ΜΙΑ ΕΡΕΥΝΑ: Πως βλέπουν οι Θεσσαλονικείς την πόλη τους.ΚΑΙ ΔΥΟ ΑΠΟΨΕΙΣ: Του Π.Μαρτινίδη και του Ν.Στεφανίδη



Φαντάζομαι πως αρκετοί Θεσσαλονικείς πληροφορήθηκαν με κάποιο τρόπο , τα ενδιαφέροντα ευρήματα μιας έρευνας της Public Issue, που δημοσιεύθηκαν πριν λίγες ημέρες στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ.

Τα βρίσκω ενδιαφέροντα, γιατί δίνουν μια εικόνα της Θεσσαλονίκης, όπως την βλέπουν οι κάτοικοι της, που σε μερικά, κρίσιμα όμως, θέματα, φαίνεται να καταρρίπτουν κάποιους μύθους με τους οποίους συμβιώνουμε χρόνια τώρα.

Και φυσικά, όπως πάντα σχεδόν γίνεται σε έρευνες αυτού του χαρακτήρα, δίνονται και εδώ κάποια αλληλοσυγκρουόμενα στοιχεία, από αυτά που το ένα εύρημα ακυρώνει τα άλλο.

Στην ερώτηση, με το μεγαλύτερο ενδιαφέρον, εάν και πόσο είναι ικανοποιημένοι οι Θεσσαλονικείς από την ζωή τους στην πόλη, απαντά ένα 60% «πολύ και αρκετά» και ένα 24% «όχι και τόσο» και μόνο ένα ισχνό 15% «καθόλου».

Τι συμβαίνει λοιπόν;
Φαίνεται ότι ι Θεσσαλονικείς αγαπούν την πόλη τους, ανεξάρτητα από όλα όσα καθημερινά βιώνουν και το στοιχείο αυτό έχει πιστεύω εξαιρετική σημασία για το μέλλον της, αρκεί να αξιολογηθεί και να εκτιμηθεί σωστά από την τοπική ηγεσία, πολιτική πνευματική και επιχειρηματική.

Εν τούτοις η ζωή έχει χειροτερέψει τα τρία τελευταία χρόνια για το 56%, παρέμεινε η ίδια για το 29% και καλυτέρεψε μόνο για ένα ισχνό 13%.

Και όχι μόνο αυτό.
Το 87% πιστεύει ότι η πόλη έχει μεγάλη ατμοσφαιρική ρύπανση, το 83% ότι δεν έχει αρκετούς ελεύθερους χώρους, το 79% ότι έχει πολύ θόρυβο και ηχορρύπανση, το 73% ότι η ζωή είναι ακριβή, το 68% ότι αναπτύσσεται χωρίς σχέδιο και οργάνωση….

Και ακόμη.

Ένα 75% δηλώνει ότι «δεν βρίσκεις εύκολα μια καλή δουλειά» και ένα αναμενόμενο 97% ότι δεν «δεν βρίσκεις εύκολα να παρκάρεις»
Φυσικά η έρευνα αναδεικνύει το κυκλοφοριακό ως το πρώτο πρόβλημα και σ αυτό συμφωνεί το 59% , αλλά μετά από αυτό οι αριθμοί για τα άλλα εξ ίσου μεγάλα προβλήματα της πόλης..καταρρέουν.

Ένα μόλις 11% θεωρεί ως σημαντικό πρόβλημα την μόλυνση-ρύπανση, το ίδιο ποσοστό ισχύει για τις συγκοινωνίες και μετά όλα τα άλλα προβλήματα συγκεντρώνουν μονοψήφιους αριθμούς.

Για τις προσφερόμενες υπηρεσίες τα πράγματα φαίνονται μοιρασμένα.
Είναι ικανοποιημένοι από τις ευκαιρίες για μόρφωση το 52%, ενώ το υπόλοιπο 48% μοιράζεται ανάμεσα στο «ούτε-ούτε» και τους δυσαρεστημένους.

Περίπου τα ίδια ισχύουν και για την καθαριότητα της πόλης, τις δημόσιες συγκοινωνίες, τις υπηρεσίες του Δήμου.
Στην μόνη ερώτηση, όπου οι δυσαρεστημένοι υπερισχύουν των ευχαριστημένων, είναι η ποιότητα του νερού…

Τώρα θα αναρωτηθείτε και εσείς , που στηρίζεται το πρώτο εύρημα;

Στον μύθο της «ερωτικής Θεσσαλονίκης», στις δυνατότητες για διασκέδαση, που συγκεντρώνει το απροσδόκητο 88% (!) , ή σε ένα γενικό και αόριστο, «σ αγαπώ γιατί είσαι ωραία»;

