ΑΠΟΔΟΚΙΜΑΣΙΕΣ ή ΑΠΟΧΩΡΗΣΗ; Τα ερωτήματα τέθηκαν μετά την παράσταση της "Μήδειας" στην Επίδαυρο σε σκηνοθεσία Αν.Βασίλιεφ.

Τα όσα συνέβησαν φέτος στην Επίδαυρο κατά την παράσταση της «Μήδειας» από το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας, σε σκηνοθεσία του διακεκριμένου ρώσου σκηνοθέτη Ανατόλι Βασίλιεφ, δεν ήταν βέβαια πρωτοφανή.

Συνέβησαν και κατά το παρελθόν και το ιστορικό της Επιδαύρου έχει να δείξει αντίστοιχες εκρήξεις του κοινού- και των κριτικών- και το 1984 στην παράσταση της «Αντιγόνης» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Γιώργου Ρεμούνδου και το 1984 στην «Άλκηστι» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Γιάννη Χουβαρδά το 1989, με τον «Οιδίποδα Τύραννο» του Σοφοκλή σε σκηνοθεσία Ρόμπερτ Στούρουα και την περισσότερο γνωστή σε μας παράσταση των «Βακχών» του Ευριπίδη σε σκηνοθεσία Ματίας Λάνγκοφ το 1997, στο Θέατρο Δάσους.

Φέτος δόθηκε μεγαλύτερη από ποτέ δημοσιότητα, ίσως γιατί είχαν προηγηθεί αρκετές παραστάσεις με «νεωτερική» σκηνοθεσία στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών, που δέχτηκαν όχι μόνο απογοήτευση και τις διαμαρτυρίες του κοινού, αλλά και την -πολύ σκληρή- αντιμετώπιση τους από τους κριτικούς του θεάτρου.

Δημιουργήθηκε έτσι ένα «κλίμα», μέσα στο οποίο ο Βασίλιεφ παρουσίασε την όντως απογοητευτική παράστασή του.

Και σ αυτό συμφωνούν όλοι σχεδόν κριτικοί θεατρικοί παράγοντες, σκηνοθέτες, μιλώντας άλλοτε με τρόπο ευγενικό και έμμεσο και άλλοτε με ωμή γλώσσα ξεπερνώντας και τα δεοντολογικά φράγματα ακόμη και ης «συναδελφικής αλληλεγγύης».

Δεν είμαι ειδικός , ούτε και πρόκειται να μεταφέρω εδώ τους λόγους της «αποτυχίας» αυτής της συγκεκριμένης σκηνοθεσίας, ούτε τις αιτίες που προκάλεσαν την έκρηξη και την οργή των θεατών.

Θα αναφερθώ μόνο στην συζήτηση που μονοπώλησε στην συνέχεια το ενδιαφέρον των Μέσων και του θεατρόφιλου κοινού, στο δικαίωμα δηλαδή του θεατή να εκφράσει την αποδοκιμασία του, όταν ενοχλείται, θίγεται ή προσβάλλεται από μία παράσταση , όπως αντίστοιχα εκφράζει τον ενθουσιασμό του σε άλλες περιπτώσεις.

Από μια πρώτη αυθόρμητη προσέγγιση θα συμφωνούσαμε όλοι νομίζω για το δικαίωμα της διαφωνίας και της αποδοκιμασίας., του «χιουχαϊσματος», για να χρησιμοποιήσω μια λέξη, που βρίσκεται στην άκρη της γλώσσας και που είναι η μόνη που αυθεντικά εκφράζει το δικαίωμα περί του οποίου ο λόγος.

Υπάρχει και μια πτυχή στην όλη ιστορία, που μας κάνει επιφυλακτικούς. Οι τρείς από τους πέντε σκηνοθέτες, που βρέθηκαν στο επίκεντρο των μεγάλων διαμαρτυριών είναι ξένοι.
Πολύ εύκολα λοιπόν μπορεί να παρεισφρήσει και μια λογική του τύπου, «είναι ξένοι, αγνοούν την ιστορία, την σημασία των μεγάλων δραματουργών της αρχαιότητας, τις ευαισθησίες των ελλήνων» κλπ, κλπ.

Αυτό όμως καλό είναι να το ξεπεράσουμε, γιατί θα μας αποπροσανατολίσει προς επικίνδυνα μονοπάτια.

Είναι λοιπόν ευχάριστο και ευοίωνο το γεγονός, ότι το σύνολο του «θεατρικού κόσμου» στην ευρεία έννοια του όρου, (θεατρικοί συγγραφείς, σκηνοθέτες, ηθοποιοί και κριτικοί θεάτρου), θεωρούν ότι η διαφωνία, η απαξίωση, η ενεργή αντίδραση του κοινού, είναι αναφαίρετο δικαίωμά του. Άλλωστε το βλέπουμε συχνά και στην διεθνή καλλιτεχνική πραγματικότητα, να εκφράζεται με διαφορετικούς τρόπου, άλλοτε σκληρούς και άλλοτε διακριτικούς και ευφυείς.

