Η 1η ΒΙΕΝΑΛΕ ΣΥΓΧΡΟΝΗΣ ΤΕΧΝΗΣ ΤΟΥ 2007 και η Βιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου το 1986



Από καιρό τώρα ήθελα να διατυπώσω μερικές σκέψεις μου γύρω από την 1 Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, όχι μόνο για τις εντυπώσεις μου από όσα παρακολούθησα, αλλά και από την σχετικά πλούσια –αν όχι και πάντα καλόπιστη- που συνόδευσε τις εκδηλώσεις. Αυτό από μόνο του βέβαια- εννοώ την δημοσιότητα- είναι εξαιρετικά σημαντικό, αλλά στην περίπτωση μας δεν ισχύει βέβαια αυτό που λένε –κυνικά- για τους πολιτικούς, πως είναι προτιμότερο να σε υβρίζουν, παρά να σε ξεχνούν.
Η δημοσιότητα είχε και πλευρές, που προκάλεσαν την δικαιολογημένη δυσφορία των διοργανωτών, αλλά και την έντονη διαμαρτυρία, γνωστών δημοσιογράφων του καλλιτεχνικού ρεπορτάζ στα τοπικά Μέσα ενημέρωση.
Αλλά σ αυτά θα αναφερθώ αργότερα. Είχα την σπάνια ευκαιρία- σπάνια από πολλές απόψεις-, να επισκεφτώ φέτος τόσο την Μπιενάλε της Βενετίας, όσο και την DOCUMENTA στο Κάσελ και έτσι έχω μια άμεση εικόνα και αίσθηση των δύο κορυφαίων γεγονότων στην Σύγχρονη Τέχνη και ένα κριτήριο- τηρουμένων των αναλογιών- για να κρίνω αντικειμενικά ελπίζω την δική μας Μπιενάλε
Θα το κάνω βέβαια, όχι με κάποια ιδιότητα ειδικού, ούτε καν έμπειρου φιλότεχνου, αλλά ως ένας πολίτης, που αγαπά- και τιμά την τέχνη και ιδιαίτερα τους καλλιτέχνες- και κυρίως ενδιαφέρεται πάντα για την πόλη του και την πολιτιστική δραστηριότητα και ανάπτυξή της.
Αλλά πριν απ όλα θα σταθώ σε μια αναφορά που είδα να γίνεται , με την ευκαιρία της 1ης Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, στην 2η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου, κυρίως για να βγουν κάποια συμπεράσματα, που εκ των πραγμάτων αδικούν την εξαιρετική πρωτοβουλία του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, ιδιαίτερα στον τομέα της συμμετοχής του κοινο
Σπεύδω λοιπόν να επισημάνω πως κανένα στοιχείο, καμιά διάσταση, καμιά συγκυρία δεν μας επιτρέπουν να κάνουμε τον παραμικρό έστω σύγκριση ανάμεσα στα δύο γεγονότα, που σημειωτέον τα χωρίζουν είκοσι ολόκληρα χρόνια.


Και για κάποιον που έχει και την ελάχιστη έστω γνώση των πραγμάτων σε τίποτε , αλλά προπάντων στον Πολιτισμό δεν μπορούμε να βρούμε κοινά στοιχεία ως βάση σύγκρισης.
Βρέθηκα στην καρδιά εκείνης της διοργάνωσης, του 1986, που παραμένει όπως φαίνεται ζωντανή και νοσταλγική στις μνήμες πολλών συμπολιτών μας, με την ιδιότητα του Αντιδημάρχου Πολιτισμού στον Δήμο Θεσσαλονίκης, εκπροσωπώντας, τον δεύτερο εταίρο της διοργάνωσης, το Υπουργείο δηλαδή Πολιτισμού και γνωρίζω και θυμούμαι ασφαλώς τα όσα συνέβησαν τότε.



