ΑΥΛΕΣ ΣΤΟ ΚΥΜΑ, ή η ατέλειωτη περιπέτεια της επιβίωσης

Δεν μπορεί, κάποια στιγμή θα έχετε δει εκείνη την παλιά σχεδόν κλασσική φωτογραφία του εργοστασίου Αλατίνι, των Μύλων εννοώ, που δείχνει το συγκρότημα των κτιρίων πάνω στο κύμα, με μια πόρτα προς την θάλασσα.

Κάθε φορά που την βλέπω θυμάμαι τις αυλές και τους πλούσιους και καταπράσινους κήπους γύρω από το «Μέγαρο», όλων των αρχοντικών που υπήρχαν ακόμη τότε, στην δεκαετία του 1940, από το σημερινό Λαογραφικό Μουσείο, μέχρι την αρχή της Μάρκου Μπότσαρη, που κατέληγε στο κάτω τμήμα της στην ιχθυόσκαλα της Σαλαμίνας.
Πολλά και μεγάλα παραδοσιακά οικοδομήματα, διαφόρων τεχνοτροπιών, από τα οποία ουσιαστικά έχει επιβιώσει μέχρι τις ημέρες μας, μόνο το κτίριο του Λαογραφικού Μουσείου.
Η κάτοικοι των Μόλχο, το διώροφο των Παπάζογλου, η τριώροφη οικοδομή των Άμποτ, ένα τριώροφο εκεί στην αρχή της Κοσμά Αιτωλού, του δρόμου, που δημιουργήθηκε πάνω στην κοίτη του «ρέματος Κυβερνείου», του φοβερού εκείνου θηρίου, που όταν αγρίευε και πλημμύριζε μετά από βροχή, η περιοχή θρηνούσε καταστροφές και θύματα.
Ολόκληρη η Βασ. Όλγας ήταν βέβαια ένα ζωντανό μουσείο λαμπρών παραδοσιακών μονοκατοικιών με αυλές γεμάτες από αγάλματα, παγώνια, ελάφια, κιόσκια, μοντέρνες ή παραδοσιακές ,αλλά πάντοτε μεγαλοπρεπείς σκάλες, τζαμαρίες και μια μεγάλη ποικιλία διακοσμητικών φυτών και δέντρων.

Τα περισσότερα όμως από αυτά ήταν απροσπέλαστα και με ελάχιστο ενδιαφέρον για τις μικρές παρέες των αγοριών, που έψαχναν χώρους για παιχνίδια και περιπέτειες και φυσικά για οποροφώρα δέντρα, αφού αυτά μπορούσαν να εξασφαλίσουν την παραμονή μας μακριά από το σπίτι,
στο παιχνίδι χωρίς τις διακοπές στις οποίες μας εξανάγκαζε μόνο η πείνα.Γιατί τότε διαλύαμε τα πάντα και γυρίζαμε στο Μέγαρο για την συνηθισμένη φέτα ψωμί με λάδι, αλάτι και ρίγανι, που μας θα μας κρατούσε μέχρι το βραδυνό τραπέζι.

Οι αυλές όμως στο κύμα, καθώς βρίσκονταν ουσιαστικά στο πίσω μέρος των κατοικιών, συνήθως εγκαταλειμμένες, και από τους νοικοκύρηδες, που ενδιαφέρονταν μόνο για την είσοδο τους στα σπίτια, παρέμεναν για μας ένας κόσμος πολλών ενδιαφερόντων, και πολλών παιχνιδιών.
Χωρίς φράκτες, αφού το κύμα του χειμώνα έσκαγε στο διαχωριστικό χαμηλό τοίχο, με φυσικό προστάτη την θάλασσα, δηλαδή το μόνο που χρειαζόταν να κάνουμε ήταν να κρεμάσουμε τις «ελβιέλες», όσοι είχαν, στον λαιμό και να διασχίσουμε την ρηχή θάλασσα, για να βρεθούμε στους κήπους.
Θυμούμαι σχεδόν κάθε δέντρο τροφοδότη της πείνας μας. Οι δύο συκιές, μια με μαύρα και μια με άσπρα σύκα, το κλίμα με τα κόκκινα σταφύλια πάνω στον τοίχο της κυρά Άννας, της υπηρέτριας του σπιτιού, αφού μόνο αυτήν γνωρίζαμε, την γιγαντιαία βερικοκιά στην αυλή των Άμποτ, την κυδωνιά, την μηλιά, και την ροδιά στην αυλή των Παπάζογλου, τις κορομηλιές στην απροσπέλαστη αυλή του Λαογραφικού με τα πολύ ψηλά σιδερένια κάγκελα και τις μυστηριώδεις αρχιτεκτονικές κατασκευές, πνιγμένες από τους κισσούς.
Εξ ίσου μυστηριώδης ήταν και η αυλή της τριώροφης κατοικίας στην αρχή της Κοσμά Αιτωλού, από το οποίο πέρασαν Γερμανικές Αρχές και στην συνέχεια μετά από μικρή εγκατάλειψη εγκαταστάθηκε εκεί μια άγνωστη Αμερικανική υπηρεσία.
Μυστηριώδης, γιατί δεν είχε κανένα φρούτο, παρά μόνο εκείνα τα θαλασσινά δέντρα, μεγάλους διακοσμητικούς θάμνους, που με τον καιρό και την εγκατάλειψη επεκτάθηκαν και κάλυψαν όλη την αυλή μετατρέποντάς την σε ζούγκλα και στην μέση του κήπου, συνδεδεμένη με ένα μακρόστενο κτίσμα ένα πέτρινο περίεργο περίπτερο, ψηλό και χωρίς κανένα παράθυρο σκεπασμένο από ένα πυκνό κισσό, ένα «κάστρο» όπως το αποκαλούσαμε
Ήταν η αγαπημένη αυλή της περιπέτειας. Το σπίτι ακατοίκητο και κλειστό από παντού, η αυλή με πυκνή βλάστηση, το κτίσμα της αυλής με τον κισσό, που με λίγη φαντασία αναδείχτηκε πράγματι σε κάστρο, που το πολιορκούσαμε οργανώνοντας εφόδους για την κατάληψή του.

