"ΜΕΓΑΡΟ ΝΕΔΕΛΚΟΥ".Οι περιπέτειες και η σημερινή λαμπρή παρουσία ενός κτιρίου, που ετοιμάζεται να γιορτάσει τα 100 χρόνια του.



Στην «Μακεδονία» της Κυριακής 17.8 διάβασα μια επιστολή του Δημάρχου Θεσσαλονίκη, Β. Παπαγεωργόπουλου, σε απάντηση ενός σχολίου της Χρ. Χαλεπλίδου, προφανώς, όπως προκύπτει από το περιεχόμενό της , σχετικό με τα εκτελούμενα από τον Δήμο έργα στην πόλη.
Σε ένα σημείο της λοιπόν, ο Δήμαρχος αναφερόμενος στα διατηρητέα κτίρια της οδού Αναγεννήσεως και της πρώην κλινικής Νεδέλκου στην Εγνατία 109, σημειώνει ειδικά γι αυτό το δεύτερο: « …και την Κλινική Νεδέλκου, που σήμερα μετά την αναπαλαίωσή της είναι ένα κόσμημα στο κέντρο της πόλης μας».





Η μοίρα το έφερε και με το κτίριο αυτό συναντήθηκα τα τελευταία 25 χρόνια τρεις φορές. Και οι τρεις στάθηκαν εξαιρετικά κρίσιμες για την ύπαρξή του.

Η πρώτη, η ανάμνηση την οποία συνοδεύουν ανάμεικτα συναισθήματα, ήταν το 1984, επί Δημάρχου Θεοχάρη Μαναβή.


Με την ιδιότητα άλλοτε του Αντιδημάρχου Πολιτισμού, και άλλοτε του Προέδρου της Επιτροπής Πολιτισμού του Δημοτικού Συμβουλίου Θεσσαλονίκης, βρέθηκα μπροστά στο δίλημμα, «κατεδάφιση, ή διάσωση» του κτιρίου Νεδέλκου.


Η ιστορία του κτιρίου είναι σε γενικές γραμμές γνωστή.

Το 1909 ο γιατρός Ιωάννης Νεδέλκος ανεγείρει στην οδό Kelemeriye Caddesi (Λεωφόρος Καλαμαριάς), την σημερινή Εγνατία, με σχέδια του Ξεν. Παιονίδη την κατοικία-ιατρείο του ένα κτίριο χαρακτηριστικό της αρχιτεκτονικής του 19ου αιώνα, σε μια σύζευξη νεοκλασσικισμού και οθωμανικού μπαρόκ, με έντονες επιρροές από την Art Nouveau, με εκλεκτικιστικά στοιχεία, ιδιαίτερα στις γύψινες διακοσμήσεις της πρόσοψης.





Στα 1984, το κτίριο είχε διανύσει περίπου ογδόντα χρόνια λειτουργίας, με ένα ιστορικό θαυμαστό , που το έκανε γνωστό στην Θεσσαλονίκη ως «Κλινική Νεδέλκου» από τις δραστηριότητες του γιου του Κωνσταντίνου Νεδέλκου.



Κρίσιμο σημείο της διαδρομής του ο σεισμός του 1978 και οι ζημίες του που οδήγησαν στην σύνταξη «πρωτοκόλλου επικινδύνως ετοιμόρροπων οικοδομών», που σήμαινε ότι έπρεπε το κτίριο να κατεδαφιστεί. Αμέσως μετά τον σεισμό η οικογένεια Νεδέλκου εγκατέλειψε το κτίριο.


Στο μεταξύ το νέο ρυμοτομικό σχέδιο της περιοχής, προέβλεπε την κατεδάφισή του και την διάνοιξη της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ, σε τρόπο που να συνδέονται οπτικά τρία μνημεία , η Αγία Σοφία, ο Ναός του Αγίου Παντελεήμονα και η Ροτόντα.




Κατ εφαρμογή του σχεδίου αυτού το 1980 άρχισε η κατεδάφιση, με αποξήλωση της στέγης, που είχε ως συνέπεια την καταστροφή των σημαντικών στοιχείων στο εσωτερικό του κτιρίου (κουφώματα, ξύλινα πατώματα, δάπεδα, κάγκελα, σκάλες, διακοσμήσεις κλπ)











