ΤΟΛΜΗΡΗ ΑΝΑΝΕΩΣΗ ΚΑΙ ΑΝΑΤΡΟΠΗ- Η επείγουσα προτεραιότητα της πολιτιστικής μας ζωής

Πριν από αρκετά χρόνια, όσο ζούσε ακόμη, η Αναστασία Βαφοπούλου, η σύντροφος του ποιητή Γιώργου Βαφόπουλου, η οποία συνέχιζε και μετά τον θάνατο του να μετέχει στο Διοικητικό Συμβούλιο του Βαφοπούλειου Πνευματικού Κέντρου, έθεσε με επιτακτικό τρόπο στη διάρκεια μιας από τις συνεδριάσεις του, την «ανάγκη ανανέωσης του Κέντρου».
Μετείχα τότε στο Διοικ. Συμβούλιο εκπροσωπώντας την μειοψηφία του Δημοτικού Συμβουλίου, μετά από αρκετά χρόνια απουσίας από αυτό.

Το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο ολοκληρώθηκε και άρχισε την λειτουργία του στην πρώτη και μόνη τετραετία της παρουσίας της λεγόμενης «Δημοκρατικής Παράταξης» στην εξουσία του Δήμου Θεσσαλονίκης.
Είχαμε εργαστεί με ιδιαίτερη φροντίδα γι αυτό, ο Νίκος Παπακυριαζής και εγώ, βλέποντας την επιθυμία του ζεύγους των δωρητών, να λειτουργήσουν ένα Πολιτιστικό Κέντρο, με υψηλές οργανωτικές, στελεχιακές, και λειτουργικές προδιαγραφές, κυρίως όμως με ένα πρόγραμμα ποιοτικών καλλιτεχνικών εκδηλώσεων, που θα άνοιγαν μια νέα σελίδα στην πολιτιστική ζωή της πόλης.

Και έγινε πράγματι έτσι.
Οι μεγάλες αναδρομικές εκθέσεις ζωγραφικής με την επιμέλεια του Μίλτου Παπανικολάου, οι μουσικές εκδηλώσεις, τα αφιερώματα στην λογοτεχνία, η άψογη οργάνωση και λειτουργία των Βιβλιοθηκών και των αναγνωστηρίων, η φιλοξενία πρωτοποριακών θεατρικών παραστάσεων, προκάλεσαν αίσθηση στην πόλη και εξασφάλισαν στο Βαφοπούλειο ένα απαιτητικό και ταυτόχρονα θερμό κοινό, εγγύηση της συνέχειας του και στο μέλλον.
Δέκα χρόνια όμως μετά και για λόγους που δεν είναι της στιγμής, τα πράγματα έδειξαν ότι το Βαφοπούλειο μπήκε σε ένα δρόμο ρουτίνας, κόπωσης, επαναλήψεων.
Το αντιλήφθηκε πρώτη η Αναστασία Βαφοπούλου, καθώς με το οξύ και διεισδυτικό βλέμμα της παρακολουθούσε έκρινε και αξιολογούσε τα πάντα.

Άρχισε λοιπόν να θέτει με προσοχή αρχικά, πιεστικά στην συνέχεια το θέμα της «ανανέωσης».
Και επειδή είχαμε ξεκινήσει μαζί την λειτουργία του Βαφοπούλειου, η ευγενική της πίεση κατευθυνόταν σταθερά προς εμένα.
Αλλά τότε ούτε ο λόγος, ούτε η παρουσία, ούτε οι προτάσεις μου μπορούσαν να ανατρέψουν τα πράγματα. Της το εξήγησα.

Της ανέπτυξα ταυτόχρονα τις δύο βασικές αιτίες της στασιμότητας. Πρώτα η πλήρης ανατροπή στο εν γένει πολιτιστικό περιβάλλον της πόλης. Η έντονη παρουσία και άλλων πολιτιστικών οργανισμών, που δραστηριοποιούνταν σε ειδικότερους τομείς, μουσική, θέατρο, εικαστικές δραστηριότητες, λογοτεχνία.

Ύστερα η σταδιακή «υπαλληλοποίηση» του Βαφοπούλειου, που εντάχθηκε στον οργανισμό του Δήμου, ως μία των Διευθύνσεων του και συνεπώς διευθυνόταν από δημοτικούς υπαλλήλους καριέρας, που είχαν περάσει από Δημοτολόγια, καθαριότητα, αρχιτεκτονικό κλπ. Όση καλή διάθεση, σχεδόν αφοσίωση και αν επιδείκνυαν, ασφαλώς δεν θα κατάφερναν ποτέ να διαμορφώσουν, να οργανώσουν και να λειτουργήσουν, ένα σύγχρονοι και διαρκώς ανανεούμενο πολιτιστικό φορέα, που είχε να ανταγωνιστεί πολύ ισχυρότερες παρουσίες στην πόλη.