Όσα κι αν καταλογίζουμε στην πόλη και την παντοειδή ηγεσία της, στον χαρακτήρα των Θεσσαλονικιών, στα όντως αδιέξοδα και άλυτα προβλήματά της, η Θεσσαλονίκη παραμένει μια νεανική ζωντανή ευρωπαϊκή πόλη της Μεσογείου, με τα μεγάλα πανεπιστήμια της, τις τεχνολογικές υποδομές, το εμπόριο, την επιχειρηματική δραστηριότητα, την πολιτιστική της ζωή, τις υποδομές που σταδιακά αυξάνονται και εκσυγχρονίζονται σε όλους τους τομείς-ίσως όχι με την ταχύτητα, που οι καιροί επιβάλλουν-, και όπως μου έλεγε πρόσφατα ένας αυστηρός κατά τα άλλα Θεσσαλονικιός που ζει στην δυτική Ευρώπη, μετά την επίσκεψή του σε Βουλγαρία και Τουρκία, η Θεσσαλονίκη, δικαιούται να αποκαλεί τον εαυτό της «Πρωτεύουσα των Βαλκανίων»…

Θα συμπληρώσω το Σημείωμα αυτό, με κάποια χαρακτηριστικά αποσπάσματα απόψεων, που ζητήθηκαν από τον γνωστό καθηγητή του Α.Π.Θ. και συγγραφέα αστυνομικών διηγημάτων Πέτρο Μαρτινίδη και τον επιχειρηματία , εμπνευστή και ιδρυτή του «Μύλου», και του άτυχου φεστιβάλ «Γαία», Νίκο Στεφανίδη και συνοδεύουν τα στοιχεία της έρευνας.

Είναι και οι δύο γνωστοί για την αυστηρότητα με την οποία κρίνουν συχνά τα κακώς κείμενα της πόλης.

Ο Πέτρος Μαρτινίδης, αφού κάνει μια ενδιαφέρουσα αναφορά στον συνδυασμό, στην συμβίωση, στην σχέση ανάμεσα στην ζωή και τον θάνατο, «σε κάθε καινούργιο κτίσμα, κάθε αστική επέκταση, ή νέα χάραξη, συνδυάζεται με άλλα κτίσματα των οποίων οι επινοητές και όσοι τα χάρηκαν, ή τα υπέστησαν, τα συντήρησαν ή τα ανακαίνισαν, είναι από δεκαετίες , ή αιώνες νεκροί. Κατά τον ίδιο τρόπο που η σχέση του θανάτου κάνει την ζωή πιο πολύτιμη, πιο αξιαγάπητη, νοηματοδοτώντας κάθε χαρά και κάθε τέχνη», προσθέτει:

«……Η Θεσσαλονίκη των τελευταίων δεκαετιών δεν ευτυχεί ανάλογα. Όποιος μπορεί να μασκαρέψει μια αρ ντεκό οικοδομή του μεσοπολέμου με δυο τρεις επί πλέον ορόφους , να πνίξει ένα βυζαντινό μνημείο ανάμεσα σε πολυκατοικίες, ή δημόσια μέγαρα και να ταλαιπωρήσει δεκάδες συμπολίτες του διπλοπαρκάροντας, το κάνει. Ένα είδος συνενοχής άλλωστε ανάμεσα σε αρχές που ανέχονται και πολίτες που επωφελούνται, δημιουργεί τις ευγνώμονες πλειοψηφίες, που αναδεικνύουν τοπικούς άρχοντες σαν αυτούς που έχουμε».

Και ο Νίκος Στεφανίδης, μετά από ένα σαρωτικό- καταγγελτικό πρόλογο , καταλήγει:

« Ο Περικλής στον Επιτάφιο λέει: « Στην δημοκρατία δεν θεωρείται επονείδιστο να είναι κανείς φτωχός, αλλά να μην προκόβει με την εργασία του» και στην Θεσσαλονίκη του 21ου αιώνα δεν προκόβουμε. Αλλοίμονο όμως, δεν είναι πρόβλημα προσώπων, αν δεν το καταλάβουμε, ίσως δεν βρούμε λύσεις. Τα πρόσωπα απλά διαφοροποιούνται μόνο στην αισθητική άποψη της άσκησης της δοθείσης εξουσίας. Και όπως έφτασαν τα πράγματα, είναι πολυτέλεια να μιλάμε για αισθητική Η ουσία μας λείπει, δηλαδή η εξουσία. Που όμως δεν χαρίζεται, αλλά διεκδικείται. Μέχρι τότε… Όνειρα γλυκά ! ( Κι όμως ελπίζω!)»

Σχόλια