Ίσως και κάτω από τις συνθήκες που διαμορφώθηκαν, ο Κων/νος Νεδέλκος σε μια τελευταία προσπάθεια να διασώσει το κτίριο, συντάσσει ιδιόχειρη διαθήκη, με την οποία παραχωρεί το κτίριο στον Δήμο Θεσσαλονίκης, υπό τον όρο να στεγαστεί εκεί ένα «Μουσείο»
Το επόμενο έτος , το κτίριο χαρακτηρίζεται ως «έργο τέχνης» και φαίνεται πως με τον τρόπο αυτόν εξασφαλίζει την προσωρινή έστω επιβίωσή του, αναμένοντας μια θετική εξέλιξη για το μέλλον, παρ όλο ότι η καταστροφή έχει διεισδύσει σχεδόν παντού και το κτίριο μοιάζει με ένα ετοιμόρροπο κουφάρι.
Οι υποστηρικτές της ιδέας της διάνοιξης της οδού εν τούτοις καταφέρνουν το 1984 τον αποχαρακτηρισμό και εκεί συναντώ το κτίριο.
Ο Δήμαρχος Θεοχάρης Μαναβής είχε ως βασικό στόχο της θητείας του την διάνοιξη των οδών, σε πολλά σημεία της Θεσσαλονίκης, καθώς οι εξελίξεις έδειχναν πως σε λίγα χρόνια η Θεσσαλονίκη θα αντιμετώπιζε ως το μεγαλύτερο πρόβλημά της το κυκλοφοριακό, όπως και έγινε.

Και έτσι φέρνει στο Δημοτικό Συμβούλιο την πρόταση για την κατεδάφιση του κτιρίου και την διάνοιξη της οδού Πατριάρχου Ιωακείμ.

Αντιδήμαρχος Αρχιτεκτονικού την περίοδο εκείνη ήταν ο γνωστός και ως πολιτικό στέλεχος του συνεργαζόμενου τότε με το ΠΑΣΟΚ ΚΚΕ εσωτ. Κωστής Παπαθεοδώρου.Σ αυτόν κατά πάσα πιθανότητα προσέφυγαν οι αρχιτέκτονες της 4ης Εφορίας Νεωτέρων Μνημείων, για να του ζητήσουν να μην προχωρήσει ο Δήμος στην κατεδάφιση.

Είχα τότε την πολιτική ευθύνη της δημοτικής ομάδας της πλειοψηφίας και ήταν φυσικό να ζητήσει να με συναντήσει για τον λόγο αυτόν ο Κ. Παπαθεοδώρου.


Ήταν βλέπετε τα χρόνια που οι δημοτικές ομάδες είχαν λόγο, το σύστημα δεν είχε φτάσει σ αυτήν την απίστευτη λογική του «Δημαρχοκεντρισμού», και οι συζητήσεις στο Δημοτικό Συμβούλιο ήταν σημαντικές και ουσιαστικές.

Αποφάσισα λοιπόν να επισκεφτώ το κτίριο για να έχω μια προσωπική άποψη ,πριν καταλήξω σε μια απόφαση, που θα με έφερνε- όπως και έγινε- σε αντιπαράθεση με τον Δήμαρχο.

Και εδώ θα κάνω μια αναγκαία παρένθεση, που θα εξηγεί κατά κάποιο τρόπο τα όσα συνέβησαν στην συνέχεια.


Τα πρώτα σημαντικά χρόνια της ζωής μου από το 1945, όταν η οικογένειά μου έφτασε στην Θεσσαλονίκη, από το Σάλτικλι της Ξάνθης (ένα από τα τουρκικά χωριά που δέχτηκαν πρόσφυγες από τον Πόντο, κατά την ανταλλαγή των πληθυσμών), τα έζησα στην περιοχή των Εξοχών στο «Μέγαρο» του Χαμδή Μπέη, στην σημερινή γωνία Βασ. Όλγας και Κοσμά Αιτωλού.


Ένα γιγαντιαίο κτίριο τριών ορόφων, 26 δωματίων, 6 σαλονιών και πλήθος βεραντών, με εσωτερικές σκάλες και διαδρόμους που συνέδεαν όλους αυτούς τους χώρους σε ένα κυριολεκτικό λαβύρινθο, στον οποίο συχνά χάνονταν ξένοι επισκέπτες , κλητήρες, αστυνομικοί, υπάλληλοι.

Παρ όλες τις καταστροφές και τις λεηλασίες, διατηρούσε έντονα τα στοιχεία του λαμπρού μεγαλείου και του πλούτου του. Η γύρω περιοχή ήταν γεμάτη από εξαιρετικά κτίρια ,βίλες, νεοκλασικά, μερικά από αυτά πολυόροφα,με σχεδόν μνημειακές εξωτερικές σκάλες και αυλές με περίπτερα, σιντριβάνια, ελάφια, παγώνια , όπως το κτίριο του Λαογραφικού Μουσείου, το μόνο που επιβίωσε στην περιοχή εκείνη.

