Η ΕΓΝΑΤΙΑ ΟΔΟΣ : Τι μας έφερε και τι μας πήρε...

Το 1979 έγινε και για μένα πραγματικότητα το «όνειρο» κάθε Έλληνα. Απόκτησα ένα «εξοχικό» στην Ασπροβάλτα, στην πλαγιά ενός λόφου, με το όνομα «Αμπελάκια». Φυσικά δεν υπήρχε ίχνος αμπελιού τριγύρω, παρά μόνο ελαιόδεντρα και θάμνοι.
Όπως ήταν φυσικό για τα χρόνια εκείνα και την απομονωμένη περιοχή, ζήσαμε εκεί για πάνω από 10 χρόνια, χωρίς ηλεκτρικό ρεύμα και νερό, με ένα αγροτικό δρόμο να μας συνδέει με το χωριό και να μας αποκόπτει σε κάθε μεγάλη βροχή, παρά τις προσπάθειες του ηρωικού SIMCA 1100

Ήταν όμως αυτό που αναζητούσαμε, μια και η φύση γύρω μας αποζημίωνε πλουσιοπάροχα. Συνορεύαμε με ένα δασάκι από βαλανιδιές και οξιές, που κατέληγε χαμηλά σε ένα ξεροχείμαρρο, σκεπασμένο από γιγαντιαία πλατάνια. Και αυτό γιατί και από τις δυο όχθες του κατέβαινε το νερό πηγών, και σχημάτιζε μικρές λιμνούλες. Πολύτιμες, γιατί επί χρόνια χάρις σ αυτές, διασώσαμε το λίγο – τότε- πράσινο της αυλής.

Γι αυτές τις πηγές, ήμασταν ιδιαίτερα περήφανοι, αφού στην μια από αυτές, που ανάβλυζε μέσα από ένα πηλώδες έδαφος, σχηματίζαμε τεχνητές βρύσες και καλούσαμε τους επισκέπτες, να δοκιμάσουν ένα δροσερό μεν, άγνωστης σύνθεσης δε νερό. Και δίπλα μέσα από βατομουριές, κισσούς και άλλα αναρριχητικά φυτά, ξεπρόβαλαν οι ξηρολιθιές μιας κατασκευής, που είχε «ιστορία», αφού όπως μας είπαν ήταν το σπίτι- καταφύγιο των ανταρτών στην Κατοχή και αργότερα στον εμφύλιο.

Παίρναμε τα στενά φιδωτά μονοπάτια των κατσικιών και προχωρώντας κάτω από ένα καταπράσινο θόλο, ανηφορίζαμε προς το βουνό, όσο αντέχαμε, απολαμβάνοντας την θέα, με το Παγγαίο στα αριστερά μας και τον Άθω δεξιά στο βάθος, με το μόνιμο άσπρο συνεφένιο καπελάκι να τον συνοδεύει και να τον ξεχωρίζει. Και φυσικά μπροστά μας η Ασπροβάλτα σε όλη την έκταση των παραθεριστικών και κατά κανόνα αυθαίρετων σπιτιών, που έκτιζαν οι «προλετάριοι» Θεσσαλονικείς και οι έμποροι, και μαγαζάτορες των Σερρών.

Και παραδίπλα, τα κάτω Βρασνά, πιο πέρα ο Σταυρός και ο Άνω Σταυρός και στο βάθος η Ολυμπιάδα με το νησάκι. Για όλα αυτά είχαμε «ιστορίες», που τις «εμπλουτίζαμε» με λίγη δημιουργική φαντασία, όχι μόνο για τους μικρούς, άλλα και για τους φίλους επισκέπτες μας.

Απραγματοποίητο μέχρι σήμερα όνειρο, να φτάσουμε περπατώντας μέχρι το Βυζαντινό εκκλησάκι του Αγίου Γεωργίου του 14ου αιώνα, στην κορυφή του φοβερού μονοκόμματου γρανιτένιου βράχου, που δεσπόζει πάνω από την Ασπροβάλτα.

Ο Βασίλης και ο Σάββας, γνώρισαν από πολύ κοντά τα κοπάδια των προβάτων, που περνούσαν έξω από την αυλή, με τους ευγενικούς τσομπάνους, που φιλεύαμε ένα ποτήρι νερό, και ανταλλάσσαμε λίγες λέξεις, τις αγελάδες, που έβοσκαν όλη μέρα στο απέναντι χωράφι, με εκείνον τον ειρηνικό ήχο των κουδουνιών τους, να συνοδεύει τις αργές μονότονες κινήσεις τους.

