ΚΑΤΩ ΑΠΟ ΤΙΣ ΦΘΙΝΟΠΩΡΙΝΕΣ ΚΑΣΤΑΝΙΕΣ. Διασχίζοντας τον "Μπεϊλίδικο" του Αγίου Όρους.






Μια επίσκεψη «αστραπή» στο Άγιο Όρος την Πέμπτη, στάθηκε αρκετή για να με βγάλει από την μιζέρια της καθημερινής τηλεοπτικής πραγματικότητας.

Είτε αυτή περιστρέφεται γύρω από την τρέχουσα κυβερνητική δραστηριότητα, είτε γύρω από τις περιπέτειες του ΠΑΣΟΚ, είτε την «αρχιεπισκοπική διαδοχολογία», είτε τα καθημερινά απογοητευτική νέα γύρω από τα προβλήματα του περιβάλλοντος, που φαίνεται να επιδεινώνονται με δραματικούς ρυθμούς.

Έστω ακόμη και ως διάλλειμα από την αφόρητη πίεση που αισθάνομαι καθημερινά αντικρίζοντας τους γιγαντιαίους όγκους μπετόν του Δημαρχιακού Μεγάρου, που ετοιμάζονται να «καταβροχθίσουν και την πλατεία της πρώην Ηλεκτρικής Εταιρίας, αφού εξαφάνισαν το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού και «θόλωσαν» την εικόνα του Αρχαιολογικού Μουσείου. Ή ακόμη και αυτήν την απίθανη «αποτύπωση», του αρχαίου τείχους, που σχεδίασαν οι αρχαιολόγοι απέναντι από τον Λευκό Πύργο, κόβοντας με τον όγκο του μπετόν την συνέχεια του γνωστού Κήπου του Λευκού Πύργου, ανυψώνοντας ένα νέο «τείχος της ντροπής» ανάμεσα στον Λευκό Πύργο και το Βασιλικό Θέατρο και στην ουσία πολιορκώντας ασφυκτικά το μνημείο.

Καταλαβαίνω πως πήρα φόρα, πως παρασύρθηκα υπερβολικά και σταματώ, αφού «γι αλλού ξεκίνησα κι αλλού η ζωή –στην πόλη- με πάει»...

Γυρίζω λοιπόν στα της επίσκεψης στο Άγιο Όρος. Έφτασα στην Δάφνη στις 9 το πρωί και αναχώρησα από εκεί για Θεσσαλονίκη στις 3 το απόγευμα. Και στις λίγες αυτές ώρες και τι δεν είδα...

Συνόδευσα τον Γιάννη Ζαρζώνη, τον γνωστό φωτογράφο, για να συζητήσει μια ιδέα του, ενός Φωτογραφικού Λευκώματος του Αγίου Όρους, και μέχρι να τελειώσει η έκτακτη Διπλή Ιερά Σύναξη, το κορυφαίο αντιπροσωπευτικό όργανο του Αγίου Όρους και αποδεσμευτούν οι Μοναχοί, με τους οποίους θα συζητούσε το αίτημά του περιπλανηθήκαμε σε ένα φθινοπωρινό αγιορείτικο τοπίο ανακαλύπτοντας ενδιαφέρουσες και γοητευτικές πτυχές της καθημερινότητας αυτού του τόπου, που δεν εξαντλούνται ποτέ.

