ΚΑΠΟΙΕΣ ΣΚΕΨΕΙΣ ΓΙΑ ΤΑ "ΔΗΜΗΤΡΙΑ" ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ. Έτσι, από αμηχανία...



Μέρες τώρα σχεδιάζω να γράψω κάτι γύρω από το Φεστιβάλ «Δημήτρια» του Δήμου Θεσσαλονίκης

Άλλοτε με αφορμή την συνέντευξη τύπου για το φετινό Πρόγραμμα, άλλοτε με αφορμή κάποια από τις εκδηλώσεις, άλλοτε με αφορμή την παραίτηση του Βασίλη Κεχαγιά από την Επιτροπή Κινηματογράφου των «Δημητρίων»..

Αλλά το μόνο που τελικά κάνω είναι να το αναβάλω, γιατί τα άλλα τα σημαντικά των ημερών δεν μου αφήνουν κανένα περιθώριο για «πολυτελείς» σκέψεις και ενασχολήσεις.
Δεν σου μένει χρόνος να ανασάνεις απ αυτά που γίνονται γύρω σου στην πόλη, στην χώρα, στον κόσμο…


Δεν μπορώ όμως και να το έχω μέσα στα πόδια μου, και να με πιέζει όχι σαν προτεραιότητα, αλλά σαν μια εκκρεμότητα άλλοτε ενοχλητική, άλλοτε απαιτητική, άλλοτε σαν εσωτερική υποχρέωση…

Και να ήθελα να το ξεχάσω δεν με αφήνουν τα εκατοντάδες μπάνερ, που καλύπτουν δρόμους, πλατείες, και κτίρια και αναγγέλλουν τις επί μέρους εκδηλώσεις.

Κρίνω χρήσιμο να αρχίσω με κάποιους αριθμούς.

Το φετινό Πρόγραμμα των «Δημητρίων» σύμφωνα με την απόφαση του Δημοτικού Συμβουλίου, περιλαμβάνει 88 εκδηλώσεις, εκτός εκείνων του ειδικού προγράμματος «Δημήτρια στα Σχολεία» και θα κοστίσει 1.001.600 Ευρώ, από τα οποία τα 553.000 ευρώ για το καλλιτεχνικό πρόγραμμα (αμοιβές, δικαιώματα κλπ) και 448.600 ευρώ για τις οργανωτικές δαπάνες (Διαμονή, εισιτήρια, μισθώσεις χώρων και ξενοδοχείων, αφίσες, προβολή κλπ)

Την Οργανωτική Επιτροπή απαρτίζουν 25 μέλη, εκ των οποίων ένας μουσικός, δύο γιατροί, ένας δικηγόρος, ένας φιλόλογος, ένας σκηνοθέτης-διακοσμητής, δύο δημοσιογράφοι, δέκα δημοτικοί παράγοντες, μεταξύ των οποίων εκπρόσωποι όλων των δημοτικών παρατάξεων, και εκπρόσωποι φορέων όπως του Εθνολογικού Μουσείου, της Όπερας Θεσσαλονίκης, του Βαφοπούλειου, της Ένωσης Γυναικών της ΟΥΝΕΣΚΟ, ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Νεότητας του Δήμου Θεσσαλονίκης, και πρόσωπα από τον κόσμο της τέχνης, της ψυχαγωγίας κλπ.
Έχουν συσταθεί και λειτουργούν επίσης τέσσερις «Εισηγητικές Επιτροπές», για την Μουσική, τα Εικαστικά, το Θέατρο-Λόγο, τον Χορό-Θεάματα, με την συμμετοχή 44 ατόμων, γνωστές ως επί το πλείστον και καταξιωμένες στους αντίστοιχους καλλιτεχνικούς χώρους, προσωπικότητες.


Τέλος στο φετινό Πρόγραμμα καταγράφεται η συμμετοχή 65 φορέων ανάμεσα στους οποίους το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, το Μουσείο Φωτογραφίας, η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, η Κρατική Ορχήστρα το Μουσείο Μπενάκη, το Εθνικό Θέατρο, το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, πρεσβείες και ξένα Ινστιτούτα, αλλά και ΚΑΠΗ, το Άσυλο του Παιδιού, το Ορφανοτροφείο Μέλισσα, το Ελληνικό Παιδικό Χωριό, ο Σύλλογος Φίλων Εθελοντών αναδόχων Οικογενειών Βρεφοκομείου Άγιος Στυλιανός κλπ κλπ ….

Μια ακόμη ιδιαιτερότητα αυτού του Φεστιβάλ- είναι ως γνωστόν μέλος της «EUROPEAN FESTIVAL ASSOCIATION»-, είναι ότι συμπεριλαμβάνει στο πρόγραμμά του και ένα άλλο Φεστιβάλ, το γνωστό ΕΘΝΟ ΤΖΑΖ ΦΕΣΤΙΒΑΛ, το οποίο φέτος αριθμεί 20 χρόνια, καθώς κατά την ευγενική και ιστορικά ορθή άποψη των διοργανωτών, συνυπολογίζουν και τα χρόνια του Φεστιβάλ Τζαζ και Αυτοσχεδιαζόμενης Μουσικής, το οποίο ως γνωστόν ξεκίνησε στα μέσα της δεκαετίας του 1980…

Στην ίδια λογική στα «Δημήτρια» του Δήμου Θεσσαλονίκης, φιλοξενούνται εδώ και κάποια χρόνια και τα «Δημήτρια στα σχολεία»..

Δεν έχω δυστυχώς ακριβή στοιχεία εισιτηρίων, προσκλήσεων, πληρότητας των θεάτρων κλπ, τα οποία οι αρμόδιοι φυλάσσουν ως κόρη οφθαλμού, για λόγους εύκολα κατανοητούς. Γι αυτά γράφονται και καταγγέλλονται κατά καιρούς διάφορα, τα οποία όμως ελλείψει στοιχείων δεν μεταφέρω εδώ.

Αυτή είναι λοιπόν μια «τεχνική» εικόνα των φετινών τουλάχιστον «Δημητρίων», ικανή βέβαια να εξηγήσει πολλά από τα ερωτηματικά, αλλά και τις διαφωνίες που κατά καιρούς διατυπώνονται.

Το πρώτο και κρίσιμο ερώτημα, στο οποίο καλούνται πάντα να απαντήσουν οι αρμόδιοι, είναι το γνωστό ποια είναι η καλλιτεχνική φυσιογνωμία αυτού του Φεστιβάλ, ποιος είναι ο χαρακτήρας του, ως τι καταγράφεται στην ελληνική και διεθνή ατζέντα των Φεστιβάλ.

Καίριο ερώτημα, στο οποίο φυσικά ουσιαστική απάντηση δεν μπορεί να δοθεί, αφού κανείς δεν μπορεί να περιγράψει, δεν μπορεί να προσδιορίσει. Δεν μπορεί τελικά να εντάξει τα «Δημήτρια» σε κάποιο από τα πολλά ελληνικά και διεθνή Φεστιβάλ.

Το γιατί απαντάται αυτόματα αν κανείς πάρει υπ όψιν του ακόμη και μόνο τα παραπάνω «τεχνικά» χαρακτηριστικά των «Δημητρίων», χωρίς να αξιολογήσει, ή να επιχειρήσει να ερμηνεύσει το οτιδήποτε.

Μια «ιστορική» απάντηση μπορεί να αναζητήσει κανείς στο παρελθόν των «Δημητρίων», το πρόσφατο και το απώτερο. Γιατί η νεώτερη εκδοχή του Φεστιβάλ, αυτού δηλαδή που ξεκίνησε το 1966 από την Τοπική Επιτροπή του Ελληνικού Οργανισμού Τουρισμού, δεν έπαψε ούτε στιγμή να συνδέει τα «Δημήτρια», με το απώτερο παρελθόν τους, τα ΒΥΖΑΝΤΙΝΑ «Δημήτρια» , την «μεγαλυτέραν των πανηγύρεων», κατά τους ιστορικούς της εποχής.