Μπούφοι, κουκουβάγιες, σαύρες, και πότε πότε φίδια, πολύ συχνά αλεπούδες, που περνούσαν από δίπλα, τελείως αδιάφορες για την παρουσία μας και κατευθύνονταν στα κοτέτσια των πρώτων σπιτιών του χωριού, και τα βράδια του καλοκαιριού ομάδες τσακαλιών που κατέβαιναν από τα ψηλά για το νερό, με το χαρακτηριστικό ουρλιαχτό τους, που καμιά φορά μας φόβιζε, αφού μέσα στην νύχτα νομίζαμε πως έφτασαν και στον φράχτη του σπιτιού, ήταν καθημερινή σχεδόν συντροφιά.

Είδαν και αναγνώρισαν στον ουρανό, τον Αυγερινό και την Πούλια, και ανακάλυψαν την Μικρή και Μεγάλη Άρκτο, σε ένα ουρανό , που άστραφτε από τις χιλιάδες λαμπερά αστέρια.

Τα της λειτουργίας αυτού του σπιτιού, το πώς δηλαδή φωτιζόταν, πως ζεσταινόταν, πως μεταφέραμε νερό και πάγο και άλλες περιπέτειες, ιδιαίτερα τον χειμώνα, τις αφήνω στις μνήμες μας.

Θα διηγηθώ μόνο την μεγάλη ανατροπή. Την Εγνατία δηλαδή, που κατέφτασε μετά από χρόνια συζητήσεων και τα άλλαξε όλα.
Πέρασε σαρωτικά και ισοπεδωτικά από τα Βυζαντινά ευρήματα που ανακαλύφτηκαν δίπλα στην πηγή και κυρίως τις κατασκευές ύδρευσης, με του πήλινους αγωγούς και τις αποθήκες.

Στην συνέχεια καταβρόχθισε την κορυφή του λόφου , όπου είχε ανακαλυφθεί ένας προϊστορικός οικισμός, εξαφανίζοντας ίχνη ιστορίας χιλιετηρίδων, που έδιναν στην Ασπροβάλτα ένα βαθύ ιστορικό παρελθόν, μια γοητεία και ένα μυστήριο, ένα «κύρος» τέλος πάντων. Πάνε και τα κοπάδια των προβάτων, εξαφανίστηκαν αλεπούδες και τσακάλια, στέγνωσαν οι πηγές, σκεπάστηκε με τόνους χώμα το «ορμητήριο» των ανταρτών. Μας έμεινε σταθερός και μόνιμος σύντροφος ο θόρυβος ενός δρόμου ταχείας κυκλοφορίας, που έφερε μαζί του και τις θηριώδεις κολώνες της ΔΕΗ, υψηλής τάσης, που περνά πάνω από τις αυλές και κάθε χρόνο κατασκεσκίζει με τον πιο άγριο τρόπο τα δένδρα, που απειλούν να φτάσουν τα σύρματα.

Ήρθε ύστερα η χρονιά με τις βροχές και τις πλημμύρες, που πέρασε από την χωματερή ψηλά στο βουνό και κατέβασε στον ξεροχείμαρρο, τα χημικά απόβλητα της καθημερινότητας των ελληνικών νοικοκυριών, τις ναϋλον σακούλες, τα πλαστικά μπουκάλια, και μόλυνε οριστικά και αμετάκλητα το «ποτάμι» μας.

Τώρα πρέπει να περάσουμε μέσα από ένα σκοτεινό και βρώμικο τούνελ, κάτω από την Εγνατία, για να συναντήσουμε το βουνό και παλεύουμε με τον Σουφλιά να εγκαταστήσει, όπως υποσχέθηκε, ηχοπετάσματα, να μην έχουμε τουλάχιστον τον θόρυβο, για να μας υπενθυμίζει αυτόν τον «σύγχρονο» ανεπιθύμητο γείτονα.

Αυτά. Η ζωή βέβαια συνεχίζεται. Την Ασπροβάλτα επιμένουμε να την αγαπάμε. Την Ασπροβάλτα των νεανικών μας χρόνων, των δύσκολων αλλά αξέχαστων οικογενειακών μας αναμνήσεων και τώρα την Ασπροβάλτα της ξεκούρασης και της ανεμελιάς, του κήπου, των λαχανικών, του πράσινου, που μας περικυκλώνει.

Σχόλια