ΝΕΟΣ ΚΙΝΔΥΝΟΣ ΕΓΚΛΩΒΙΣΜΟΥ- "μεγάλα έργα" φετίχ στον ορίζοντα.

Η Εφημερίδα «Θεσσαλονίκη», με μακρά παράδοση ενεργού συμβολής σε κινητοποιήσεις της κοινωνίας των πολιτών και διεκδικητικούς αγώνες της πόλης, επανέρχεται στους προβληματισμούς από τις εξελίξεις στα ζητήματα της Πλατείας Αριστοτέλους και της υποθαλάσσιας αρτηρίας και κυρίως στον απόηχο των εξελίξεων, που συνεχίζεται με τον ένα ή τον άλλο τρόπο.

Το κάνει μάλιστα με κύριο άρθρο της στο φύλλο της Δευτέρας 18/12 και με τίτλο: «ΚΟΝΤΡΕΣ» ΣΤΗΝ ΑΠΑΘΕΙΑ.

Μεταξύ άλλων τονίζει:

«Οι κινητοποιήσεις για τα ζητήματα αυτά, ήταν από τα ουσιαστικότερα γεγονότα της χρονιάς που πέρασε. Ήταν μια -μικρή έστω- ένσταση στην εικόνα μιας «φραπεδούπολης», με κατοίκους, που αντιδρούν «χαλαρά» ακόμη κι αν δίπλα τους δέχεται επίθεση κάθε τι, που είναι φορτωμένο μνήμες και ιστορία.
Η κόντρα στα πλάνα για την Αριστοτέλους, επέφερε τροποποιήσεις στο σχέδιο.
Η κόντρα για την υποθαλάσσια, προκάλεσε μια διαδικασία διευρυμένου διαλόγου, που μάλλον δεν έχει προηγούμενο στην ελληνική επικράτεια, αλλά και αλλαγές στα σχέδια».

Δεν υποτιμώ τα όσα αναφέρονται στην συνέχεια του άρθρου. Παραμένω μόνο στο γεγονός ότι η ευαισθητοποίηση και η ενεργοποίηση των πολιτών, αποτελεί μια ελπιδοφόρα πτυχή της καθημερινότητάς μας, ανεξάρτητα από τις επιτυχίες, ή και τις ήττες.

Το ότι όμως, ενώ τα δύο αυτά «μέτωπα» φαινομενικά έχουν κλείσει, προς το παρόν τουλάχιστον, αλλά η δημοσίευση αντιρρήσεων συνεχίζεται, οι επικρίσεις, συγκροτημένες και με επιχειρήματα και θεωρητική υποστήριξη, βλέπουν το φως της δημοσιότητας καθημερινά, δεν σημαίνει τίποτε άλλο, από την «ανολοκλήρωτη» κατάληξη των κινητοποιήσεων, την μη ικανοποίηση πολλών, από τις συγκεκριμένες λύσεις που δόθηκαν σχετικά.

Τι σημαίνει αυτό;

Ο Νίκος Καλογήρου π.χ. πρόεδρος του τμήματος αρχιτεκτόνων του Α.Π.Θ. εξακολουθεί να διαφωνεί και μετά την αλλαγές που επέφερε στα σχέδια του Δήμου για την ανάπλαση της Πλατείας Αριστοτέλους, η αρμόδια αρχαιολογική υπηρεσία.

Υποστηρίζει σταθερά την αυτονόητη πρότασή του, ότι σχεδιασμοί ιστορικών πλατειών, όπως η Αριστοτέλους απαιτούν αρχιτεκτονικό διαγωνισμό, ο οποίος μάλιστα θα έπρεπε να περιλάβει ολόκληρο τον άξονα από την θάλασσα μέχρι τον Άγιο Δημήτριο.