Οι μνήμες ήταν λοιπόν κατάφορτες από μια αισθητική που με επηρέαζε, που μου διαμόρφωσε μια βιωματική σχέση με την λαμπρή εκείνη αρχιτεκτονική κληρονομιά, που στα μέσα της δεκαετίας του 1980, είχε εξαφανιστεί, αφήνοντας διάσπαρτα μεμονωμένα κτίρια, που ο χαρακτηρισμός «διατηρητέο» τα κρατούσε ακόμη όρθια, αν και σε άθλια κατάσταση.

Αυτή η βιωματική σχέση με συνέδεσε «σωστικά» στα επόμενα χρόνια, με το Αλατζά Ιμαρέτ, το Γενή Τζαμί, την Βίλλα Μπιάνκα, το Βασιλικό Θέατρο, το κτίριο της οδού Κρίσπου, την Υφανέτ, το κτίριο της Δημοτικής Πινακοθήκης ,τις φυλακές του Επταπυργίου, τα κτίρια του Λιμανιού, το κτίριο του Ερυθρού Σταυρού, όπου στεγάστηκε η «Πολιτιστική», τα διατηρητέα της Πάνω Πόλης που αγοράστηκαν και αποκαταστάθηκαν από την «Πολιτιστική» και στην συνέχεια παραχωρήθηκαν σε πολιτιστικούς φορείς και οργανισμούς για την στέγασή τους.
Ιστορίες εντυπωσιακές, περιπετειες, μάχες, ήττες και νίκες, που η κάθε μια τους είναι ένα μικρό χρονικό.


Επανέρχομαι όμως.


Στον φάκελο της συζήτησης στο Δημοτικό Συμβούλιο, υπήρχαν όλες οι απόψεις, υπέρ και κατά της κατεδάφισης και όλες οι αντίστοιχες περιγραφές.

Αυτό βέβαια που είδα ήταν απογοητευτικό. Και ευτυχώς που δεν είχα και τις τεχνικές γνώσεις για να μπορώ να εκτιμήσω ότι το «Μέγαρο Νεδέλκου» ήταν ουσιαστικά, τεχνικά, νεκρό από κάθε άποψη.

Συντάχθηκα όμως με την άποψη της διατήρησης, την υποστήριξα στην σχετική συζήτηση, κόντρα στον σεβαστό μου Δήμαρχο, το οποίο στεναχώρησα υπερβολικά και η θέση μου εκείνη οδήγησε την πλειοψηφία να ψηφίσει όχι στην κατεδάφιση.

Από το 1984 όμως και όπως συμβαίνει σχεδόν πάντοτε στις παρόμοιες περιπτώσεις, μέχρι το 1997, τα χρόνια δηλαδή της «Πολιτιστικής Πρωτεύουσας», το κτίριο συνέχισε να καταρρέει και να διαλύεται.


Και όπως μου εξήγησαν τελευταία από την μελετητική εταιρία που ανέλαβε με την χρηματοδότηση της «πολιτιστικής πρωτεύουσας» την μελέτη της στερέωσης, στατικής στήριξης και αποκατάστασης στέγης, πρόσοψης και εσωτερικού, μόνο μια ευκαιρία όπως αυτή του 1997, θα μπορούσε να διασώσει το κτίριο. Λόγω των μεγάλων δαπανών που αιτεί ένα τέτοιο έργο.







Από το ερείπιο του 1984, στις σωστικές εργασίες του 1997 και από κεί στο 2001,στην πνοή ζωής, τρία στάδια της διαδρομής της Κλινικής Νεδέλκου, που τα παρακολούθησα από κοντά, «συνήργησα» στην λήψη των κρίσιμων αποφάσεων , και δούλεψα με ενθουσιασμό κυρίως για να ζωντανέψει το κτίριο και να δεχτεί νέες, δραστηριότητες, που θα το κρατήσουν όρθιο και χρήσιμο για την πόλη στα επόμενα πολλά χρόνια.


Για να επιβεβαιωθεί για άλλη μια φορά πως οι καταστάσεις μπορούν να αλλάξουν, ακόμη και οι πιο δυσμενείς και δυσοίωνες , όπως έγινε άλλωστε με την Βίλλα Μπιάνκα, για την οποία οι περισσότεροι στην πόλη είχαν διαγράψει κάθε προοπτική διάσωσής της.


Οι πέντε σημαντικές για την ζωή του Μεγάρου Νεδέλκου χρονολογίες, το 1909, το 1978, το 1984, το 1997 και το 2001, αυτό ακριβώς αποδεικνύουν.