Ένα καλοκαίρι λοιπόν, οι πολιορκίες και οι επιθέσεις πήραν διαστάσεις, ο ήλιος γύριζε σιγά σιγά στην δύση, η πείνα μας θέριζε άλλά δεν θέλαμε να αφήσουμε με κανένα τρόπο το παιχνίδι στην μέση. Με το συνήθη λοιπόν τρόπο στραφήκαμε στην αναζήτηση κάποιου φαγώσιμου. Το απροσπέλαστο και μυστηριώδες κτίριο έγινε στόχος. Με τα πολλά και με τον τρόπο που μόνο τα παιδιά μπορούν να καταφέρουν, ένα μικρό παράθυρο στο ισόγειο παραβιάστηκε και συρθήκαμε μέσα. Το ψάξιμο είχε ένα και μοναδικό στόχο. Κάποια κονσέρβα, κάποια γαλέτα, μπισκότα και που ξέρεις, καμιά σοκολάτα. Ξέραμε πολύ καλά από τις «σχέσεις» μας με τα εγγλέζικα στρατόπεδα, πως στις αποθήκες τροφίμων αυτά ήταν τα φαγώσιμα, που μπορούσαν να διατηρηθούν και να αντέχουν. Μέσα στο μισοσκόταδο κινηθήκαμε με άνεση σχεδόν στο υπόγειο, αφού ο εκτυφλωτικός καλοκαιριάτικος ήλιος κατάφερνε να εκμεταλλεύεται κάθε σχισμή στα παντζούρια και να μπαίνει στο κτίριο.
Απογοήτευση.
Τίποτε που να ανταποκρίνεται στα ενδιαφέροντά μας εκείνης της στιγμής.
Και τότε στο βάθος είδαμε την μικρή πόρτα, που αρχικά δεν καταλάβαμε που οδηγούσε, γιατί είχαμε τελείως αποπροσανατολιστεί. Την παραβιάσαμε και αυτήν και μπήκαμε σε ένα διάδρομο που μας οδήγησε σε ένα μεγάλο δωμάτιο, υποφωτισμένο εντελώς. Εδώ οι ελπίδες μας αναπτερώθηκαν. Ο χώρος ήταν γεμάτος ξύλινα κιβώτια, ντουλάπες, χαρτοκιβώτια, μεταλλικά κιβώτια. Άρχισε λοιπόν η παραβίασή τους με κάθε μέσο.
Και νέα απογοήτευση..
Μπροστά μας ξεπρόβαλαν γυάλινα αντικείμενα, ποτήρια, κανάτες, δεκάδες πιάτα, αστραφτερά μαχαίρια, πιρούνια, κουτάλια. Στα άλλα κιβώτια, πίνακες με ζωγραφιές, μικρά αγάλματα, χαλιά, λάμπες .Ακόμη και οι τοίχοι ήταν γεμάτοι μέχρι το τελευταίο εκατοστό τους με ζωγραφιές. Το θέαμα υποβλητικό, καθώς από το λίγο φως στραφτάλιζαν δεξιά αριστερά διάφορα πράγματα, αλλά πουθενά κάτι φαγώσιμο. Το μόνο που είδαμε και αυτό μεγάλωσε απλώς την πείνα μας ήταν τα φρούτα στους πίνακες, πολύχρωμα ,ολοζώντανα, άγνωστα, κάτι που δεν είχαμε δει ποτέ στην ζωή μας.
Φύγαμε απογοητευμένοι με τον ίδιο τρόπο που μπήκαμε και μόνο όταν φτάσαμε στην αυλή, καταλάβαμε πως είχαμε μπει στο εσωτερικό του μυστηριώδους κτίσματος στο κέντρο της αυλής.

Ξαναμπήκαμε δυο τρεις φορές, απλώς για να κρυφτούμε από το κυνήγι των «ινδιάνων», ώσπου μια φορά είδαμε τον χώρο εντελώς γυμνό. Δεν είχε μείνει απολύτως τίποτε από τα στοιβαγμένα κιβώτια, τους πίνακες στους τοίχους , τα ζωγραφιστά έστω φρούτα.
Αργότερα ακούσαμε κάτι μισόλογα από τους μεγάλους. Πως μια συμμορία, αυτή που κατάκλεβε και τα εγγλέζικα στρατόπεδα, μπήκε σε ένα «καταφύγιο» στην γειτονιά, γεμάτο από έργα τέχνης και πολύτιμα αντικείμενα, που είχαν συγκεντρώσει εκεί οι Γερμανοί, που δεν πρόλαβαν όμως να τα πάρουν μαζί τους, κατά την βιαστική εγκατάλειψη της Θεσσαλονίκης . Ανενόχλητοι οι κλέφτες τα φόρτωσαν μια βραδιά και εξαφανίστηκαν στην θάλασσα, από όπου είχαν καταφτάσει με βάρκες.
Ώστε αυτά ήταν τα αντικείμενα που μας προκάλεσαν τόση απογοήτευση..
Παίζαμε επί μήνες πάνω από μια περιουσία , πιάσαμε στα χέρια μας πολύτιμα αντικείμενα, συλλεκτικά κρύσταλλα και πορσελάνες, ασημικά και άλλα έργα τέχνης, αλλά άχρηστα αντικείμενα στα μάτια των πεινασμένων μικρών, που ενδιαφέρονταν για παιχνίδι και κάτι να ξεγελάσει την -διαρκή- πείνα τους.

Το ίδιο όμως το σπίτι, μας αποζημίωσε λίγο αργότερα, όταν κατοικήθηκε από μια Αμερικανική υπηρεσία.
Ο χώρος κάτω από τα παράθυρα που έβλεπαν στο ποτάμι, εξελίχθηκε σταδιακά σε παράδεισο των πιο εκπληκτικών ανακαλύψεων. Υπόλοιπα από σοκολάτες, τσίχλες, τσιγάρα, μπισκότα, περίεργες αλλά νόστιμες μαρμελάδες, πανέμορφα κουτιά, μεταλλικά και χάρτινα, με άγνωστο περιεχόμενο, πεταγμένα από τους ενοίκους του σπιτιού, άλλοτε τυχαία και άλλοτε για πλάκα, στην τσακαλαρία που περίμενε από κάτω υπομονετικά επί ώρες, σκαλίζοντας ανάμεσα στα χόρτα την τελευταία γωνιά για καμιά έκπληξη.

Εκεί λοιπόν ανακάλυψα μια μέρα και το πιο περίεργο γλύκισμα που είχα μέχρι τότε δοκιμάσει.
Μέσα σε ένα σωληνάριο βρήκα τα υπόλοιπα του περιεχομένου του. Το μυρίστηκα και ενθουσιάστηκα, μάλλον θα ήταν γλυκό μέντα σκέφτηκα. Το δοκίμασα λοιπόν, αλλά με απογοήτευση είδα, πως ήταν ελάχιστα γλυκό, κόλλησε στα δόντια μου, δυσκολεύτηκα, αλλά η πείνα και η περιέργεια δεν αφήνουν και πολλά περιθώρια σκέψης και έτσι το κατανάλωσα όλο. Δεν ήταν και η πρώτη φορά που τρώγαμε περίεργα φαγώσιμα, γλυκόπικρα, γλυκόξινα, περίεργες συσκευασίες και μυρωδιές.
Εκείνοι οι ξένοι, Εγγλέζοι, Άραβες, Νεοζηλανδοί, Ινδοί, Αμερικανοί, είχαν τα πιο απίθανα γούστα στο φαγητό, που το δοκιμάζαμε έτσι κι αλλιώς συχνά στα συσσίτια και στα βαρέλια των σκουπιδιών.

Αργότερα βέβαια, όταν τα χρόνια πέρασαν και η ζωή καλυτέρευσε και το αλάτι που χρησιμοποιούσε ο πατέρας μας για να πλένει το πρωϊ τα δόντια του, αντικαταστάθηκε με οδοντόπαστα, ανακάλυψα με έκπληξη, πως το μεσημέρι εκείνου του μακρινού καλοκαιριού, είχα καταβροχθίσει σχεδόν μισή οδοντόπαστα, περνώντας την για αμερικανικό γλυκό.

Το κυνήγι του φαγητού, είχε βέβαια κι άλλες πλευρές, χαρές, ιστορίες, περιπέτειες και κινδύνους, αλλά αυτό είναι ένα άλλο μεγάλο ζήτημα.

Σχόλια