ΤΑ ΜΟΥΣΕΙΑ ΤΗΣ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ ΔΙΕΥΡΥΝΟΥΝ ΤΗΝ ΣΥΝΕΡΓΑΣΙΑ ΤΟΥΣ: Ένα πραγματικά καλό νέο.



Στις 18 Μαϊου , την Παγκόσμια Ημέρα των Μουσείων, με πρωτοβουλία του Πανεπιστημίου οργανώθηκε στο Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης Ημερίδα με θέμα: «Μουσειολογία- Μουσειολόγοι- Μουσεία :Συνεργαζόμαστε για την Θεσσαλονίκη».

Στην Ημερίδα πήραν μέρος όλα τα Μουσεία της Θεσσαλονίκης, με ενδιαφέρουσες εισηγήσεις, τόσο ενημερωτικές για την δραστηριότητα των Μουσείων, όσο και αξιολογικές- κριτικές, για τα προβλήματα που αντιμετωπίζουν και την ανάγκη διεύρυνσης και θεσμοθέτησης της συνεργασίας .
Στην Ημερίδα αυτή πήρα μέρος και παρουσίασα το Μουσείο της Αγιορειτικής Εστίας, που στεγάζεται στο Μέγαρο Νεδέλκου.
Την εισήγησή μου εκείνη παραθέτω και εδώ, για την ενημέρωση όσων έχουν σχετικό ενδιαφέρον.

Κυρίες και κύριοι

Μιλώντας εδώ, για το «Μουσείο» της Αγιορειτικής Εστίας, στην πραγματικότητα αναφερόμαστε για ένα χώρο άρτια εξοπλισμένο με τα πιο σύγχρονα μέσα προστασίας και συνθηκών περιβάλλοντος, όχι όμως και για ένα κλασσικό Μουσείο, με την μόνιμη συλλογή του, η οποία εκτίθεται ή ανανεώνεται.

Αν και είναι νομίζω χρήσιμο να δηλώσω, πως όντως αυτός είναι ο μελλοντικός προορισμός του χώρου, να έχει δηλαδή μια μόνιμη έκθεση, αντιπροσωπευτική του πολιτιστικού αποθέματος, που ενυπάρχει σήμερα στο Άγιο Όρος.

Οι λόγοι είναι πολλοί, αλλά ένας αυτονόητος και πρωταρχικός είναι η δυνατότητα μιας απτής ενημερωτικής προσέγγισης στο Άγιο Όρος, σe αυτόν τον μοναδικό τόπο, αφιέρωσης, λατρείας, κτιστού και φυσικού περιβάλλοντος, μεγάλης καλλιτεχνικής και πολιτιστικής κληρονομιάς.

Η Αγιορειτική Εστία, ο μοναδικός φορέας, στον οποίο μετέχει επίσημα το Άγιον Όρος, ιδρύθηκε το 2001, από τον Δήμο Θεσσαλονίκης και την Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους, προσθέτει με τους σκοπούς και κυρίως με τις δράσεις της, μια ενδιαφέρουσα και χαρακτηριστική πτυχή στην πολιτιστική ζωή της πόλης, απόλυτα ταυτισμένης με την ιστορία και την πολιτιστική της ιδιοπροσωπεία.

Αλλά εδώ θα μιλήσουμε για το Μουσείο της.