Οι διαφοροποιήσεις και οι διαφωνίες, αρχίζουν από εκεί και πέρα, κυρίως δηλαδή για τα όρια της έκφρασης της διαφωνίας και της διαμαρτυρίας.

Τα όσα ακούστηκαν στην παράσταση της «Μήδειας» σκηνοθεσίας Βασίλιεφ στην Επίδαυρο, ασφαλώς και ξεπέρασαν κατά πολύ το «δικαίωμα» της διαφωνίας και διαμαρτυρίας.

Όταν μάλιστα «ηγούνται» επώνυμοι , πολιτικοί, ή πρόσωπα εύκολα αναγνωρίσιμα από το μεγάλο κοινό ( όπως η περίπτωση του Αλ. Λυκουρέζου) , ή ακόμη και εκείνοι που ανήκουν στην κατηγορία των διαβόητων celebrities, τότε τα πράγματα μπορούν να ξεφύγουν από κάθε όριο και δεοντολογία και να φτάσουν στην βαρβαρότητα και την χυδαιολογία.

Τι απομένει;

Η άλλη πλευρά, αυτή της αποδοχής , της καταξίωσης και του ενθουσιασμού , όταν η παράσταση πετυχαίνει να κερδίσει το κοινό.

Όπως στην περίπτωση εκείνη, η βαθειά ,κατανυκτική σχεδόν συμμετοχή του κοινού, και το ενθουσιώδες χειροκρότημα είτε ενδιάμεσα, είτε στο τέλος, της παράστασης, αποτελούν την μοναδική και παραδοσιακή έκφρασή της, έτσι πιστεύω και η διαφωνία, ή διαμαρτυρία, μπορούν να εκφραστούν με την αποχώρηση κατά την διάρκεια της παράστασης, με την παγερή στάση του κοινού στο τέλος.

Και μην υποτιμούμε την αποχώρηση του κοινού. Αφήνει πολύ πιο συγκλονιστικά μηνύματα μια μαζική , σιωπηλή αποχώρηση από τις διάσπαρτες, συχνά ανεξέλεγκτες προσβλητικές κραυγές.

Αυτό ακριβώς είναι και το πρόβλημα.

Μια παράσταση δεν έχει μόνο σκηνοθέτη, ως συντελεστή. Πολλοί και κυρίως οι ηθοποιοί, καλούνται να σηκώσουν το βάρος της υλοποίησης των «ιδεών» του σκηνοθέτη. Και δεν φέρνουν καμιά απολύτως ευθύνη για το αποτέλεσμα, εκτός ασφαλώς της ποιότητας της δικής τους συμβολής ,ως καλλιτεχνών και δημιουργών.

Η κραυγή «έλεος», του ηθοποιού Νίκου Ψαρρά, στον ρόλο του Ιάσωνα στην παράσταση της Μήδειας, στην οποία ξέσπασε όταν οι αποδοκιμασίες, τα ειρωνικά γέλια, οι χαρακτηρισμοί, «αίσχος» και άλλα παρόμοια και χειρότερα, δεν του επέτρεπαν στοιχειωδώς να συνεχίσει, δέχτηκε την κυνική απάντηση: «κι εμείς το ίδιο λέμε».
Ποια περιθώρια μένουν μετά από αυτό στον ηθοποιό, που δεν φταίει σε τίποτε, ενώ είναι ο άμεσος αποδέκτης του οδυνηρού κλίματος που διαμορφώνεται;

Και αν το «κοίλον» κατρακυλήσει σε «κερκίδα», τότε τίποτε δεν μπορεί να σώσει ούτε την παράσταση, ούτε τους συντελεστές της.

Και κάτι τέτοιο είναι πολύ εύκολο, δυστυχώς.

Από τον σημαντικό αριθμό των ανθρώπων του θεάτρου, που έκαναν δημόσιες δηλώσεις με αφορμή την παράσταση της «Μήδειας», θα ξεχωρίσω και μεταφέρω εδώ την δήλωση του Γιώργου Κιμούλη, που τον γνώρισα στο ΚΘΒΕ σε δύσκολες στιγμές της δεύτερης θητείας του Μίνου Βολανάκη ως καλλιτεχνικού Διευθυντή, τον οποίο εκτιμώ βαθιά, ως άνθρωπο και καλλιτέχνη και με εκφράζει απόλυτα:

«Θεωρώ αδιανόητη μια τέτοια interactive εμπειρία. Μπορεί μια παράσταση να μην σου αρέσει και τότε σηκώνεσαι και φεύγεις. Στη «Μήδεια» η έναρξη των «γιούχα» δεν ήταν αθώα. Και σας το λέει αυτό κάποιος που η παράσταση δεν του άρεσε καθόλου και γι αυτό μετά τη μία ώρα σηκώθηκε κι έφυγε.
Άλλο όμως είναι το ένα κι άλλο είναι το άλλο.
Το κοινό είναι πάντα συγκινητικό, υπομονετικό και την ίδια στιγμή ικανό για τις πιο ακραίες αντιδράσεις. Εξαρτάται από τους leaders, που το καθοδηγούν. Πρόκειται για μια κλασσική βιαιότητα της Επιδαύρου…»

Σχόλια