Κάποτε η Αναστασία, παραιτήθηκε από την προσπάθειά της αυτήν. Ήρθαν και τα χρόνια και την ανάγκασαν στην σταδιακή ,όλο και συχνότερη απουσία .
Σήμερα το Βαφοπούλειο συνεχίζει να λειτουργεί, να παράγει έργο, να έχει παρουσία στην πόλη.
Ασφαλώς όμως δεν διεκδικεί κανένα ιδιαίτερο ρόλο, σε κανένα τομέα της καλλιτεχνικής και πολιτιστικής ζωής, ούτε και βρίσκεται στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος των φιλότεχνων, πολύ περισσότερο του μεγάλου κοινού.

Η εξέλιξη αυτή, είναι ίσως η χαρακτηριστικότερη περίπτωση της πιεστικής ανάγκης για ανανέωση, που αντιμετωπίζει η πόλη στον τομέα της πολιτιστικής δραστηριότητας.

Είδα πρόσφατα τους προβληματισμούς που διατυπώθηκαν με την ευκαιρία τής ανακοίνωσης του Προγράμματος των εκδηλώσεων του Μεγάρου Μουσικής Αθηνών.
Ο τίτλος του ολοσέλιδου αφιερώματος της «Καθημερινής» της 14/1/2007 είναι αρκετά εύγλωττος:

«Ο γίγαντας κουράστηκε και θάμπωσε... Δεκαέξι χρόνια μετά, το Μέγαρο Μουσικής εμφανίζει κάμψη στα εισιτήρια, ανισορροπίες στο πρόγραμμα, απουσία εκπλήξεων»

Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος γράφει στην συνέχεια στο σχετικό ρεπορτάζ που επιμελήθηκε:

«
Δεκαέξι χρόνια μετά τα λαμπρά εγκαίνια εκείνου του μακρινού πια, Μαρτίου, το Μέγαρο Μουσικής Αθηνών εμφανίζει τα πρώτα συμπτώματα κόπωσης: κάμψη στις πωλήσεις των εισιτηρίων, ανισσοροπίες στο ρεπερτόριο, επαναλήψεις στον χώρο της όπερας, σημάδια προβληματικού προγραμματισμού, απουσία εκπλήξεων, κόπωση στην ποιότητα των προγραμμάτων, δυσκολίες στην ανεύρεση χορηγών και ένας εγγενής συντηρητισμός τόσο στην κατάρτιση του προγράμματος, όσο και στο «ίματζ» του ίδιου του Μεγάρου.»
......................................................................................................................
«Ο πυρήνας του προβληματισμού προέρχεται κυρίως από μια περιρέουσα αίσθηση στασιμότητας και κόπωσης. Απουσιάζει η φρεσκάδα και η φαντασία των πρώτων χρόνων
».


Όταν δε ερωτάται ο Διευθυντής καλλιτεχνικού προγραμματισμού του Μεγάρου Νίκος Τσούχλος για την πρόσφατη αντιπαράθεση της «συντηρητικής» εκδοχής του Μεγάρου Μουσικής με την πιο τολμηρή παραγωγή του Φεστιβάλ Αθηνών-έγραψα σχετικά σε ένα προηγούμενο Σημείωμά μου- απαντά: «Η χλιαρή κίνηση των εισιτηρίων δεν συναρτάται προς τον avant garde ή μη χαρακτήρα της παραγωγής, αλλά μάλλον στην εγγενή δυσκολία του καλλιτεχνικού αυτού εγχειρήματος».

Αμφιβάλλει μήπως κανείς, πως το σύνολο σχεδόν των διαπιστώσεων αυτών αφορούν και στην Θεσσαλονίκη και τους πολιτιστικούς φορείς της;
Μήπως δεν παρακολουθούμε και εδώ και σε μεγαλύτερο βαθμό θα έλεγα, τα φαινόμενα κόπωσης, επαναλήψεων, εγκατάλειψης από το κοινό, που στρέφει την πλάτη του στις εκδηλώσεις, τις παραγωγές και τις δημιουργίες; Μήπως δεν συναντούμε σε κάθε βήμα μας ένα συντηρητισμό χωρίς προσχήματα καν, μια ανιαρή πλέον αλλά και επικίνδυνη πελατειακή λογική, και τον πανταχού παρόντα «λαϊκισμό», ή την πλήρη σχεδόν απουσία νέων αντιλήψεων και τολμηρών επιλογών;

Σχόλια