Το κτίριο στο οποίο στεγάζεται η Αγιορετική Εστία, έχει μια ενδιαφέρουσα ιστορία αυτό το ίδιο, μια περιπέτεια μέσα από την οποία κατάφερε κάτω από συνθήκες απροσδόκητες ,να επιβιώσει και να στέκεται σήμερα εκεί, ως αναφορά σε μια ιστορική περίοδο της ζωής της πόλης.
Μια κατοικία ενός πλούσιου αστού, του γιατρού Κων/νου Νεδέλκου, έργο του αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη, που με την προσθήκη νέων κτισμάτων σταδιακά διαμορφώθηκε και σε κλινική, βρέθηκε στην δίνη της εξαφάνισης, όταν επιχειρήθηκε η εφαρμογή μιας ιδέας του Ερνέστ Εμπράρ, η διάνοιξη δηλαδή της οδού, και η οπτική σύνδεση των τριών μνημείων που βρίσκονται στον άξονά της, της Αγίας Σοφίας, του Αγίου Παντελεήμονος και της Ροτόντας. Είχε αρχίσει η απαλλοτρίωση και η κατεδάφιση των κτιρίων, όταν στις αρχές της δεκαετίας του 80 μια νέα δημοτική πλειοψηφία αντέδρασε στην καταστροφή του διατηρητέου κτιρίου. Αλλά οι εργασίες κατεδάφισης, είχαν προχωρήσει, η στέγη είχε αφαιρεθεί, το κτίριο είχε λεηλατηθεί από τα αρχιτεκτονικά του στοιχεία και μετά ήρθε ο χρόνος για να ολοκληρώσει την καταστροφή. Για δέκα πέντε περίπου χρόνια, το κτίριο κατέρρεε, έως ότου το 1997, η «Πολιτιστική Πρωτεύουσα» και οι δυνατότητες που προσέφερε μέσω του προγράμματος έργων πολιτιστικής υποδομής, διέσωσαν το κτίριο και απεκατέστησαν τα εξαιρετικά αρχιτεκτονικά στοιχεία της πρόσοψης, εξασφάλισαν την στατική του επάρκεια, ώστε να μπορεί να δέχεται πλέον κοινό, και διαμόρφωσαν όλες τις προϋποθέσεις, για να συνεχίσει ο Δήμος Θεσσαλονίκης την σταδιακή αποκατάσταση και ολοκλήρωση του έργου .
Τ0 2001 λοιπόν, ο Δήμαρχος Θεσσαλονίκης, προσέφερε το κτίριο για την στέγαση του νέου φορέα που ιδρύθηκε ως συνέχεια των δράσεων και της μνήμης της μεγάλης έκθεσης των Θησαυρών του Αγίου Όρους, προκειμένου μεταξύ άλλων σκοπών, να διαχειριστεί το πολιτιστικό απόθεμα της Έκθεσης εκείνης.
Η διαμόρφωσή του σε ένα σύγχρονο Μουσείο, ξεκίνησε όταν η Ιερά Κοινότητα του Αγίου Όρους αποδέχθηκε το αίτημα να μεταφερθούν στην Θεσσαλονίκη 110 περίπου αυθεντικά κειμήλια από το σκευοφυλάκιο και το Αρχείο του Πρωτάτου, εικόνες, κώδικες, χειρόγραφα, έργα ξυλογλυπτικής και μεταλλοτεχνίας, η έκθεση των οποίων προϋπέθετε την οργάνωση και λειτουργία ενός χώρου, που θα κάλυπτε το σύνολο των απαιτήσεων ενός Μουσείου.


Στην φάση της μετατροπής των χώρων του κτιρίου, της προσαρμογής τους στις συγκεκριμένες ανάγκες, που κλήθηκε να υπηρετήσει τώρα, είχε την τύχη να πέσει σε χέρια ευαίσθητα, έμπειρά, με δεδομένο τον σεβασμό τους στην αρχιτεκτονική ιδιαιτερότητα και το ιστορικό του κτιρίου.

Οι επεμβάσεις έγιναν με προσοχή, με σεβασμό, σε τρόπο που να εξισορροπούν τη διατήρηση της ταυτότητας του κτιρίου με τις νέες λειτουργίες και δραστηριότητες που έπρεπε να φιλοξενηθούν εκεί.
Και επειδή αυτή η φάση των αλλαγών στο κτίριο, είναι η κρισιμότερη και ελπίζω ως αποτέλεσμα η μακροβιότερη, θα παραθέσω εδώ το σκεπτικό των αρχιτεκτόνων Γιώργου Τριανταφυλλίδη και Δήμητρας Γουργιώτη, που σχεδίασαν τις παρεμβάσεις και επιμελήθηκαν την υλοποίησή τους.

«Ο σχεδιασμός της έκθεσης των κειμηλίων του Πρωτάτου, στο διατηρητέο κτίριο της Αγιορειτικής Εστίας, πρώην κλινική Νεδέλκου, συνιστά σε ό,τι αφορά τον σχεδιασμό της, την παράλληλη διατύπωση μιας συνολικής πρότασης «μετασχηματισμού» του διατηρητέου κτίσματος σε χώρο επικοινωνίας και προβολής του Αγίου Όρους, και κυρίως σε χώρο, όπου η Θεσσαλονίκη θα στηρίξει και θα προβάλει, ως ασφαλή προοπτικ,ή μια από τις σημαντικότερες πτυχές της πολιτιστικής της ζωής.