Η πρώτη έκπληξη στον αρσανά της Σιμωνόπετρας δίπλα ακριβώς από το Λιμάνι της Δάφνης. Στα κτίρια του 1800 και, που περιβάλλουν μια μικρή κοινότητα, κάποτε δραστήρια και που τώρα μεταμορφώνεται για να εξυπηρετήσει άλλες σύγχρονες ανάγκες.
Το «χάνι» με τα 14 δωμάτια, που ένας διορατικός και πρακτικός ηγούμενος της Σιμωνόπετρας, έκτισε εκεί δίπλα στο μοναδικό λιμάνι, την Δάφνη, την είσοδο- έξοδο όλων των επισκεπτών του Όρους, άλλα και των μετακινουμένων στον έξω κόσμο μοναχών.
Η ανέγερση ενός χανιού, ακούγεται παράδοξα σε έναν τόπο, που για αιώνες υποδέχεται και φιλοξενεί προσκυνητές επισκέπτες, περιηγητές, απελπισμένους μοναχικούς, κουρασμένους από την ένταση και το άγχος γιάπηδες, πιστούς που επισκέπτονται τον «πνευματικό» τους.
Στις δύσκολες δεκαετίες του 1800, πριν αλλά και μετά την απελευθέρωση, οι μοναχοί αγωνιούσαν περισσότερο για την διάσωση των γιγαντιαίων μοναστικών συγκροτημάτων, που αυτοκρατορικές εύνοιες και τάματα ανήγειραν και λιγότερο για την ίδια την επιβίωσή τους. Η φθορά, από τον χρόνο και τις πυρκαγιές ήταν τόσο εμφανής, που όπως δείχνουν και οι παλιές γκραβούρες, μπορεί να είχαν εξαφανιστεί και ολόκληρες πτέρυγες, άσε που η κατάρρευση κάνει συχνά, σχεδόν αγνώριστο το μοναστήρι.
Οι ηγούμενοι κυρίως, ζούσαν με την αγωνία που αργότερα στις μέρες μας εξέφρασε κάποια κρίσιμη στιγμή του Σχεδίου Ανάν ο Τάσος Παπαδόπουλος : «Δεν παρέλαβα κράτος για να παραδώσω κοινότητα». Θυμάστε εκείνη την όντως δραματική αναφορά του..
Και ο κάθε ηγούμενος θα μπορούσε να σκεφθεί έντρομος «παρέλαβα μια αυτοκρατορική Μονή και κινδυνεύω να παραδώσω ένα ερειπωμένο κελί»....
Αλλά οι καιροί ήταν δύσκολοι. Μετά την απελευθέρωση αρχικά η μανία των Βαυαρών- που κινούμενοι από μια προτεσταντική λογική και αντίληψη των πραγμάτων, με την γνωστή επιδίωξή τους να ξεριζώσουν μια ενοχλητική «ιδιοπροσωπεία της ανατολής» επιχείρησαν να εξαφανίσουν από προσώπου γης τα Μοναστήρια της κυρίως Ελλάδας, εφαρμόζοντας ένα ιδιόρρυθμο.. «Καποδίστρια», καταργώντας Μοναστήρια και υποχρεώνοντας του μοναχούς να συγκεντρωθούν σε ελάχιστα που η μεγάλη ιστορία τους και οι τοπικές κοινωνίες διέσωζαν, που διέκοψαν κάθε επαφή και βοήθεια προς τις Μονές του Αγίου Όρους και στην συνέχεια το φτωχό νεοελληνικό κράτος, που ζούσε με την καθημερινή αγωνία της χρεοκοπίας, δεν προσέφεραν την παραμικρή δυνατότητα να διαφυλαχθούν τα μεγάλα μοναστηριακά συγκροτήματα από την καταστροφή και την φθορά.

Έπρεπε λοιπόν να βρεθούν άλλοι τρόποι. Και βρέθηκαν τότε πολλοί, αλλά στην περίπτωσή μας ο ηγούμενος της Σιμωνόπετρας ήταν διορατικός και διέθετε «εμπορικό» μυαλό.

Ανήγειρε λοιπόν το «χάνι» στην Δάφνη και φιλοξενούσε εκεί τους μοναχούς, που κατέφταναν στο Λιμάνι, διασχίζοντας τα καλντερίμια και τα μονοπάτια του Αγίου Όρους επί πολλές ώρες με τα μουλάρια, για να πάρουν το επόμενο καράβι για την Θεσσαλονίκη και την Κωνσταντινούπολη, τον Βόλο, τον Πειραιά., να μεταφέρουν τα έργα των χειρών τους, θυμίαμα, ξυλόγλυπτα, αγιογραφίες, κομποσκίνια, για να εξασφαλίσουν την επιβίωση της κοινότητας . Αλλά τα καράβια δεν ήταν πάντα στην ώρα και την ημέρα τους και οι ταξιδιώτες έπρεπε κάπου να μείνουν. Υπήρχαν και Μοναστήρια, που διατηρούσαν στο «χάνι» μόνιμα δωμάτια για τις ανάγκες τους.
Και ύστερα ήρθαν η διάνοιξη των δρόμων, οι μπουλντόζες, τα τζιπ, τα UNIMOG, τα τριαξονικά, που μετέφεραν μηχανικούς και συντηρητές, τους παραδοσιακούς κτίστες και έμπειρους πετράδες, και μαρμαράδες, αλλά και
χιλιάδες τόνους υλικών για να ανοικοδομηθούν, να συντηρηθούν να αποκατασταθούν τα Μοναστήρια, χάρη στα Ευρωπαϊκά προγράμματα. Ήρθαν τα μεγάλα πλοία, που μεταφέρουν καθημερινά, εκατοντάδες επισκέπτες και προσκυνητές, τα ταχύπλοα, που σε μισή ώρα σε μεταφέρουν από την Ουρανούπολη στη Δάφνη, τα πολλά καθημερινά δρομολόγια..
Και το «χάνι» έχασε την σημασία και την πελατεία του...

Δίπλα του ένα άλλο τριώροφο κτίριο της ίδιας εποχής, μια ακόμη «καινοτομία» του ηγουμένου να επιτρέψει σε κοσμικό έμπορο να ανεγείρει και να εκμεταλλευθεί ένα «εμπορικό κέντρο», που διακινούσε κυρίως τρόφιμα, ρουχισμό και εργαλεία, με τον όρο να μεταβιβαστεί η κυριότητά του μετά 99 χρόνια στην κυρίαρχη Μονή..
Όταν το κτίσμα περιήλθε στην Μονή στην δεκαετία του 1970, βρήκε τα πράγματα εντελώς αλλαγμένα, με τους διάφορους αποθηκευτικούς χώρους, να φιλοξενούν ακόμη ξεχασμένα παλιά εργαλεία και «μνήμες» εμπορίου και έτσι το κτίριο επισκευάζεται τώρα και αλλάζει χρήση..

