ΜΙΑ ΜΑΖΙΚΗ ΑΓΟΡΑ ΕΡΓΩΝ ΤΕΧΝΗΣ-Η πρώτη και μόνη στην Θεσσαλονίκη του 1997

Την αφορμή για το σημερινό «Σημείωμα» μου την έδωσε η «Υπόκλιση» του Κυριάκου Κατζουράκη, που εκτίθεται στο Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, στο πλαίσιο της έκθεσης, που πρόσφατα εγαινιάστηκε, με τον ευρηματικό όσο και το περιεχόμενό της τίτλο, «ΜΕΤΑΜΦΙΕΣΕΙΣ –Θηλυκότητα, ανδροπρέπεια και άλλες βεβαιότητες».

Την έκθεση επιμελήθηκε η Δρ Ιστορίας της Τέχνης Συραγώ Τσιάρα, η οποία στον σχετικό Κατάλογο της έκθεσης σημειώνει :

«Η έκθεση φιλοδοξεί να αναδείξει διαφορετικές πτυχές της διαδικασίας αυτοπροσδιορισμού ανάμεσα στις δυσδιάκριτες περιοχές της αρρενωπότητας και της θηλυπρέπειας στη σύγχρονη ελληνική καλλιτεχνική σκηνή».

Εγχείρημα τολμηρό ,ειδικά για ένα Κρατικό Μουσείο και πολύ περισσότερο για το ΚΜΣΤ, πάνω στο οποίο πέφτει- όπως και να το κάνουμε- βαριά η σκιά της Ρωσικής Πρωτοπορίας...

Η Συραγώ Τσιάρα επιβεβαιώνει και με την δουλειά της αυτή, τις προσδοκίες όλων εκείνων, που εκτίμησαν την συγκρότηση και την εξαιρετική θεωρητική κατάρτισή της, γύρω από την σύγχρονη τέχνη.

Η έκθεση έχει να επιδείξει βέβαια και αδύνατα σημεία.Αλλά αυτό μήπως δεν συμβαίνει πάντοτε;

Κλείνω την παρένθεση.

Μεταξύ των έργων που εκτίθενται λοιπόν, περίοπτη θέση καταλαμβάνει και το έργο του Κυρ. Κατζουράκη «Υπόκλιση», μέρος του σύνθετου έργου του από έντεκα πίνακες,της ενότητας «Προσωπογραφία», που παρουσιάστηκε στο πλαίσιο των εικαστικών εκδηλώσεων της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας το 1997, στην Αποθήκη 1 στο Λιμάνι και δωρήθηκε με το τέλος της Έκθεσης στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα.

Επρόκειτο για μια πτυχή της πολιτικής, που συνόδευε την «ίδρυση» του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης» από την Πολιτιστική Πρωτεύουσα. Να συγκεντρώσει δηλαδή με κάθε τρόπο μια μικρή έστω, αλλά αντιπροσωπευτική συλλογή της σύγχρονης ελληνικής τέχνης, ως «προίκα» για το Μουσείο.
Το επιχείρησε με διάφορους τρόπους.
Διεκδίκησε κληροδοτήματα, ίδρυσε εργαστήρια (Κουνέλης, Μακρή κλπ) των οποίων τα έργα κληροδοτήθηκαν στο Μουσείο, οργάνωσε συνάντηση γλυπτών και τα έργα τους επίσης δόθηκαν στο Μουσείο, ενθάρρυνε τους καλλιτέχνες, που εξέθεταν στην διάρκεια του 1997, να δωρίσουν κάποιο έργο τους, κυρίως όμως επιχείρησε και ξεκίνησε κάτι εξαιρετικά σημαντικό.