Να μην ξεχνάμε ότι μιλάμε για την Θεσσαλονίκη των μέσων της δεκαετίας του 1980, όταν η λέξη Σύγχρονη Τέχνη, μόλις άρχισε να ακούγεται χάρις στην παρουσία του Μακεδονικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης, όταν δεν υπήρχαν στην πόλη, ούτε το Τελλόγλειο, ούτε το Βυζαντινό Μουσείο, ούτε φυσικά το ΚΜΣΤ, ούτε η Όπερα Θεσσαλονίκης, ούτε τα Μουσεία Κινηματογράφου και Φωτογραφίας, το Λιμάνι ήταν απροσπέλαστος και άγνωστος χώρος, οι Λαζαριστές, ένα εγκαταλειμμένο παλαιό καθολικό μοναστήρι, το Βασιλικό, ένας απέραντος σκουπιδότοπος στο κέντρο της πόλης, κατέρρεε, το Γενή Τζαμί ήταν κλειστό, το Αλατζά Ιμαρέτ τελείως άγνωστο στους Θεσσαλονικείς, η Ροτόντα απροσπέλαστη, η ΕΜΣ σε εγκατάλειψη, το σύνολο των μνημείων της πόλης ασυντήρητα και καταρρέοντα. Και φυσικά, γατί περί αυτού πρόκειται, το σύνολο των καλλιτεχνικών και πολιτιστικών δραστηριοτήτων των φορέων αυτών, που προσφέρονται τώρα στην πόλη.



Μέσα σ αυτό το περιβάλλον φτάνει στην Θεσσαλονίκη, η πρόταση της Μελίνας, ως υπουργού Πολιτισμού, στον Δήμο, να συνδιοργανώνουν στην Θεσσαλονίκη, την 2η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου…




Ομολογώ πως η πρόταση μας βρήκε απροετοίμαστους , για την διοργάνωση ενός τόσο μεγάλου διεθνούς γεγονότος, αλλά «σαν ώριμους από καιρό» μας έδινε την δυνατότητα επί τέλους,να ανοίξουμε διάπλατα τις πόρτες και τα παράθυρα της Θεσσαλονίκης στον κόσμο, κάτι που δυστυχώς παραμένει πρωταρχικό ζητούμενο ακόμη και τώρα είκοσι χρόνια μετά. Και αυτό δεν συνέβαινε μόνο στο περιβάλλον του Δήμου.



Διάχυτο ήταν στην πόλη ένα αίσθημα αναζήτησης, μια ένταση, ένα κλίμα δημιουργικής συμμετοχής, που το εξέφραζαν νέοι καλλιτέχνες, πανεπιστημιακοί,, αρχιτέκτονες, ένα κόσμος που αναζητούσε κάτι νέο και προσδοκούσε να επικοινωνήσει με όλα συνέβαιναν στον κόσμο.


Αυτό δεν φάνηκε μόνο από την απίστευτη συμμετοχή του κόσμου στις εκδηλώσεις.




Φάνηκε αμέσως από την ενθουσιώδη διαθεσιμότητα των ανθρώπων που έσπευσαν να στελεχώσουν τις επιτροπές που επέλεξαν τους καλλιτέχνες, τους αρχιτέκτονες και μηχανικούς που ανέλαβαν να σχεδιάσουν την φιλοξενία των πολλών εκδηλώσεων πολλών τεχνών, το πλήθος των ανθρώπων που προσφέρθηκαν εθελοντικά να δουλέψουν, όπου αυτό ζητήθηκε αλλά και τον ζήλο εκείνων που εργάστηκαν για να ανοίξουν τους άγνωστους, κλειστούς, χώρους, να τους διαμορφώσουν μέσα σε απίστευτα μικρό χρόνο ,για να αναδειχθούν κατόπιν σε μαγικούς χώρους, όπου η Τέχνη και η τόλμη των νέων δημιουργών προκαλούσαν ενθουσιασμό κάθε βράδυ.
Ναι αυτές είναι νομίζω οι δύο λέξεις, που θα μπορούσαν να χαρακτηρίσουν εκείνη την περίοδο. Μαγεία και ενθουσιασμός.

Ήταν βέβαια και ο ίδιος ο χαρακτήρας εκείνης της Μπιενάλε, που βοήθησε σ αυτό. Θέατρο, εικαστικές τέχνες, μουσική, χορός, κόμιξ, ροκ συγκροτήματα, μόδα, βίντεο, αρχιτεκτονική, προσφέρθηκαν με μια φρεσκάδα, με μια νεανική τόλμη, με ένα πλούτο πρωτοφανή.