Ο μετασχηματισμός αυτός, μέσα από συγκεκριμένους αρχιτεκτονικούς χειρισμούς, αξιοποιεί το σύνολο των δυνατοτήτων ενός κτιρίου, του οποίου η ένταξη στον πολεοδομικό ιστό, είναι από μόνη της μια ευτυχής συνάντηση με την Αγιορειτική ιστορία της πόλης-βρισκόμαστε στην γειτονιά των μετοχίων-, αλλά και με την βυζαντινή της ιστορία-,βρισκόμαστε σε μια περιοχή με μεγάλη πυκνότητα βυζαντινών και μεταβυζαντινών μνημείων.

Παρακολουθεί και ανταποκρίνεται σε όλες τις δεσμεύσεις και τα δεδομένα του υφιστάμενου κτίσματος, ενώ παράλληλα «εγκαθιστά» ένα νέο κέλυφος μέσα σε αυτό, έτοιμο να υποδεχθεί την πολύ ειδική χρήση, τον νέο προορισμό. Επιχειρεί με αυτόν τον τρόπο να εκφράσει ένα νέο εσωτερικό ρυθμό στην αλληλοδιαδοχή των χώρων και των επιπέδων, ενώ μέσα από μια συνεχή διαδικασία «αναγωγών» με οικονομία σε μέσα, με αμεσότητα και αδρότητα στο ίχνος, με «σημαντικούς» υπαινιγμούς, παραπέμπει στο Άγιον Όρος, ως συνολική αίσθηση και ατμόσφαιρα, αλλά και ως συγκεκριμένη γεωγραφική ιστορική και πολιτιστική οντότητα».

Ένας λαμπρός κόσμος, τεχνικών, τεχνιτών, μαστόρων, οι περισσότεροι από τους οποίους είχαν μετάσχει στο εγχείρημα της Έκθεσης των Θησαυρών του Αγίου Όρους, ανέλαβαν να κάνουν πράξη τις ιδέες και τους σχεδιασμούς αυτούς.

Άφησαν την σφραγίδα της αγάπης, της τέχνης, της εμπειρίας τους σε κάθε γωνιά του κτιρίου.

Το αποτέλεσμα ήταν να προστεθεί στο πολιτιστικό απόθεμα της πόλης ένας χαρακτηριστικός, χρήσιμος, άρτια εξοπλισμένος μουσειακός χώρος, που καλύπτει ένα κρίσιμο τομέα των πολιτιστικών δράσεων, που μια πόλη, με την ιστορία και την πλούσια βυζαντινή κληρονομιά
της, όπως η Θεσσαλονίκη, έχει απόλυτη ανάγκη.
Η επιτυχία εκείνης της έκθεσης, που την επισκέφτηκαν 17.500 έλληνες και ξένοι ,επιβεβαίωσε την σημασία του εγχειρήματος και φυσικά την επιτυχία της μουσειολογικής μελέτης και μουσειογραφικής οργάνωσης της.

Αυτός ο μικρός χώρος, κινήθηκε μέχρι τώρα εκτός των άλλων βασικών αρχών που υπηρετεί, με την λογική της συνεργασίας, της συνέργειας, με ένα μεγάλο σύνολο οργανισμών, φορέων, υπηρεσιών, δημοτικών και κρατικών, γιατί πιστεύει στον πολλαπλασιασμό του αποτελέσματος, που μια τέτοια λογική και συνεργασία πετυχαίνει.

Τα αποτελέσματα αυτών των συνεργασιών είναι εμφανή, τόσο στον όγκο όσο και στην ποιότητα, την αυθεντικότητα, την αρτιότητα των δράσεων της.

Η συνεργασία μας με το Μουσείο Φωτογραφίας, το Πολιτιστικό συγκρότημα της Μονής Λαζαριστών, το Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείο Αθηνών, το Μουσείο Μπενάκη, τη Γεννάδειο Βιβλιοθήκη, την Δημοτική Βιβλιοθήκη, την Δημοτική Πινακοθήκη, το Πανεπιστήμιο, το Κέντρο Ιστορίας, το Μουσείο Μακεδονικού Αγώνα, την Μητρόπολη Θεσσαλονίκης, μεταξύ πολλών άλλων, αποδίδουν ένα εξαιρετικό αποτέλεσμα.

Οι δράσεις της Αγιορετικής Εστίας, προϋποθέτουν την συνεργασία με τον επιστημονικό κόσμο, και ήδη ένας μεγάλος αριθμός επιστημόνων, ειδικών ερευνητών, έχει συνεργαστεί μαζί μας, στην οργάνωση και ολοκλήρωση πρωτότυπων μελετών, γύρω από σημαντικές πτυχές της ζωής, της ιστορίας και της πολιτιστικής και πνευματικής παράδοσης και κληρονομιάς του Αγίου Όρους.

Το έργο τους εκφράζεται στην συνέχεια σε εκδόσεις, σε συνέδρια, σε εκθέσεις, η υλοποίηση των οποίων προϋποθέτει την κινητοποίηση και την συμβολή, άλλων κρίσιμων επαγγελμάτων. Συγγραφείς, μεταφραστές, γραφίστες, επιμελητές, εκδότες, κινούνται στον τομέα αυτόν.

Οι τέσσερις ενότητες των προγραμμάτων του 2007-2008 ,που βρίσκονται τώρα σε εξέλιξη, επιβεβαιώνουν την βασική αυτή αρχή.
Η καταγραφή των εικονογραφικών προγραμμάτων των ναών, και παρεκκλησίων των Ιερών Μονών, που έχει ολοκληρωθεί για τις τοιχογραφίες του 10ου έως και 16ου αιώνα για 110 ναούς και παρεκκλήσια , έχει παραδοθεί ήδη στα ιερά καθιδρύματα σε συμβατική και ψηφιακή μορφή και ολοκληρώνεται με την καταγραφή του 17ου-έως 20ου αιώνα μέχρι το τέλος του χρόνου.

Η μελέτη και ολοκλήρωση του έργου έρευνας και καταγραφής για τους Αγιορείτες Αγίους και μάρτυρες, που προβάλλουν την ουσία της Αγιορειτικής ζωής, εξελίσσεται και ολοκληρώνεται με την συμμετοχή διακεκριμένων καθηγητών και σύντομα θα παρουσιαστεί με την μορφή μιας έκδοσης.

Τα Σύγχρονα καλλιτεχνικά Εργαστήρια του Αγίου Όρους, μια εξ ίσου ενδιαφέρουσα μελέτη, που αποτυπώνει την συνέχεια και άνθηση μιας δραστηριότητας στο Όρος, όπου η διακονία, η παραγωγή χρηστικών αντικειμένων της καθημερινής ζωής και της λατρείας, =συνδυάζονται με την υψηλή τεχνική και τέχνη, θα εκφραστεί στις αρχές του επόμενου χρόνου με μια ΄Εκθεση έργων των εργαστηρίων και των καλλιτεχνών στο Μουσείο της Αγιορειτικής Εστίας.

Η έκδοση του έργου του Ρώσου περιηγητή Βασίλι Μπάρσκι «Τα θαυμαστά Μοναστήρια του Αγίου Όρους» (1723)από το πολύτιμο και πολύμοχθο έργο του Ακαδημαϊκού Παύλου Μυλωνά, εξελίσσεται τώρα σε συνεργασία με τα Αρχιτεκτονικά Αρχεία του Μουσείου Μπενάκη, αξιοποιώντας ένα ελάχιστο τμήμα του λαμπρού έργου του Π.Μυλωνά, εξαιρετικής σημασίας για τους μελετητές του Αγίου Όρους.

Η έρευνα και αποτύπωση του φαινομένου των ξένων περιηγητών του Αγίου Όρους, για πέντε αιώνες, από το 1405 έως το 1930,που θα ολοκληρωθεί με μια Έκθεση ντοκουμέντων, σχεδίων λιθογραφιών, χαρτών, ζωγραφικών πινάκων και εκδόσεων, μια Ημερίδα και μια έκδοση, με πλήρη στοιχεία, βιβλιογραφία και ειδικές σημειώσεις

Τα προγράμματα αυτά κινητοποιούν δεκάδες επιστήμονες, ερευνητές, μουσειολόγους, ειδικούς τεχνικούς και τεχνίτες, κινητοποιούν επαγγέλματα στην πόλη, ενισχύουν και τροφοδοτούν ένα κόσμο, η παρουσία και το εύρος του οποίου διαμορφώνουν το επιστημονικό, το επιχειρησιακό και το επαγγελματικό επίπεδο μιας πόλης, που διεκδικεί πολιτιστική παρουσία και ρόλο στην ευρύτερη περιοχή.

