ΦΡΟΣΩ (1) Η ευγενική, διακριτική και τρυφερή μάνα μας



Οι πόνοι της γέννας την έπιασαν ξαφνικά στα τέλη του Αυγούστου του 1938. Ήταν μόνη της στο μικρό ανατολικό δωμάτιο του μεγάλου τούρκικου αρχοντικού, εκείνου που έτυχε στην κλήρωση στα «ορφανά» από το Σοχούμ και προκάλεσε τον φθόνο των άλλων οικογενειών, όλων από την Ίμερα της Τραπεζούντας..
Ζούσε σ αυτό μια και παντρεύτηκε τον μικρότερο τον Βάσο.
Ο πατέρας της ο δάσκαλος ο Μιχάλης, ήταν αυτός που τους λυπήθηκε όταν το καράβι τους μετέφερε όλους στο Λοιμοκαθαρτήριο της Καλαμαριάς και τα απελπισμένα παιδιά κοίταζαν τρομαγμένα, άγνωστοι ανάμεσα σε αγνώστους, όπως και κατά την επιβίβασή τους στο καράβι. Τους πήρε λοιπόν μαζί του. Όπου εμείς και εσείς, τους είπε, μόλις έμαθε την ιστορία της απροσδόκητης και σκληρής ορφάνιας, τους, μέσα σε ελάχιστες ημέρες, όταν έχασαν πρώτα τον πατέρα τους και μετά την μητέρα τους από τύφο, ζώντας κάτω από μια αχλαδιά στα περίχωρα του Σοχούμ, περιμένοντας να βρεθεί τρόπος να πάνε στην Ελλάδα.

Γι αυτό και ο δάσκαλος δεν θέλησε να ακούσει κουβέντα όταν του παραπονέθηκαν οι συγχωριανοί του για την μεγάλη τύχη των ορφανών και την «αδικία», να δοθεί ένα τόσο μεγάλο σπίτι σε μικρά παιδιά.

Δεν αντέδρασε λοιπόν και όταν η μικρή του κόρη του είπε πως θέλει να παντρευτεί τον Βάσο, τον μικρότερο των ορφανών, παρά την αρχική άρνηση της μητέρας της, της φοβερής και τρομερής Σοφάτας, που κουμαντάριζε το σπίτι, μαθημένη από τα ατέλειωτα χρόνια απουσίας του δάσκαλου στην Μόσχα. Τον άφηνε τώρα στις συζητήσεις του στο καφενείο για τα προβλήματα της κοινότητας μια και δεν είχε ιδέα από την γεωργική ζωή, αλλά με ένα περίεργο μίγμα σεβασμού και αγάπης, άκουγε και την δική του γνώμη. Αν δεν υπήρχε η αποφασιστικότητα και το πείσμα της κόρης και η δέσμευση του δάσκαλου απέναντι στα ορφανά, ίσως και να μην γινόταν τελικά εκείνος ο γάμος.
Έτσι η Φρόσω μπήκε στον σπίτι των ορφανών, κάτω από το αυστηρό και ελεγκτικό βλέμμα της πρώτης νύφης του σπιτιού, της Ροδής, που συμπεριφερόταν ως η «πρώτη κυρία» του σπιτιού.

Αλλά το δωμάτιο που τους διατέθηκε, ήταν φωτεινό, ανατολικό και ζεστό, είχε θέα στην κάτω πλατεία του χωριού και έτσι εύκολα μεταβλήθηκε σε ένα μικρό καταφύγιο όπου το νέο ζευγάρι εύρισκε την ησυχία και την χαρά της συμβίωσής τους.
Το Σάλτικλι, όπου τους οδήγησε ο Μιχάλης, ήταν το τελευταίο χωριό, που εγκατέλειψαν οι Τούρκοι, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών, με συγγενείς στο διπλανό Όξιλαρ, που κατοικούσαν αποκλειστικά Τούρκοι. Ένα καπνοχώρι, που η παραγωγή καπνού, ήταν η αποκλειστική και αναγκαστική απασχόληση για τους νέους κατοίκους , που όμως είχαν παντελή άγνοια από την καλλιέργεια του καπνού.