Την μαζική αγορά έργων από τους εικαστικούς καλλιτέχνες της Θεσσαλονίκης, στο πλαίσιο ενός τριετούς προγράμματος 1995-1997.
Η σχετική απόφαση του Διοικ. Συμβουλίου του Σεπτεμβρίου του 1995 αναφέρει:

«Εγκρίνει την αγορά έργων Τέχνης, (ζωγραφική,γλυπτική,χαρακτική, φωτογραφία) παραγωγής καλλιτεχνών της Θεσσαλονίκη, συνολικής δαπάνης 50 εκατομμυρίων Δρχ.για το έτος 1995.
Τα έργα θα τοποθετηθούν στους χώρους του κτιρίου του ΟΠΠΕ Θ97 και μετά την 31-12.98 θα παραδοθούν στο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης.
Η αγορά θα επαναληφθεί και τα έτη 1996 και 1997 με αναπροσαρμογή του σχετικού προϋπολογισμού».


Η απόφαση αυτή είναι αφαλώς, από όσο τουλάχιστον εγώ γνωρίζω, η μοναδική ενός δημόσιου φορέα να προχωρήσει σε μαζική αγορά έργων τέχνης, αυτού του προϋπολογισμού.
Η Συμβουλευτική Επιτροπή για την ίδρυση του Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, η οποία κληθηκε να υλοποιήσει την πολιτική αυτή, στην συνεδρίασή της της 29ης Ιανουαρίου 1996, πήρε μια χαρακτηριστική των δυσκολιών του εγχειρήματος απόφαση:

«Αποφασίστηκε να αγοραστούν έργα ύστερα από αυστηρή επιλογή εκ μέρους του ΟΠΠΕ, χωρίς αυτό απαραίτητα να σημαίνει ότι θα αποτελέσουν μέρος της συλλογής του υπό ίδρυση Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης.
Γι αυτό τον σκοπό ορίστηκε επιτροπή από τους κ.κ. Κιλεσσοπούλου, Παπά , Παπανικολάου,Τσούτσα και Χαραλαμπίδη, για να προβεί στις απαραίτητες ενέργειες».


Τον επόμενο μήνα η Επιτροπή, στην οποία προσετέθη και η Σοφία Καζάζη και ύστερα από «επανειλημμένες συνεδριάσεις» καθόρισε το πλαίσιο, τους βασικούς κανόνες και την διαδικασία για την αγορά.
Στα τέλη Μαρτίου ανακοινώνεται στην συνεδρίαση της ολομέλειας της Συμβουλευτικής Οργανωτικής Επιτροπής του Μουσείου, ότι η διαδικασία αγοράς έχει ολοκληρωθεί με βάση τα κριτήρια που είχαν τεθεί , ο δε συντονιστής της ομάδας, που πραγματοποίησε την αγορά, καθηγητής Άλκης Χαραλαμπίδης, σημείωνε κατά την ενημέρωση της Επιτροπής: «Η ανταπόκριση των καλλιτεχνών ήταν θετική και ορισμένες φορές συγκινητική, ενώ η πραγματική αξία των έργων. είναι πολλαπλάσια του ποσού που διατέθηκε».
Εκατόν δέκα έργα Βορειοελλαδιτών καλλιτεχνών συνολικής αξίας 58.900.000 δραχμών (τότε), αγοράστηκαν και σήμερα αποτελούν ένα χαρακτηριστικό τμήμα της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής περιουσίας του Κ.Μ.Σ.Τ.
Οι δυσκολίες του εγχειρήματος, οι διαφωνίες μελών της Συντονιστικής – υπήρξαν και παραιτήσεις γι αυτό- οι εντάσσεις του 1996, η κυριαρχία των προτεραιοτήτων για το πρόγραμμα έργων υποδομής, δεν επέτρεψαν την ολοκλήρωση εκείνου του προγράμματος.
Παρέμεινε όμως ως το μοναδικό δείγμα – χωρίς προηγούμενο και χωρίς συνέχεια δυστυχώς- μιας σωστής πολιτικής ενίσχυσης της τοπικής καλλιτεχνικής παραγωγής .

Σχόλια