Σήμερα στο κτίριο στεγάζονται οι δραστηριότητες της «Αγιορειτικής Εστίας» ενός επιστημονικού και πολιτιστικού φορέα που ίδρυσαν από κοινού ο Δήμος Θεσσαλονίκης και η Ιερά Κοινότητας του Αγίου Όρους, για να διαδεχθεί το έργο και την «μνήμη» της Έκθεσης των Θησαυρών του Αγίου Όρους και έτσι συνδέθηκα με το κτίριο, καθώς συμμετείχα στην ίδρυση και την λειτουργία της Αγιορειτικής Εστίας.

Εκείνο όμως που ενδιαφέρει εδώ είναι το κτίριο και ακριβώς σ αυτήν την πτυχή θα αναφερθώ.

Με την βοήθεια των αρχιτεκτόνων που σχεδίασαν την Έκθεση των Θησαυρών του Αγίου Όρους, της Δήμητρας Γουργιώτη και του Γιώργου Τριανταφυλλίδη, που συνδύασαν αρμονικά την ιστορία με τις ανάγκες της μελλοντικής χρήσης του κτιρίου και την θερμή υποστήριξη του Δήμου, ο οποίος παραχώρησε το κτίριο για την στέγαση της Αγιορειτικής Εστίας και κάλυψε το σύνολο των δαπανών, διαμορφώθηκαν οι εσωτερικοί χώροι, ώστε να μπορούν να υποδεχτούν και να φιλοξενήσουν τις δραστηριότητες ενός φορέα όπως η Αγιορειτική Εστία.










Σήμερα στο κτίριο στεγάζονται, τα Γραφεία του φορέα, και οι επιστημονικοί συνεργάτες, το Αρχείο, η κληρονομιά κυρίως των «Θησαυρών» (εκδόσεις, αναμνηστικά, αφίσες, φωτογραφίες, φιλμς, έγγραφα κλπ) η Βιβλιοθήκη, οι χώροι των εργαστηρίων, όπου κάνουν την πρακτική τους άσκηση απόφοιτοι των ΙΕΚ, το Γραφείο προσκυνητών του Αγίου Όρους, το Επιτροπικό, και κυρίως το Βιβλιοπωλείο και ο Εκθεσιακός χώρος, ένας σύγχρονος εκθεσιακός χώρος άρτια εξοπλισμένος, που φιλοξένησε ήδη την έκθεση των κειμηλίων του Πρωτάτου και πολλές άλλες εκθέσεις.























Το κρίριο διατηρείται μα απόλυτο σεβασμό και προσοχή, συντηρείται τακτικά από την Διεύθυνση Αρχιτεκτονικών Έργων του Δήμου και αποτελεί ένα λαμπρό παράδειγμα του τρόπου με τον οποίο μπορεί να αποκατασταθεί ένα εξαιρετικής αρχιτεκτονικής κτίριο και να ενσωματωθεί στην καθημερινή ζωή της πόλης.








Στους χώρους του μπορεί κανείς να συναντήσει στοιχεία, από την αρχιτεκτονική και την ιστορία του Αγίου Όρους, μαρτυρίες και ντοκουμέντα, στο «Διαβατικό», στην αυλή, στο σύνολο σχεδόν των στεγασμένων χώρων του.





Και από την άποψη αυτή, θα μπορούσε κανείς να ισχυριστεί πως ο «όρος» του δωρητή έχει εκπληρωθεί.

Ταυτόχρονα όμως επιχειρεί να συνδυάσει τις σύγχρονες λειτουργίες ενός πολιτιστικού φορέα, με τις αντιλήψεις και τις παραδόσεις του Αγίου όρους, στην υποδοχή των επισκεπτών των εκθέσεων και του Βιβλιοπωλείου, με την διαμόρφωση καθιστικών στο εσωτερικό του και την αυλή, με ένα φιλικό ήσυχο περιβάλλον όπου προσφέρονται το παραδοσιακό λουκούμι, ένα ποτήρι δροσερό νερό, καφές …


Τέλος ετοιμάζεται από καιρό και θα ολοκληρωθεί μέσα στον επόμενο χρόνο, όταν το λαμπρό αυτό κτίριο θα έχει συμπληρώσει εκατό χρόνια από την ανέγερσή του, ένας χώρος «μνήμης», στην αίθουσα που διατηρείται μέχρι σήμερα ο θεμέλιος λίθος και η αναμνηστική επιγραφή της ανέγερσης, για την ιστορία του κτιρίου, τους Ιωάννη και Κωνσταντίνο Νεδέλκο, τον αρχιτέκτονα Ξενοφώντα Παιονίδη και την περιπετειώδη διαδρομή και τελικά την επιβίωσή του Μεγάρου Νεδέλκου.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου