ΟΠΕΡΑ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ.Υπάρχουν πάντοντε, δυστυχώς και χειρότερες ημέρες!...

Διαβάζω την μεγάλη συνέντευξη της Λίζας Ξανθοπούλου, Καλλιτεχνικής Διευθύντριας της Όπερας Θεσσαλονίκης και μελαγχολώ.

Για άλλη μια φορά επιβεβαιώνεται πως στην χώρα αυτήν και φυσικά και στην πόλη αυτή, τα αδιανόητα, τα απίστευτα, αυτά που προσβάλουν την νοημοσύνη του κοινού ανθρώπου, μπορούν και επιβιώνουν, μέσα στο χρόνο, κάτω από όλες τις πολιτικές και κοινωνικές συνθήκες.

Είναι ακατανίκητα, όπως η βλακεία, και διαχρονικά, όπως πολλές αδυναμίες της δημόσιας ζωής μας.
Για να γίνουν κατανοητά, για να φωτιστούν σε όλο τους το μεγαλείο, αυτά που με ευγενικό τρόπο καταγγέλλει η Λίζα Ξανθοπούλου, είναι ανάγκη να ανατρέξω στο 1995, τότε που η Πολιτιστική Πρωτεύουσα, ξεκίνησε την πολιτική δημιουργίας των νέων θεσμών , αυτών τουλάχιστον που αποτελούσαν μόνιμο αίτημα της πόλης επί δεκαετίες.

Πιστεύαμε τότε όλοι και δικαιωθήκαμε στο τέλος του 1997, ότι μόνο μια τολμηρή και παρακινδυνευμένη κίνηση μας να «θεσμοθετήσουμε» άτυπα, αλλά ουσιαστικά, το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, την Όπερα Δωματίου Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Κινηματογράφου, το Μουσείο Φωτογραφίας, να συγκροτήσουμε διοικητικά όργανα μια στοιχειώδη υπηρεσιακή υποδομή, να αγοραστούν συλλογές, ώστε να δημιουργηθεί μια βάση και να τους ανατεθεί ένα μεγάλο μέρος της σύνταξης του καλλιτεχνικού προγράμματος της Πολιτιστικής, όπως και έγινε, μόνο τότε θα είχαμε ελπίδες να πιεστεί η πολιτεία να προχωρήσει στην επισημοποίησή τους.

Έτσι και έγινε, όταν με Νόμο του Υπουργείου Πολιτισμού, ο τότε υπουργός, καθιέρωσε και επίσημα το «θεσμικό κεκτημένο» της Θεσσαλονίκης.
Για την Όπερα τώρα.

Υποχωρήσαμε τακτικά, όταν ο τότε αναπληρωτής υπουργός Πολιτισμού Θάνος Μικρούτσικος, στις αρμοδιότητες του οποίου πέρασε η Πολιτιστική, προς μεγάλη θλίψη της Μελίνας, επέμενε να μην προχωρήσουμε στην «ίδρυση» Όπερας, αλλά Όπερας Δωματίου- οι γνωρίζοντες αντιλαμβάνονται την διαφορά και την σκοπιμότητα- αφού ουσιαστικά οι παραγωγές ήταν μεγάλες η όλη δραστηριότητα κεφαλαιοποιούσε όλες τις προηγούμενες απόπειρες, και έθετε θεμέλια για μια οριστική λύση της εκκρεμότητας αυτής.

Το δεύτερο εμπόδιο προέκυψε όταν ο Β. Βενιζέλος ετοίμασε σε συνεργασία με τους φορείς, που στο μεταξύ συνέχισαν να λειτουργούν τις σχετικές ρυθμίσεις ίδρυσης όλων αυτών των φορέων.

Συνάντησε την άρνηση του τότε τσάρου της Οικονομίας Νίκου Χριστοδουλάκη, να αποδεχθεί την ταυτόχρονη ίδρυση τόσων «κρατικών» οργανισμών.

Η κυβέρνηση του Κώστα Σημίτη, λειτουργούσε τότε κάτω από τον αστερισμό του «μικρότερου κράτους» , η επίσημη πολιτική απέβλεπε στον περιορισμό των κρατικών οργανισμών, την γνωστή πολιτική της «δεξιάς στροφής» , η οποία ήρθε πάλι στο προσκήνιο πρόσφατα.

