Μια αυθεντική, πολύ ρεαλιστική και ταυτόχρονα "ποιητική" περιγραφή της Θεσσαλονίκης του 1916....



Τον Γιώργο Κορδομενίδη τον γνωρίζω εδώ και πολλά χρόνια.
Από το Περιοδικό του το «Εντευκτήριο», το «Υπόγειό» του, την λαμπρή δουλειά του στο
Μορφωτικό Ίδρυμα της Εθνικής Τράπεζας, από την συνολική παρουσία του στην πόλη.
Δεν γνωρίζω πολλούς τόσο πείσμονες ανθρώπους, τόσο αφιερωμένους στην δουλειά τους.


Θυμάμαι την αποφασιστικότητα με την οποία κυνήγησε τo όνειρό του για την ίδρυση και την λειτουργία του «Υπόγειου», για τις θυσίες, την απίστευτη αντοχή του και τελικά την επιτυχία.
Αυτός ο χώρος μου προσφέρει κατά ένα παράξενο, αλλά και από άλλη πλευρά ευεξήγητο τρόπο, περισσότερη θλίψη, παρά χαρά…
Θλίψη γιατί δεν βρίσκω τρόπο, δεν τα καταφέρνω, μάλλον καλύτερα δεν μπορώ να ξεπεράσω μια αδικαιολόγητη εμμονή, που με κατατρέχει τα τελευταία χρόνια και χάνω βραδιές όπως εκείνη με τον Μίμη Σουλιώτη πριν λίγες ημέρες…


Αλλά δεν ήταν αυτό που με παρακίνησε να ασχοληθώ με τον Γιώργο και παρασύρθηκα, όπως συχνά μου συμβαίνει.

Το τελευταίο τεύχος του «Εντευκτηρίου» είναι ο λόγος.



Και ιδιαίτερα το μικρό αφιέρωμα του Σάκη Σερέφα στον Σκωτσέζο ποιητή Huch Macdiarmid, που βρέθηκε στην Θεσσαλονίκη με την περίφημη «Στρατιά της Ανατολής» και όπως ήταν φυσικό έγραψε κάποια ποιήματα εμπνευσμένα από την πόλη και το περιβάλλον μέσα στο οποίο έζησαν οι χιλιάδες εκείνοι στρατιώτες της ΑΝΤΑΝΤ.
Ο τίτλος εύγλωττος και αποκαλυπτικός, του τι θα ακολουθήσει:


LA BELLE TERRE SANS MERCI
Και για να μην υπάρξει οποιαδήποτε αμφιβολία, μας προλαβαίνει ο ίδιος ο Σάκης Σερέφας:


«Η σαγηνευτική εξ αποστάσεως όψη της Θεσσαλονίκης και του πέριξ τοπίου της συγκρούονται μέσα στο ποίημα, με τη θανατερή πραγματικότητα του πολέμου («αιμάσσουσες πληγές») και με τη σύφιλη, τη δυσεντερία και την ελονοσία («ροδαλές παρειές που κατάντησαν ωχρές») που μάστιζαν τους ξένους στρατιώτες οι οποίοι στρατοπέδευαν μέσα και γύρω από την πόλη».


Μετόπες σπιτιών αμέτρητες
Λάμπουν σαν αστέρες ενώ τρεμοφέγγουν
Το εδεμικό τους πράσινο
Κουρνιασμένα ανάμεσά τους
Τ΄ αναρίθμητα αλσύλλια των κυπαρισσιών
Κι ένα μέγα λυγερό βέλος
Αργυρόχρου πυρός
Εξακοντίζεται στα ουράνια. Ψηλά στα υψώματα χύνονται
Ροές από πέτρα και φυλλωσιές πάνω σε αναβαθμίδες
Που καταλήγουν ευρύχωρες.
………………………………………………………………………………………
Ιστιοφόρα και θαρραλέα θωρηκτά
Και πλοία ευώδη που μεταφέρουν φρούτα.
Δες σε ποια ύψη πλανιέται ο βροντερός Όλυμπος
Σαν τα τείχη του Παραδείσου!-
Δες που εκβάλλει ο σκοτεινός Βαρδάρης
Καλώντας τη θλίψη-
Να και τα γκριζογάλανα υψώματα της Θεσσαλίας
Ορθώνονται μπρος στη θάλασσα.
……………………………………………………………………………..
Ο Θάνατος έχει το πάνω χέρι
Κι όπως θέλει όλα τα ορίζει.
Η Σύφιλις μέσα στα αργύρια κρύβει
Τις ανοιχτές πληγές και τα σαπρά οστά της.
Ο πυρετός ενδύεται τον χρυσό.
Άτι με χαρωπά φάλαρα κοσμημένο ο Πόλεμος ιππεύει
Και πάνω στις αυχμηρές πέτρες
Στροβιλίζεται δερβίσικα η Δυσεντερία
Ισχνή,
Ποικιλμένη με μαργαριτάρια
Και με αστραφτερά ρουμπίνια,
Αυτή που κατασπαράζει τα τέκνα της
Η Ακόρεστη!
…………………………………………………………………………………………
Μπορεί να βρει κανείς μια τόσο αυθεντική περιγραφή της Θεσσαλονίκης, του 1916;
Τόσο αληθινή και ταυτόχρονα τόσο –κυριολεκτικά- ποιητική;

Σχόλια