Την ίδια στιγμή η Παρίσατις Παπαδοπούλου –Συμεωνίδου, αρχιτέκτων- πολεοδόμος στο ΑΠΘ, επανέρχεται στην υποθαλάσσια, με μια προσέγγιση εξαιρετικού ενδιαφέροντος.
Γράφει στην «Μακεδονία» μεταξύ άλλων:

«Πρόκειται για ένα έργο κοινωνικά και πολεοδομικά ασυμβίβαστο με τις οικιστικές αρχές( δεν υπάρχει πουθενά ανάλογη περίπτωση τέτοιων επιλογών), ασυμβίβαστο με την ιστορία και την ταυτότητα της πόλης, για ένα έργο ασύμφορο, εφ όσον δεν συμβάλλει στην αποκατάσταση της οικονομικής λειτουργίας της πόλης, επομένως στην ανατροπή της υπανάπτυξης, στην οποία η ίδια η πόλη έχει περιέλθει. Αντίθετα ενισχύει την περαιτέρω κοινωνικοοικονομική της εξαθλίωση.».
Πιστεύει μάλιστα και αυτό είναι το σημαντικότερο, ότι το έργο αυτό είναι αποτέλεσμα επιλογών υπέρ μιας μεγαπόλης, που βαθμιαία χάνει την ταυτότητά της, στην περίπτωση δε της Θεσσαλονίκης , μιας μεγαπόλης τύπου υποανάπτυκτων ή υπό ανάπτυξη κρατών, σε αντίθεση με τις επιλογές που ταιριάζουν και προωθούν την λογική μιας μητρόπολης.
Αποδίδει τα προβλήματα στην απρογραμμάτιστη και χωρίς προετοιμασία και υποστήριξη, αύξηση του πληθυσμού στο πολεοδομικό συγκρότημα:

«Με βάση τα στοιχεία του 2001, σε επίπεδο πολεοδομικού συγκροτήματος, η πόλη επιβαρύνεται με έναν υπερπληθυσμό του 13%. Αυτό σημαίνει ότι η πόλη έχει υπερβεί την οικονομική της αντοχή, την δική της φέρουσα ικανότητα. Έχει υπερβεί το όριο της βιωσιμότητάς της (αειφορίας) όριο που συνταιριάζει το κόστος λειτουργίας της με την οικονομική της εμβέλεια. Πέρα από το όριο αυτό, όσα έργα και να εκτελεστούν μόνο ζημία προκαλούν στο κοινωνικό σύνολο».

Εξαιρετικά σημαντικά είναι τα ζητήματα αυτά. Και κατανοητά πιστεύω και στον απλό πολίτη, που δεν έχει ιδιαίτερες οικονομικές και πολεοδομικές γνώσεις. Βλέπει γύρω του την άναρχη και ανεξέλεγκτη πορεία της Θεσσαλονίκης, ζει στο πετσί του τις συνέπειες της «ανάπτυξης» αυτής.
Ταυτόχρονα όμως γίνεται κραυγαλέα φανερό , πως δεν αρκεί απλώς μια ζωντανή κοινωνία των πολιτών, ευαισθητοποιημένη και δρώσα.

Γιατί η πολιτική εξουσία, κεντρική και τοπική, τα γιγαντιαία οικονομικά και στην περίπτωσή μας κατασκευαστικά συμφέροντα, οι διαφορετικές αντιλήψεις για την ανάπτυξη και τον εκσυγχρονισμό της πόλης, είναι πολύ περισσότερο ισχυρά και αποτελεσματικά, έχουν πρακτικά μεγαλύτερη δυνατότητα και πιο σύνθετους μηχανισμούς για να επιβάλλουν τις «λύσεις» τους.

Η κοινωνία των πολιτών, αλλά και εκείνοι, που υποστηρίζουν ένα διαφορετικό μοντέλο ανάπτυξης και εκσυγχρονισμού της πόλης, οφείλουν να δρουν έγκαιρα, συγκροτημένα, με συμμαχίες και ενεργοποίηση φορέων και ιδεών, ώστε να υπάρχει εναλλακτική πρόταση και όχι απλές καταγγελίες, που τελικά αντιμετωπίζονται ως η «κλασσική γκρίνια» της Θεσσαλονίκης. Και γύρω από ένα τέτοιο σαφές Σχέδιο να συσπειρωθεί η πόλη.
Και προπαντός.
Κυοφορούνται στο παρασκήνιο «οράματα» και «στρατηγικά σχέδια» για το μέλλον της πόλης , ο κίνδυνος να εγκλωβιστούμε πάλι σε κάποια «μεγάλα έργα», να τα αναδείξουμε σε νέα «φετίχ του μέλλοντός» μας, που όμως θα εξελιχθούν κάποια στιγμή σε εφιάλτες, είναι μπροστά μας , υπαρκτός και ορατός.

Σχόλια