Ούτε η προσφυγή στον πρωθυπουργό κατάφερε να τον μεταπείσει.
Και τότε κάτω από τον κίνδυνο να χαθούν όλα, επιλέχθηκε η τακτική να ιδρυθούν μένα ως αυτόνομα τμήματα όμως άλλων υπαρχόντων φορέων, με δικό τους διοικητικό Συμβούλιο, καλλιτεχνικό Διευθυντή, προϋπολογισμό κλπ.
Θα περιμέναμε καλύτερες ημέρες και κυρίως την εκ των πραγμάτων διαμόρφωση των συνθηκών της αυτονόμησής τους.

Έλα όμως που δεν αξιολογήθηκε σωστά και στην έκτασή του το φαινόμενο , που καταδυναστεύει τους κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς και την σχεδόν ταυτόσημη λογική όσων διορίζονται στις αποφασιστικές θέσεις ;
Σπεύδω να δηλώσω ότι το φαινόμενο για το οποίο μιλά τώρα η Λίζα Ξανθοπούλου, αποδεικνύεται διαχρονικό, διαπροσωπικό, και ταυτόχρονα πανίσχυρο.

Ενώ η λογική της ρύθμισης εκείνης, ήταν τελικά η ταυτόχρονη λειτουργία και καλλιτεχνική δραστηριότητα, με την μεγάλη εξοικονόμηση λειτουργικών κονδυλίων, που θα μπορούσαν να κατευθυνθούν μόνο στην καλλιτεχνική παραγωγή, η μεγαλύτερη και αποτελεσματικότερη αξιοποίηση της πλούσιας υποδομής, οι «οικονομίες τάξεως», που θα προέρχονταν από την καλύτερη και πληρέστερη αξιοποίηση του προσωπικού, διοικητικού, τεχνικού, δημοσίων σχέσεων κλπ βρεθήκαμε μπροστά στην έκπληξη να αντιμετωπίζονται οι φορείς-τμήματα, ως ξένα σώματα, ως βάρος, ως εμπόδιο, ως ανεπιθύμητος και αυθαίρετος εισβολέας!...

Έχω ακούσει πολύ συχνά τους τρεις τελευταίους καλλιτεχνικούς Διευθυντές του ΚΘΒΕ, τον Χρονόπουλο, τον Αρδίτη και τελευταία τον Τσακίρογλου, να μιλούν για την «υποχρέωση» να γεμίσουν τρία μεγάλα θέατρα και είδα και τους τρεις να εμποδίζουν με προσχήματα και αστήρικτα επιχειρήματα, όχι μόνο την εξυπηρέτηση της Όπερας, αλλά ούτε καν την άνετη παρουσίαση των παραγωγών τους!...

Μου φαίνονται ακατανόητα όλα αυτά και θυμούμαι πως χρειάζονταν συσκέψεις ειδικές με την μεσολαβητική μου παρουσία, για να βρεθούν αυτονόητες λύσεις σε ανόητα και κακόπιστα προβλήματα.

Και τώρα ύστερα από 12 χρόνια λειτουργίας της Όπερας και δέκα ολόκληρα χρόνια «συμβίωσης» με το ΚΘΒΕ βρισκόμαστε στην ακόμη χειρότερη κατάσταση, όπως δραματικά την περιγράφει η Λίζα Ξανθοπούλου.
Για την φετινή πρώτη παραγωγή της Όπερας το έργο «Οιδίπους Τύραννος» του Ρουτζέρο Λεονκαβάλο:

«Αλλά θα δοθούν μόνο εφτά παραστάσεις, γιατί μόνο τόσες ημέρες βρήκαμε ελεύθερη την σκηνή της Εταιρεία Μακεδονικών Σπουδών, ανάμεσα σε δύο παραστάσεις του ΚΘΒΕ. Ο χωροχρόνος είναι το κυριότερο πρόβλημά μας, καθώς και λεφτά να έχουμε, δεν μπορούμε να ετοιμάσουμε μια μεγάλη παραγωγή, μέσα σε δύο μήνες».

«Αυτή την στιγμή νοικιάζουμε κοστούμια γιατί δεν μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε τις μοδίστρες του ΚΘΒΕ, στο οποίο ανήκει η Όπερα Θεσσαλονίκης»...