Στην διαδρομή μας προς την κορυφή, προς τον περίφημο δρόμο που διασχίζει ολόκληρη την κορυφογραμμή της Χερσονήσου και έφτανε κάποτε και μέχρι την Ουρανούπολη, θα συναντήσουμε τον Δοντά, το εξαιρετικό αγροτόσπιτο, του 18ου αιώνα, ένα κτίσμα σε μακεδονική αρχιτεκτονική, που διατηρεί τα κύρια χαρακτηριστικά της λειτουργίας εδώ και 200 χρόνια, για να στηρίξει την αγροτική παραγωγή της γύρω περιοχής που παράγει την καθημερινή διατροφή των μοναχών, τα λαχανικά, το λάδι και το κρασί της χρονιάς.
Χώροι εκπληκτικοί, ξύλινες οροφές με ξυλόγλυπτο διάκοσμο, μεσάντρες, δωμάτια φιλοξενουμένων, εργαλεία παραδοσιακά, κρασοβάρελα τόνων, και δίπλα δίπλα οι παραδοσιακοί τρόποι παραγωγής και αποθήκευσης του κρασιού και της ρακής, με τον σύγχρονο εξοπλισμό και τα συστήματα.

Στην απλωταριά που βλέπει προς την θάλασσα, το βλέμμα συναντά πρώτα το δαιδαλώδες , καταπράσινο φαράγγι, που στέλνει μέχρι ψηλά τον ήχο του νερού που κυλά στα βάθη του χειμώνα καλοκαίρι. Εκεί λοιπόν δοκιμάσαμε το φημισμένο ρακί του Δοντά και γευτήκαμε δύο από τις εξαιρετικές ποικιλίες των σταφυλιών του.

Ανηφορίζουμε προς την κορυφή, συναντώντας την τεχνητή λίμνη, που κατασκευάστηκε αμέσως μετά την μεγάλη πυρκαγιά, που απείλησε το Μοναστήρι και τώρα διατηρεί τα πολύτιμα αποθέματα νερού για την πυρόσβεση, που φτάνουν σε λίγα λεπτά σε κάθε γωνιά του μοναστηριακού δάσους ενώ ταυτόχρονα τροφοδοτεί με ηλεκτρικό ρεύμα το Μοναστήρι, συμπληρώνοντας την παραγωγή ρεύματος του διπλανού συστήματος με φωτοβολταϊκά, που εδώ και πολλά χρόνια αποτελούν την κύρια πηγή παραγωγής ηλεκτρικού ρεύματος για την Σιμωνόπετρα.

Λίγο ψηλότερα, ένα ακόμη αγροτόσπιτο κτισμένο το 1923 εποπτεύει έναν απέραντο λαχανόκηπο και εκτάσεις με οπωροφόρα δέντρα, στην αυλή του οποίου αναπαύεται το υπέρθυρο με την χρονολογία του παλαιότερου κτίσματος του 1870..

Και από εκεί και πέρα κινούμαστε στην κορυφογραμμή πάνω στον περίφημο «μπεϊλίδικο» ένα μονοπάτι αδιατάρακτο, που κανένας σύγχρονος δρόμος δεν _τόλμησε- να απειλήσει.
Κάτω από τεράστιες καστανιές, που εναλλάσσονται με περιοχές πυκνής οξιάς , σε φθινοπωρινά χρώματα, κάτι ανάμεσα σε πορφυρό και κίτρινο, πάνω σε ένα χαλί φύλλων , ανάμεσα στα οποία ξεχωρίζουν τα πεσμένα κάστανα και πότε-πότε το πέτρινο καλντερίμι , με την οργιάζουσα –αν μπορώ να μεταχειριστώ αυτήν την λέξη- φύση του Αγίου Όρους να σκεπάζει κάθε εκατοστό γης, φτάνουμε στον «Σταυρό», την γνωστή διασταύρωση, που συναντά ο επισκέπτης, κινούμενος από Δάφνη προς Καρυές.
Λίγα λεπτά αργότερα θα βρεθούμε στις Καρυές σε γνωστό όσο και οικείο περιβάλλον, για να πάρουμε μέρος στην προγραμματισμένη συνάντησή μας.

Αναχώρησα για την Θεσσαλονίκη, δύο ώρες αργότερα, συνειδητοποιώντας ότι ακόμη και αυτή η ολιγόωρη επίσκεψη , για την οποία συχνά διαμαρτύρομαι , έχει την χάρη , τις αποκαλύψεις, και τα μυστήριά της.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου