Η ΣΤΡΑΤΗΓΙΚΗ του Υπουργείου Πολιτισμού για τους κρατικούς καλλιτεχνικούς οργανισμούς,ξεδιπλώνεται αργά αλλά σταθερά...

Τον περασμένο Απρίλιο έγινε Νόμος του κράτους μια από τις πιο σημαντικές θεσμικές παρεμβάσεις στον τομέα του πολιτισμού, για την οποία το Υπουργείο Πολιτισμού, επέδειξε μια ασυνήθιστη ετοιμότητα και ταχύτητα.

Με τον νόμο εκείνον κατάργησε ουσιαστικά και τυπικά τις αρμοδιότητες και τον κρίσιμο ρόλο των Καλλιτεχνικών Διευθυντών των δύο Εθνικών Μουσείων Σύγχρονης Τέχνης , αυτών της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης, μεταφέροντας στα Διοικητικά Συμβούλια την πολιτιστική πολιτική των Μουσείων, τον προγραμματισμό, τις διεθνείς σχέσεις και ανταλλαγές.

Για την παγκόσμια αυτή… πρωτοτυπία κατέγραψα κάποιες σκέψεις στο Σημείωμά μου της 6ης Απριλίου

Ακολούθησε η εξαγγελία για το Νέο Μουσείο της Ακρόπολης, μια δειλή, μεσοβέζικη ρύθμιση, που θα κρατήσει δέσμιο το νέο μουσείο στα κατεστημένα συμφέροντα της γραφειοκρατίας, των αρχαιολόγων των συνδικαλιστών και των αρχαιοφυλάκων και θα το οδηγήσει στην μοίρα των άλλων κρατικών Μουσείων.

Το δήθεν «αυτοτελές» Μουσείο,, το «ρηξικέλευθο και καινοτόμο νομικό πλαίσιο», δεν είναι παρά ένας συμβιβασμός, που όπως συμβαίνει πάντοτε σε παρόμοιες περιπτώσεις, δεν θα του επιτρέψει να παίξει τον ιδιαίτερο και ευαίσθητο ρόλο του στην εποχή μας, ιδιαίτερα μετά τις νέες αντιλήψεις, που κυριαρχούν διεθνώς για την οργάνωση, την λειτουργία και τον ρόλο των Μουσείων.

Και αμέσως μετά και ως λογικά αναμενόμενη συνέχεια, ήρθε η πρόταση του προέδρου του Διοικ. Συμβουλίου της Εθνικής Λυρικής Σκηνής, του Οδυσσέα Κυριακόπουλου και μάλιστα υπό μορφή έτοιμου…Νομοσχεδίου, με την οποία ουσιαστικά καταργείται ο ρόλος του Καλλιτεχνικού Διευθυντή και οι αρμοδιότητες του περιέρχονται στον Πρόεδρο και το Διοικητικό Συμβούλιο της Λυρικής Σκηνής.

Η επιδίωξη αυτή του πρώην προέδρου της Ένωσης Ελληνικών Βιομηχανιών, ήταν γνωστή από καιρό. Άλλωστε το πρώτο ουσιαστικό βήμα είχε πραγματοποιηθεί ήδη με την απομάκρυνση του προηγούμενου Καλλιτεχνικού Διευθυντή.

Το σχετικό λοιπόν Νομοσχέδιο είναι αποκαλυπτικό του θλιβερού ρόλου, που προετοιμάζει για τον σημερινό και τους επόμενους Καλλιτεχνικούς Διευθυντές της Λυρικής Σκηνής, καθώς εκτός των άλλων και με την καθιέρωση μιας νέας- «φωτογραφικής» υποστηρίζουν οι δημοσιογραφικές πληροφορίες- θέσης στην δομή και οργάνωση της Λυρικής, αυτήν του Γενικού Διευθυντή, στον οποίο παρέχει την αρμοδιότητα να διαφωνεί με το καλλιτεχνικό Πρόγραμμα που ετοιμάζει ο Καλ. Διευθυντής, που υπό την νέα του πλέον ιδιότητα ,δεν είναι παρά ένας εκ των πολλών διευθυντών της Λυρικής.


Αναρωτιέται λοιπόν κανείς μέχρι που μπορεί να κατρακυλήσει μια εθνική πολιτική για την Τέχνη και τον Πολιτισμό, όταν παραδίνονται δέσμια σε διοικητικούς μηχανισμούς και ελέγχους και σε μια γραφειοκρατία που από μόνη της αρκεί για να τα υποβαθμίσει.

Ανατρέχοντας στο «νομοσχέδιο Κυριακόπουλου», μπορεί κανείς εύκολα να αναγνωρίσει μία ακόμη διάσταση της σκοπιμότητας όλων αυτών των αλλαγών.

Το υπουργείο Πολιτισμού στήνει μηχανισμούς ελέγχου των οικονομικών περιθωρίων μέσα στα οποία θα κινούνται οι μεγάλοι καλλιτεχνικοί οργανισμοί της χώρας.

Από μια πρώτη ανάγνωση θα μπορούσε κανείς να συμφωνήσει, ιδιαίτερα όταν έχει καλή γνώση και εμπειρία, των αντιλήψεων που κυριαρχούν στην διαχείριση πολλών καλλιτεχνικών διευθυντών…

Αλλά είναι βέβαιο ότι εδώ διαμορφώνονται ένα σύστημα , που με άλλα προσχήματα επιδιώκει να κάνει πράξη τον αλήστου μνήμης «κρατικοδίαιτο πολιτισμό» του Πέτρου Τατούλη και να υποχρεώσει τους μεγάλους πολιτιστικούς οργανισμούς να καταφύγουν στην «ιδιωτική πρωτοβουλία», στην αναζήτηση χορηγών, προσαρμόζοντας παράλληλα την πολιτική και τα προγράμματά τους στα ενδιαφέροντα της …αγοράς.

Σχόλια