«Για την παράσταση της «Αϊντα» στο Θέατρο Δάσους, το καλοκαίρι, νοικιάσαμε τα πάντα και τους πάντες γιατί δεν μπορούσαμε να χρησιμοποιήσουμε τους τεχνικούς του ΚΘΒΕ. Χρησιμοποιήσαμε εξωτερικούς εργάτες, νοικιάσαμε κοστούμια, χώρο αποθήκευσης, αναγκαστήκαμε να φέρουμε ορχήστρα εκτός Θεσσαλονίκης, επειδή οι δύο ορχήστρες της πόλης είχαν τις δικές τους συναυλίες. Ένα τεράστιο κόστος για μια παραγωγή που παρουσιάστηκε μόνο τρεις βραδιές, μια και το Θέατρο Δάσους, είχε ήδη παραχωρηθεί για πολλές άλλες εκδηλώσεις»…

Μπορούμε συνεπώς να βγάλουμε τα συμπεράσματά μας για δυο κρίσιμα ζητήματα:
Υπάρχει υπουργείο Πολιτισμού, που εποπτεύει τους οργανισμούς του, που παρακολουθεί την πορεία τους, που επεμβαίνει όταν δημιουργούνται οι όροι ουσιαστικής ακύρωσης μιας πολιτικής;

Και δεύτερο και εξ ίσου σημαντικό. Αντιλαμβάνονται όλοι εκείνοι, που έχουν τις σχετικές αρμοδιότητες στο ΚΘΒΕ, τις ευθύνες τους απέναντι στην πόλη, στην πολιτιστική της ιστορία και τους αγώνες της;

Σχόλια

  1. Είναι αξιοσημείωτη η ευαισθησία που δείχνετε για όλα αυτά τα ζητήματα τα οποία αποτελούν και για σας και για μένα ένα σημαντικό κομμάτι της διαδρομής μας.Θα ήθελα όμως να σας επισημάνω οτι παρόλες τις δυσκολίες και τις αντιξοότητες που αντικειμενικά υπήρξαν όλα τα χρόνια που λειτουργεί η Ο.Θ.τα πράγματα τελικά πήγαιναν προς την επιθυμητή κατεύθυνση και οι υπηρεσίες του ΚΘΒΕ ήταν τελικά στη διάθεση της Οπερας,κάτι που δε συμβαίνει τα τελευταία χρόνια.Αυτό οφείλεται-και ας μη κρυβόμαστε πίσω από το δάχτυλό μας-στην έλλειψη ρεαλισμού και διοικητικών ικανοτήτων καθώς και διάθεσης για την εξεύρεση λύσης από την πλευρά της κυρίας που κατονομάζετε.Δεν είναι τυχαίο οτι λύσεις βρίσκονταν όλα τα προηγούμενα χρόνια και το ξέρετε και εσείς και εγώ εξίσου καλά.Στην Ελλάδα δυστυχώς η λειτουργία των θεσμών και το καλώς έχειν των πραγμάτων εξαρτώνται μόνο από πρόσωπα και σχέσεις.Και όπως ξέρετε η μέχρι πρότινος ομαλή και επιτυχημένη πορεία της Ο.Θ. είχε ονοματεπώνυμο.
    Για τις ορχήστρες που αναφέρονται στη συνέντευξη αν αποτανθείτε στο συνδικαλιστικό όργανο των μουσικών της ΚΟΘ αλλά και της Συμφωνικής του Δήμου θα καταλάβετε τους λόγους για τους οποίους οι άνθρωποι δε θέλουν να συνεργαστούν.
    Και για να είμαι σκληρός αλλά απόλυτα δίκαιος πρέπει να σταματήσει η συνεντευξιαζόμενη να αποσείει τις ευθύνες της ρίχνοντάς τες σε άλλους διότι η ίδια γκρέμισε οτι καλό βρήκε από τους προηγούμενους.Αναφέρω χαρακτηριστικά οτι διέλυσε την σε επαγγελματικό επίπεδο χορωδία της Οπερας Θεσσαλονίκης μέσα σε μια νύχτα για να επιλέγει πότε τη χορωδία της Κραιόβα πότε αμφίβολης αξίας ερασιτεχνικές χορωδίες και συνεργάτες.Οσο δε για τους Ελληνες καλλιτέχνες,οι επαγγελματίες έχουν όπως ξέρετε εκλείψει από την Ο.Θ.ενώ προτιμώνται πολύ συγκεκριμένων ιδεολογικών και πολιτικων πεποιθήσεων καλλιτεχνικοί συνεργάτες,κατά ομολογία της ίδιας της συνεντευξιαζομένης.Για την κατακόρυφη πτώση του αριθμού των εισιτηρίων δε νομίζω να ευθύνεται η διοίκηση του ΚΘΒΕ.
    Με πολύ μεγάλη εκτίμηση ,
    Σας χαιρετώ από τη μακρινή Στοκχόλμη όπου αναζητώ εργασία μια και οι άνθρωποι αυτοί που διαμαρτύρονται με τοποθέτησαν εδώ και δύο χρόνια "στην κατάψυξη".
    Γιωργος Βαγιανός

    ΑπάντησηΔιαγραφή
  2. Αγαπητέ μου κ. Βαγιανέ

    Αυτή είναι η δεύτερη απόπειρα να σου απαντήσω.
    Η πρώτη απέτυχε και το μήνυμά μου χάθηκε κάπου στους δαιδάλους του ΙΝΤΕΡΝΕΤ.
    Δεν τα καταφέρνω και πολύ καλά, δεν έχω και καμιά ιδιαίτερη συχνότητα σε "συζητήσεις" επί των Σημειωμάτων μου και φαντάζομαι πως αυτό το ξέρεις πολύ καλά.

    Τέλος πάντων.
    Για πολλά πράγματα, το σημείωμά σου με γέμισε θλίψη.
    Πρώτα η "εξορία" σου στην Στοκχόλμη.Αποδεικνύει πολλά αλλά δύο από αυτά, απογοητευτικά.
    Η ανάγκη να φύγεις για την Στοκχόλμη δείχνει πως ο βασικός σκοπός ίδρυσης της Όπερας Θεσσαλονίκης, η παροχή δηλαδή των δυνατοτήτων επαγγελματικής και καλλιτεχνικής καταξίωσης στις μουσικές δυνάμεις της πόλης, φαίνεται ότι έχει κυριολεκτικά ξεχαστεί.Και το δεύτερο, επιβεβαιώνει αυτό που συνήθως συμβαίνει στον τόπο μας. Δεν υπάρχει συνέχεια, ο καθένας αρχίζει από το κατά την γνώμη του "μηδέν", αν δεν επικαλεστεί "καμένη γη". Έτσι οι θεσμοί χάνουν την συνέχειά τους, το οικοδόμημα δεν καταφέρνει να αποκτήσει μέγεθος, παράδοσηυ, ιστορία.
    Θα θυμούμαι πάντα με συγκίνηση την γνωριμία μου με τα στελέχη της πρώτης παράστασης της "νέας" Όπερας, όταν με την ευκαιρία της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, επανασυνδεθήκαμε με την όλο διαλείμματα και διακοπές ιστορία της όπερας στην Θεσσαλονίκη.
    Συγκίνηση και ικανοποίηση γιατί μπροστά μας βλέπαμε νέους καλλιτέχνες του τραγουδιού, της μουσικής της σκηνογραφίας, που επιτέλους συναντούσαν στην πόλη τους την ευκαιρία, την δυνατότητα να αξιοποιήσουν ταλέντο, κόπους, θυσίες και δαπάνες και να διεκδικήσουν την επιτυχία.

    Μένω κατάπληκτος για τα όσα αναφέρεις σχετικά με την κατάσταση στην Όπερα Θεσσαλονίκης!...
    Αναρωτιέμαι όμως ταυτόχρονα, γιατί κανένας από τους αρμόδιους του ΚΘΒΕ δεν απάντησε μέχρι σήμερα, σε τόσο σκληρές καταγγελίες;
    Εγκαλούνται για συμπεριφορές κατά των συμφερόντων της πόλης, κατά της ίδιας της πολιτιστικής ζωής και ανάπτυξής της. Γιατί σιωπούν;
    Δεν ξέρω λοιπόν, αν πρέπει να σου ευχηθώ καλή επιστροφή, ή καλή τύχη εκεί που βρίσκεσαι. Εκείνο που εύχομαι πάντως είναι να ανοίξουν οι δρόμοι και οι ευκαιρίες στην πόλη, ώστε νε μην στέλνει στην εξορία τα παιδιά της.
    Φιλικά
    Δημήτριος Σαλπιστής

    ΑπάντησηΔιαγραφή

Δημοσίευση σχολίου