιότητες, στις αρνήσεις και στους συμβιβασμούς που μας υπέβαλε η Εθνική Τράπεζα, χωρίς καν να τηρήσει και τους στοιχειώδεις όρους που προσδιορίζει η απόφαση του Διοικ. Συμβουλίου».
«Ο διάλογος για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης στη Θεσσαλονίκη ήταν πάντα δημόσιος. Ημερίδες, συναντήσεις άρθρα, προτάσεις, έδωσαν αυτή την διάσταση. Θεωρώ απαράδεκτο ότι σήμερα, με την Θεσσαλονίκη να ετοιμάζεται ως Πολιτιστική Πρωτεύουσα της Ευρώπης για το 1997, η υπόθεση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης να γίνεται αντικείμενο συζητήσεων στο παρασκήνιο, ή στο περιθώριο και η δημιουργία του να εξαρτάται από την αποδοχή ή μη της ιδέας από την Εθνική Τράπεζα».
«Στο πρόγραμμα έργων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, που πρόσφατα εγκρίθηκε και για το ποίο δημοσίως δεσμεύτηκε ο υπουργός ΠΕΧΩΔΕ κ. Λαλιώτης, προβλέπονται κονδύλια ύψους 2 δις. Δρχ. για το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.».
«Είναι φανερό ότι το Δ. Συμβούλιο του Οργανισμού πρέπει να επανεξετάσει το κρίσιμο αυτό θέμα, ακόμη και αν χρειαστεί, να προσανατολιστεί σε άλλο χώρο στέγασης, όπως το Λιμάνι, το οποίο με την δέσμευση του κ. Λαλιώτη αναγορεύεται σε ένα από τα σημαντικότερα έργα πολιτιστικής υποδομής στη Θεσσαλονίκη».


Όπως ήταν αναμενόμενο το Δ. Συμβούλιο έμεινε έκπληκτο από τις εξελίξεις, αλλά με νέα απόφασή του διαδηλώνει την εμμονή του να διεκδικήσει την ΥΦΑΝΕΤ, ακόμη και μετά την αλλαγή των διαθέσεων της Εθνικής.
Και έτσι αρχίζει ένας μαραθώνιος κυριολεκτικά νέων διαπραγματεύσεων, συζητήσεων, προτάσεων και αντιπροτάσεων.
Στην υπόθεση παρεμβαίνουν και τα τεχνικά γραφεία, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο, είχαν ήδη εμπλακεί στην ανάθεση της προμελέτης.

Εδώ θα κάνω ένα μικρό διάλειμμα και θα ανοίξω ένα κεφάλαιο, αυτό της «ίδρυσης» του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης από τον Οργανισμό της Πολιτιστικής.
Οι λόγοι είναι σαφείς φαντάζομαι. Διεκδικούμε την ΥΦΑΝΕΤ , ή τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα του εργοστασιακού συγκροτήματος και ολόκληρο τον ελεύθερο χώρο, για την στέγαση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, που όμως δεν υπάρχει. Και δεύτερο , η βασική πολιτική επιλογή της Πολιτιστικής ήταν η ταυτόχρονη με την εξέλιξη των έργων υποδομής, διαμόρφωση των πολιτιστικών οργανισμών που θα φιλοξενούνταν εκεί. Να πορεύεται παράλληλα η εξέλιξη του έργου με την οργάνωση και ισχυροποίηση του νέου φορέα.
Η ίδρυση συνεπώς του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, του Μουσείου Κινηματογράφου, της Όπερας, του Μουσείου φωτογραφίας κλπ, συνοδευόταν από την απόφαση οι φορείς αυτοί να αναλάβουν το κύριο βάρος της επιλογής και οργάνωσης των προγραμμάτων της Πολιτιστικής, που ανήκαν στο πεδίο της αρμοδιότητάς τους. Και ακόμη να εξασφαλίζεται σταδιακά ο εμπλουτισμός τους με συλλογές, μέσω αγορών συλλογών, μεμονωμένων έργων κλπ.

Στις 20 Ιουνίου 1995 συντάσσω και υποβάλλω στο Δ.Σ, της Πολιτιστικής μια εισήγηση με θέμα «ΤΟ ΜΟΥΣΕΙΟ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ- Συγκρότηση Συμβουλευτικής –Οργανωτικής Επιτροπής», όπου αφού γίνεται μια περιληπτική αναφορά στο ιστορικό της διεκδίκησης για ίδρυση Μουσείου στην Θεσσαλονίκη, τονίζεται:

«Οι θετικές εξελίξεις γύρω από το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μας υποχρεώνουν να προχωρήσουμε στο δεύτερο κρίσιμο βήμα, αυτό δηλαδή της αντιμετώπισης των θεσμικών ζητημάτων, του χαρακτήρα, τηςε διοίκησης κλπ.»