Το μεγάλο σπίτι είχε όλες τις ανέσεις, που δεν είχαν ποτέ τα ορφανά.
Στο ισόγειο μια μεγάλη σάλα, όπου επεξεργαζόταν τα καπνά στις διάφορες φάσεις της παραγωγής και του εμπορίου, αλλά γινόταν και τα μεγάλα γλέντια στους γάμους, τις βαφτίσεις και τις άλλες γιορτές, μια μεγάλη κουζίνα με χωμάτινο πάτωμα και το μεγάλο τζάκι για το μαγείρεμα και τις άλλες δουλειές του σπιτιού, δίπλα ο χώρος για τα αλεύρια, τις πατάτες, τα κρεμμύδια, στην συνέχεια ένα μικρό στενό κελάρι και στο κέντρο του σαλονιού, μια καταπακτή, ένα περίεργο πηγάδι σκεπασμένο με ειδική ξύλινη κατασκευή, όπου διατηρούσαν το τυρί, το βούτυρο και όλα εκείνα που απαιτούσαν σταθερή θερμοκρασία, χειμώνα καλοκαίρι.
Στον επάνω όροφο ήταν τα προνομιούχα δωμάτια των άλλων αδελφών.

Της Φρόσως της έφτανε και της περίσσευε το μικρό της δωμάτιο, όσο δεν την ενοχλούσαν. Απέφευγε να μπαίνει στα πόδια της Ροδής, σχεδόν να συναντιέται μαζί της.

Αυτήν την «θεία Ρούδα» την γνώρισα καλύτερα και εγώ αργότερα, στην Θεσσαλονίκη. Αυστηρή, αγέλαστη, με τα μαλλιά πάντα μέσα σε ένα σφικτό κότσο
Θυμάμαι όμως πολύ καλά το «προνόμιο» που απέκτησε το σπίτι της στην οδό Ορέστου, όταν εμφανίστηκε στην Θεσσαλονίκη, εκείνο το «θαύμα» των εικόνων στα τζάμια των σπιτιών. Δεν δόθηκε τότε κάποια εξήγηση για την αιτία που προκάλεσε την εμφάνιση σε πολλά τζάμια εκείνων των περίεργων χρωματισμών όπως ένα ανακατεμένο ουράνιο τόξο, που οι πιο πολλοί «έβλεπαν» άλλοτε την εικόνα του Χριστού, άλλοτε της Παναγίας ή αγίων και μαρτύρων, αφού ο καθένας «έβλεπε» τον άγιό του. Τυχερή και η θεία Ρούδα αφού ένα από τα παράθυρά της «φιλοξένησε» μια Παναγία. Μαζί με το ανεξήγητο φαινόμενο κυκλοφόρησαν και φήμες, για σεισμό, για πόλεμο, για τύφο, όσες οι «εικόνες» τόσες και οι εξηγήσεις και οι προβλέψεις, η πόλη αναστατώθηκε και οι σχετικές συζητήσεις κυριαρχούσαν στα καφενεία και στα σπίτια.

Η μόνη που δεν πήγε να δει το «θαύμα» στο σπίτι της Ρούδας, ήταν η Φρόσω. Βρήκε ένα τρόπο να αμφισβητήσει την «ευλογία», για την οποία καμάρωνε η Ρούδα. Έτσι κι αλλιώς αντιμετώπιζε τις σχετικές συζητήσεις με καχυποψία και συχνά με ειρωνεία.

Έζησε λοιπόν για αρκετά χρόνια στο μεγάλο εκείνο σπίτι, δουλεύοντας με τον Βάσο τα λίγα χωράφια τους, φροντίζοντας την πολύτιμη αγελάδα, που πήρε προίκα ο Βάσος, ακούγοντας και παρακολουθώντας κάθε κίνησή της, στον στάβλο ακριβώς κάτω από το δωμάτιό της,
Ήταν η μόνη που προσέφερε ένα ποτήρι νερό στις μαυροφορημένες γυναίκες, που έρχονταν από το Όξιλαρ, ακουμπούσαν τα μέτωπα στην πόρτα του σπιτιού και έκλαιγαν αθόρυβα τους χαμένους συγγενείς τους, που η ανταλλαγή ξερίζωσε και έστειλε στην Τουρκία.
Δεν έχασε ποτέ ούτε το κέφι της, ούτε εκείνη την μοναδική «αριστοκρατικότητα», που κληρονόμησε από τον πατέρα της, για τον οποίο μιλούσε πάντα με υπερηφάνεια και τρυφερότητα, ούτε την υπερβολική σχεδόν ευαισθησία και διακριτικότητα, που την συνόδευαν και στα επόμενα χρόνια της.

Το μόνο που εγκατέλειψε μετά τον γάμο της, ήταν το τραγούδι στα χωράφια, τις νύχτες όταν με τα φώτα των φαναριών και των λουξ, οι συγχωριανοί της σκορπισμένοι στις πλαγιές μάζευαν τα φύλλα των καπνών, «έσπαναν» τα καπνά, έτσι όπως η νυκτερινή δροσιά τα κρατούσε ζωντανά και φρέσκα. Αντιλαλούσαν οι πλαγιές από τα τραγούδια της. Τραγούδια ερωτικά, θλιμμένα, τραγούδια επίκαιρα για γεγονότα, για φόνους, που συντάραζαν την κοινωνία της εποχής της .

Τα άκουγα και εγώ αργότερα, όταν τα θυμόταν και τα επαναλάμβανε χαμηλόφωνα. «Όσο βαρούν τα σίδερα, αμάν, αμάν, βαρούν τα μαύρα ρούχα» και «καημένε Αθανασόπουλε τι σούμελε να πάθεις και από κακούργα πεθερά τα νιάτα σου να χάσεις»

Έγκυος λοιπόν στο πρώτο της παιδί, δήλωσε στον άντρα της πως θα το γεννήσει στο νοσοκομείο στην Ξάνθη. Φυσικά ούτε αυτός , ούτε και η μάνα της, στην οποία έκανε την ίδια δήλωση, έδωσαν καμιά σημασία στα λόγια της. Το χωριό είχε μαμή , έμπειρη και συγγενή της μάνας της κα κανείς ποτέ δεν σκέφτηκε πως τα παιδιά μπορούν να γεννηθούν και σε.. νοσοκομείο!..
Εκείνο όμως το μεσημέρι του Αυγούστου, θα δοκίμαζαν το σοκ της ζωής τους, όταν ξαφνικά και με την εμφάνιση των πρώτων πόνων της γέννας, η Φρόσω άρπαξε τον μπόγο που είχαν ετοιμάσει, έστειλε να ειδοποιήσουν τον Βάσο στο καφενείο και πήρα το καλντερίμι προς τα κάτω.
Πέρασε μπροστά από το σπίτι της μάνας της χτύπησε την πόρτα και της δήλωσε πως φεύγει για την Ξάνθη, για το Νοσοκομείο, γιατί την έπιασαν οι πόνοι..
Δεν περίμενε ούτε την απάντησή της. Την πρόλαβαν, καθώς έστριβε από την εκκλησία, το παλιό τζαμί, που εύκολα μεταβλήθηκε σε ορθόδοξο ναό, γκρεμίζοντας απλώς τον μιναρέ και τοποθετώντας εκεί τις εικόνες από τις εκκλησίες της Ίμερας, που είχαν κουβαλήσει μαζί τους, οι Ιμεραίοι, που κατοικούσαν τώρα στην Νέα Ίμερα.
Μάταια την παρακάλεσαν να αλλάξει γνώμη, η μαμή είχε ειδοποιηθεί και την περίμενε, τουλάχιστον να περιμένει να φτάσει το μουλάρι που ερχόταν. Τίποτε. Όσο της μιλούσαν και την παρακαλούσαν,η Φρόσω πατώντας από πέτρα σε πέτρα, τρέχοντας σχεδόν, κατέβαινε προς τον Σταθμό του τραίνου για την Ξάνθη, δίπλα στον Νέστο. Και μόνο όταν προσπέρασαν το ερειπωμένο μουσουλμανικό νεκροταφείο, στα σύνορα του χωριού, εγκατέλειψαν την προσπάθεια και φρόντιζαν να μην σκοντάψει πουθενά, να μην συμβεί κανένα ατύχημα πάνω στις πέτρες του καλντεριμιού, που από τα χρόνια και την χρήση, είχαν λειανθεί.
Έφτασαν σιωπηλοί στον Σταθμό, ανέβηκαν στο πρώτο αυτοκίνητο που βρήκαν μπροστά τους και ξεκίνησαν για την Ξάνθη.
Ο Βάσος αντάλλαζε ματιές όλο ερωτηματικά και αγωνία με την έμπειρη Σοφάτα, αλλά αυτή έκρυβε τους φόβους της πίσω από μια αδιαφορία, που παραξένευε ακόμη και την Φρόσω.
Έφτασαν στην Ξάνθη, μπήκαν στο Νοσοκομείο, οι γιατροί άρπαξαν την ετοιμόγεννη και χάθηκαν από τα μάτια του Βάσου, με την Φρόσω και την Σοφάτα. Ελάχιστα λεπρά αργότερα βγήκε η Σοφάτα και με χαμόγελα, και ανακούφιση του ανήγγειλε,«έκανες τον γιό».

Ακόμη και στο όνομα του πρώτου της παιδιού, η Φρόσω έδειξε την ελεύθερο χαρακτήρα της. Ούτε Μιχάλης, το όνομα του πατέρα της, ούτε Θόδωρος, το όνομα του πεθερού της.
Δημήτριος –Τάκης-, το όνομα του άτυχου έρωτα της κουμπάρας και φίλης της....

Στα πολλά επόμενα χρόνια, αυτή η ευγενική, αλλά και αποφασιστική, γεμάτη αξιοπρέπεια αλλά και τρυφερότητα γυναίκα, θα καθόριζε την ζωή και την πορεία μας.

Σχόλια