Οι Θεσσαλονικείς, είδαν και άκουσαν μέσα στην ίδια ημέρα, παραστάσεις θεάτρου, και εκθέσεις φωτογραφίας, και βίντεο και χορό μετακινούμενοι πάνω σε ένα άξονα, στο τρίγωνο Βασιλικό-Λιμάνι-Ροτόντα, μέσα σε ένα πανηγύρι ενθουσιώδους συμμετοχής.


Εκατοντάδες, νέοι καλλιτέχνες από τις ευρωπαϊκές χώρες της Μεσογείου, άλλαξαν την εικόνα της πόλης, που ξαναβρήκε κάτι από το κοσμοπολίτικο χαρακτήρα της.

Για να οργανωθεί αυτή η κινητικότητα, βρέθηκαν λύσεις από το πουθενά, γιατί δεν είχε προηγηθεί τίποτε σχετικό, δεν υπήρχε οποιαδήποτε εμπειρία διοργάνωσης αυτών των διαστάσεων, δόθηκαν εξαιρετικές λύσεις σε άλυτα μέχρι τότε προβλήματα, διατυπώθηκαν και υλοποιήθηκαν πρωτοπόρες ιδέες στην διοργάνωση.

Αξέχαστη θα μείνει και η ανεπανάληπτη, εμπνευσμένη και εντυπωσιακή οργάνωση της προβολής του γεγονότος.
Εκείνες οι μοναδικές εγκαταστάσεις στην Θεσσαλονίκη, που προκαλούσαν αμέσως ερωτηματικά και έκπληξη στον κόσμο, με τις οποίες διαφημίστηκε η Μπιενάλε, δεν επαναλήφθηκαν έκτοτε, ούτε και στην Πολιτιστική Πρωτεύουσα.




Έχει νομίζω ενδιαφέρον να τις ξαναφέρω στην μνήμη μας.






Πως είναι συνεπώς δυνατό να συγκρίνουμε τα δύο γεγονότα, μέσα σε δύο τελείως διαφορετικές εποχές, συνθήκες, υποδομές, θεσμούς, αντιλήψεις, αλλά και ανάμεσα σε δύο εντελώς διαφορετικά κοινά;

Η πόλη και οι άνθρωποί της και κυρίως όλοι όσοι ασχολούνταν με τον πολιτισμό, την επικοινωνία, τα προβλήματα της πόλης, τα κοινωνικά κινήματα και τους φορείς, έζησαν τότε τα τελευταία χρόνια της αθωότητας, του ιδεαλισμού, του αλτρουισμού, της αλληλεγγύης.

Και ύστερα ήρθαν το κράτος, η εξουσία, η επιχορήγηση, η κρατική βοήθεια πλουσιοπάροχη, τα προγράμματα, οι έρευνες, οι επιδοτήσεις, τα κοινοτικά κονδύλια, τα φεστιβάλ, οι προγραμματικές συμβάσεις, και όλα άλλαξαν.

Προσθέστε, ή αφαιρέστε, ανάλογα, τον πανίσχυρο ρόλο της τηλεόρασης, του ΙΝΤΕΡΝΕΤ, την ευκολία και την ταχύτητα των μετακινήσεων και θα αντιληφθείτε πως είναι μια παράλογη αυθαιρεσία κάθε απόπειρα να συγκριθεί η 1η Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης του 2007, με την 2η Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου, του 1986.

Υ.Γ.
Είναι πολύ αργά να αλλάξω και να χειραγωγήσω κάπως τον ενθουσιασμό μου, γι αυτό και ζητώ την κατανόηση όσων θα επιχειρήσουν να διαβάσουν μέχρι το τέλος του, το κείμενο.
Ελπίζω να τους αποζημιώσουν κάπως οι πολλές ανέκδοτες φωτογραφίες, που διασώθηκαν στο αρχείο του Λόη Παπαδόπουλου και μου τις προσέφερε απλόχερα, για τις ανάγκες της συγγραφής του Χρονικού του Βασιλικού Θεάτρου Θεσσαλονίκης.

Σχόλια