Στην συνέχεια προτείνονται ως μέλη της Συμβουλευτικής Επιτροπής οι:
Ε.Δημητρέας, Κ.Δομπούλας, Κ.Καμπαδάκης, Κ.Κιλεσοπούλου, Γ. Κονταξάκης, Κ.Λαχάς, Ν.Λοϊζίδη, Τ.Μακρή, Π. Μαρτινίδης, Μ. Παπανικολάου, Δ. Πιερίδης, Ξ. Σαχίνης, Γ. Τσούτσιας, Ξ. Χόϊπελ και Ντ. Χριστιανόπουλος.
Κύριο έργο της Επιτροπής:
Η παροχή συμβουλών κατά την διάρκεια και την διαδικασία της μελέτης για το υπό ανέγερση Μουσείο
Η οργάνωση διεθνούς Ημερίδας για το χαρακτήρα, και το θεσμικό πλαίσιο του Μουσείου
Με τον τρόπο αυτό ισχυροποιήθηκε κατ αρχήν η πλευρά που υποστήριζε την «ίδρυση-ανέγερση» του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, θωρακίστηκε με θέσεις, απόψεις και επιχειρήματα, κινητοποιήθηκε ένας σημαντικός αριθμός προσωπικοτήτων της εικαστικής ζωής της πόλης.
Κλείνω την παρένθεση αφού σημειώσω πως σε προσεχές «Σημείωμα» θα αναφερθώ σε μια ιδιαίτερης σημασίας δράση αυτήν της μαζικής αγοράς έργων Τέχνης των καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκης.

Πίσω στην ΥΦΑΝΕΤ λοιπόν.

Οι τεχνικές και νομικές υπηρεσίες Εθνικής Τράπεζας και Πολιτιστικής, ο Τεχνικός Σύμβουλος της Πολιτιστικής και τα ενδιαφερόμενα τεχνικά γραφεία, μπαίνουν σε μια διελκυστίνδα συνεχών συζητήσεων, ανατροπών και διαπραγματεύσεων, διεκδικώντας ο καθένας τα συμφέροντά του.

Διαπραγματεύσεις δύσκολες, με τον χρόνο να δουλεύει εις βάρος της πρότασης για την ΥΦΑΝΕΤ, γιατί καραδοκεί πάντα ο κίνδυνος να προφτάσει το 1997 και να μην έχει αρχίσει το έργο, οπότε ματαιωνόταν , όπως συνέβη άλλωστε και σε άλλες περιπτώσεις του προγράμματος έργων.
Τα κτιριολογικά προγράμματα, τα σχέδια, οι φάσεις εκτέλεσής τους, πηγαινοέρχονται μεταξύ Θεσσαλονίκης και Αθήνας, μεταξύ τεχνικών υπηρεσιών και των Νομικών συμβούλων των δύο πλευρών, σε συνεννόηση με την Οργανωτική Επιτροπή του Μουσείου, που ήταν στην προκειμένη περίπτωση ο άμεσα ενδιαφερόμενος «τεχνικός Σύμβουλος» του έργου.

Τον Ιανουάριο του 1996 οι συζητήσεις φτάνουν σε νέο αδιέξοδο. Στο Διοικ. Συμβούλιο της Πολιτιστικής το κλίμα για την υπόθεση ΥΦΑΝΕΤ και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, εξελίσσεται αρνητικά.
Αναγκάζομαι να απευθυνθώ με προσωπική επιστολή μου στον Διοικητή της Εθνικής τράπεζας. Κρατώ ως επιχείρημα την δημόσια δέσμευση του Ανδρέα Παπανδρέου για την ίδρυση του Μουσείου και την στέγασή του στην ΥΦΑΝΕΤ.

Γράφω λοιπόν στις 22 Ιανουαρίου 2006:

«Με ιδιαίτερη ανησυχία πληροφορήθηκα την εμπλοκή που εμφανίστηκε στην υπογραφή της προγραμματικής σύμβασης μεταξύ ΟΠΠΕ Θ97 και της Εθνικής Τράπεζας.
Ανεξάρτητα από την σοβαρότητα ή την αντικειμενικότητα των προβλημάτων, η υπόθεση αυτή φαίνεται ότι οδηγείται στη ματαίωση.
Στο συμπέρασμα αυτό κατέληξα όταν κατά την διάρκεια συζήτησης επί της πορείας των έργων στο Δ.Σ. του οργανισμού, ο μεν Δήμαρχος κ. Κοσμόπουλος επικαλέστηκε ως δικαιολογία της άρνησής του να συζητήσει μαζί σας, ότι αυτήν την φορά οφείλετε εσείς να επισκεφθείτε την Θεσσαλονίκη, μέλη δε της Επιτροπής Έργων, έκαναν αναφορά σαφή στην προοπτική ματαίωσης του έργου.
Γνωρίζω ότι υπάρχει αυτή η επιδίωξη. Τόσο από την πλευρά του Δήμου, όσο και από άλλες πλευρές (ανταγωνιστικές του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης), επειδή έχει δημιουργηθεί ένα πρόβλημα υπερβάσεων των προϋπολογισμών των έργων και επιδιώκουν να εξασφαλίσουν πιστώσεις για έργα που τους ενδιαφέρουν, ανεξάρτητα από την σημασία τους και την συμβολή τους στην μελλοντική ανάπτυξη της πόλης.
Επειδή θεωρώ πλήγμα για την Θεσσαλονίκη, τον Πολιτισμό και την ανάπτυξη αυτήν την ματαίωση, σας παρακαλώ να επιταχύνετε την υπογραφή της προγραμματικής ,αφήνοντας για το μέλλον τη ρύθμιση των άλλων δευτερευόντων κατά την άποψή μου θεμάτων»


Και το τελευταίο επιχείρημά μου:

«Θα είναι κυριολεκτικά οδυνηρό, ότι το μόνο μεγάλο και τελευταίο έργο που ανήγγειλε στη Θεσσαλονίκη ο Πρόεδρος Ανδρέας Παπανδρέου, θα ματαιωθεί από υπολογισμούς χωρίς ιδιαίτερη σημασία και σκοπιμότητες ανθρώπων, που δεν μπορούν να συλλάβουν τις ανάγκες των καιρών».

Δεν ξέρω τι μεσολαβεί, πάντως οι συζητήσεις ξαναρχίζουν και τον επόμενο μήνα τον Φεβρουάριο του 96 και μετά από υποχωρήσεις και των δύο πλευρών, το Δ.Σ, της Πολιτιστικής καταλήγει σε μια νέα οριστική αυτήν την φορά συμφωνία.
Η Εθνική τράπεζα παραχωρεί τμήμα του εργοστασίου και τον ελεύθερο χώρο, για την ανέγερση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ο Οργανισμός αναλαμβάνει την δαπάνη ανέγερσής του και το ΥΠΕΞ την δαπάνη για την στέγαση των Γραφείων του ΣΑΕ.

Και πάλι προκύπτουν την τελευταία στιγμή προβλήματα νομικού αυτήν την φορά χαρακτήρα. Η συζήτησή τους και η συμφωνία επιτυγχάνεται μόλις των Μάϊο του 96, οπότε εγκρίνεται από το Διοικ. Συμβούλιο το Σχέδιο της Προγραμματικής Σύμβασης και εξουσιοδοτείται επιτροπή να μεταβεί στην Αθήνα και να επιδιώξει την έγκρισή του και από το Δ.Σ. της Εθνικής Τράπεζας.

Νέα εμπλοκή. Η Εθνική προβάλλει νέα αιτήματα ζητεί νέες διευκρινίσεις, νομικού και οικονομικού χαρακτήρα. Επιμένει στην διευκρίνηση της ανάληψης από τον ΟΠΠΕΘ97 όλων των δαπανών ακόμη και αυτών των προμελετών που είχαν ήδη εκτελεστεί κλπ.

Οι συζητήσεις προχωρούν με αργούς ρυθμούς
Στο Αρχείο μου βρίσκω μια επιστολή της Εθνικής με ημερομηνία Ιουλίου του 1996, όπου καταγράφονται αναλυτικά οι σχετικές δαπάνες και η κατανομή τους στα δύο μέρη.

Πιστεύοντας ότι η υπόθεση προχωρεί, το ενδιαφέρον μας τώρα επικεντρώνεται στα θεσμικά ζητήματα του Μουσείου, την οργάνωσή του, τις εκδηλώσεις και κυρίως την σύνταξη και υποβολή ενός σχεδίου Νομοθετικού Διατάγματος για ίδρυσή του.

Τον Δεκέμβριο του 1996, λίγες ημέρες πριν την έναρξη του έτους της Πολιτιστικής, έχει επιτέλους ολοκληρωθεί ο σχεδιασμός του έργου στην ΥΦΑΝΕΤ η προμελέτη του έργου, το κτιριολογικό του πρόγραμμα, που περιλαμβάνει Χώρους υποδοχής κοινού, εκθεσιακούς χώρους. Αίθουσα διαλέξεων ,χώρους εκπαιδευτικών προγραμμάτων, Γραφεία διοίκησης, επιστημονική Βιβλιοθήκη, εργαστήρια συντήρησης, αποθήκες, υπόγειους βοηθητικούς χώρους και πάρκινγκ.

Όπως αποδείχθηκε ήταν πλέον αργά.

Τα έργα του τεχνικού Προγράμματος έτρεχαν ήδη. Η κοινή γνώμη και τα ΜΜΕ, μέσα στο κλίμα των ημερών εκείνων, είχαν ενστερνιστεί την λογική, ότι τα έργα υποστήριζαν το πρόγραμμα των εκδηλώσεων και συνεπώς δεν είχε νόημα η έναρξη εργασιών μέσα στο 1997...

Η ζωή βέβαια έδειξε εντελώς το αντίθετο. Ακόμη και εκείνα τα έργα, που χρειάστηκε να συνεχιστούν και τον επόμενο και τον μεθεπόμενο χρόνο, αποτελούν σήμερα ό,τι πιο σημαντικό έχει να επιδείξει η Θεσσαλονίκη στον τομέα των σύγχρονων υποδομών πολιτισμού. Αυτά όμως αναγνωρίζονται μόλις τώρα, σχεδόν 10 χρόνια μετά.

Στο μεταξύ στο Υπουργείο Πολιτισμού κυριαρχούν νέες ιδέες. Η κατεύθυνση είναι η ανταλλαγή του συνόλου του οικοπέδου με άλλο δημόσιο κτήμα και η αξιοποίηση του συνόλου της ΥΦΑΝΕΤ για την στέγαση του Μουσείου. Το 1998 η τότε υπουργός Πολιτισμού Ελ.Παπαζώη, επισκέπτεται την ΥΦΑΝΕΤ συνοδευόμενη από τον υπογράφοντα και τον Μίλτο Παπανικολάου, ήδη καλλιτεχνικό Διευθυντή του επίσημου πλέον Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και επιβεβαιώνει ότι το ΥΠΠΟ κινείται στην κατεύθυνση της απόκτησης του συνόλου του κτιριακού συγκροτήματος.

Την ποριστική απόφαση για την εξαγορά του βιομηχανικού συγκροτήματος θα την λάβει λίγο αργότερα ο Ε.Βενιζέλος, με την συγκρότηση της Επιτροπής εκτίμησης και την έναρξη των διαπραγματεύσεων με την Εθνική Τράπεζα. Η διαδικασία ολοκληρώθηκε μόλις εφέτος και το Κ.Α.Σ. ενέκρινε τόσο την τιμή εξαγοράς, όσο και την απ ευθείας αγορά από την Εθνική.

Και έτσι ο Γ.Μίρκος κέρδισε την παρτίδα.

Αλλά και το Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης κέρδισε το δικό του στοίχημα Η εγκατάστασή του στην ΥΦΑΝΕΤ θα το αναδείξει σε ένα από τα σημαντικότερα Μουσεία της Ευρώπης.
Η Θεσσαλονίκη θα δει επί τέλους την ανάπλαση και την αξιοποίηση του εγκαταλειμμένου εδώ και δεκαετίες ιστορικού βιομηχανικού συγκροτήματος της ΥΦΑΝΕΤ.
Η Εφορεία Νεωτέρων Μνημείων και ο τεχνικός κόσμος θα δουν ένα ακόμη διατηρητέο βιομηχανικό συγκρότημα να διασώζεται και να αξιοποιείται.

Μπορώ ακόμη με βεβαιότητα να πω, πως όλη εκείνη η δύσκολη περίοδος των διεκδικήσεων, των συζητήσεων, των αγώνων και της αγωνίας, ισχυροποίησε την προσπάθεια ίδρυσης του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης και συνέδεσε την ΥΦΑΝΕΤ με την στέγαση αυτού του Μουσείου, οριστικά και αμετάκλητα.

Σχόλια