Υπάρχει όμως και μια άλλη πλευρά στην οποία θεωρώ χρήσιμο να αναφερθώ.

Πρόκειται για τα προγράμματα πρακτικής άσκησης αποφοίτων διαφόρων σχολών, ΙΕΚ και ΚΕΚ, που οι σπουδές τους βρίσκονται μέσα στο πεδίο των δράσεων της Αγιορειτικής Εστίας.

Τα αναφέρω, γιατί δεν πρόκειται για μια απλή διαχείριση, μια διεκπεραίωση, που αξιοποιεί τον χρόνο και την δουλειά κάποιων νέων.

Κάθε μια από τις συνεργασίες αυτές, σχεδιάζεται με ενδιαφέρον, με προσοχή, με σεβασμό στην επαγγελματική αγωνία των νέων ανθρώπων, με στόχο να τους δοθούν σοβαρές δυνατότητες απόκτησης εμπειριών , να αποκτήσουν ουσιαστικές και χρήσιμες γνώσεις.

Την στιγμή αυτή μια ομάδα νέων επιστημόνων, που έχουν σπουδάσει πολιτιστική διαχείριση , ασχολούνται με την συγκέντρωση πληροφοριών, στοιχείων και ντοκουμέντων, γύρω από την ιστορία του κτιρίου Νεδέλκου, τον δωρητή Κ. Νεδέλκο, τον αρχιτέκτονα Ξανοφώντα Παιονίδη. Επισκέφτηκαν υπηρεσίες, οργανισμούς, Μουσεία, συναντήθηκαν με πρόσωπα, συγκέντρωσαν προσωπικές μαρτυρίες, έγγραφα ,φωτογραφίες, σχέδια, και διαμόρφωσαν ένα μοναδικό σε όγκο και περιεχόμενα Αρχείο, που θα αξιοποιηθεί με την δημιουργία, στο κτίριο ενός χώρου «Μνήμης» για το κτίριο, τον δωρητή, τον αρχιτέκτονά του. Από το υλικό αυτό θα προκύψει ακόμη μία βάση δεδομένων, που θα συγκεντρώνει το μεγαλύτερο μέρος του υλικού της έρευνας και ήδη οι συνεργάτες αυτοί ετοιμάζουν μια σχετική δημοσίευση σε ένα περιοδικό της πόλης.
Ευτυχής υπήρξε και η συνεργασία μας με τους σπουδαστές του διαπανεπιστημιακού προγράμματος μουσειολογίας, κατά την διάρκεια της λειτουργίας της Έκθεσης των κειμηλίων του Πρωτάτου,, στους οποίους προσφέραμε κάθε δυνατή βοήθεια να εκπληρώσουν ένα σχετικό πρόγραμμα στο πλαίσιο των σπουδών τους.

Κυρίες και κύριοι,
Στις 17 Ιουνίου του 1987, ο γιατρός Κων/νος Νεδέλκος απεβίωσε πλήρης ημερών.

Λίγες ημέρες αργότερα άνοιξε η ιδιόγραφη διαθήκη του, την οποία συνέταξε στις 22 Δεκεμβρίου του 1980.

Στην διαθήκη αυτήν ο ο Κων/νος Νεδέλκος γράφει:

«Εγώ, ο Κωνσταντίνος Νεδέλκος του Ιωάννου, ορίζω ότι σε περίπτωση θανάτου μου, η παλαιά οικία και κλινική μαζί με το οικόπεδό τους, που βρίσκονται στην οδό Εγνατία, να περιέλθουν στο Δήμο Θεσσαλονίκης, για να τα κάνει μουσείο».

Πιστεύω πως η επιθυμία του έχει εκπληρωθεί με τον καλύτερο τρόπo.

Σχόλια