Ήταν πολύ εύκολο, σχεδόν αυτονόητο να γίνει αυτή η αναφορά στο παρελθόν, στην ιστορία ενός θεσμού, που κάλυπτε μερικούς αιώνες, είτε ως εμπορική πανήγυρης, που συγκέντρωνε εμπόρους από μια εκτεταμένη περιοχή, είτε ως πολιτιστική δραστηριότητα, αφού τελικά η διεθνής αυτή οικονομική δραστηριότητα, συμπεριέλαβε και πολιτιστικά χαρακτηριστικά:

«Στην διάρκεια του 12ου αιώνα παρατηρείται στην Θεσσαλονίκη και μία παράλληλη άνθηση της πολιτιστικής ανάπτυξης σχεδόν αυτοτελής από την πρωτεύουσα. Δεν ήταν μόνο οι λόγιοι και ρήτορες, φιλόσοφοι και καλλιτέχνες, που συγκεντρώνονταν εδώ την περίοδο των Δημητρίων, συντελώντας στην πνευματική άνθηση της πόλης. Ήταν και η πνευματική κίνηση της πόλης, που την έκανε από τις περιφανέστερες, ιδιαίτερα κατά τα τέλη του 13ου και όλο τον 14ο αιώνα, οπότε είχε αναπτυχθεί σε σπουδαίο πολιτικό και πνευματικό παράγοντα», γράφει ο ιστορικός του θεσμού.

Δεν χρειαζόταν και πολλά για να πέσει στην παγίδα η Θεσσαλονίκη, της οποίας την «λατρεία προς το παρελθόν», μόλις πρόσφατα διέβλεψε ακόμη και στις λίγες ημέρες που φιλοξενήθηκε στην Θεσσαλονίκη, ο ιστορικός Τέχνης, Roger Buergel, ο γνωστός επιμελητής της DOCUMENTA του Κάσελ.

Θεωρεί φαίνεται ότι της δίνει κάποιο διαφορετικό κύρος, μια βαρύτητα, ότι μπορούσε να «αναβιώσει» έναν πολιτιστικό θεσμό με ιστορία αιώνων, μια μοναδικότητα ασφαλώς, όχι μόνο για την Ελλάδα, αλλά και τον ευρωπαϊκό χώρο.

Είναι χαρακτηριστικό το απόσπασμα του εισαγωγικού κειμένου από τον επετειακό Τόμο των Δημητρίων του 1985, με την ευκαιρία της συμπλήρωσης των είκοσι χρόνων από την λειτουργία του θεσμού.

«Κατευθυντήριες γραμμές της Οργανωτικής Επιτροπής για την κατάρτιση του προγράμματος των «Δημητρίων», παραμένουν η προσβολή και το ζωντάνεμα των μνημείων της πόλης, η αναβίωση εθίμων και συνηθειών, η ανάδειξη της δουλειάς παραδοσιακών επαγγελμάτων, η προβολή και διάκριση έργων αφιερωμένων στην Θεσσαλονίκη, κι ακόμη εκδηλώσεις που αφορούν την σύγχρονη ζωή, τα προβλήματα και τις προοπτικές της πόλης. Σταθερή επιλογή αποτελούν οι καλλιτεχνικές εκδηλώσεις υψηλής ποιότητας από όλο το φάσματα της Τέχνης, μουσικής, θεάτρου, χορού, και εικαστικών τεχνών, εκδηλώσεις παιδείας, κοινωνικού προβληματισμού, επιστήμης , ποιότητας ζωής και αθλητισμού, εκδηλώσεις αναβίωσης και αποκατάστασης δράσεων με στοιχεία λαογραφικά, όπως έχουν εξελιχθεί μέχρι σήμερα».

Παρατήρηση πρώτη λοιπόν.

Τα «Δημήτρια» συνεχίζουν να κινούνται στην… σταθερή τροχιά, που διαμόρφωσε το …1985 , η τότε Οργανωτική Επιτροπή, επηρεασμένη προφανώς από την επέτειο της εικοσαετίας και την προσπάθειά της να αποδώσει με αυθεντικό τρόπο κάποια από τα στοιχεία των προ ..αιώνων Βυζαντινών Δημητρίων!...

Και αν μέσα στο κλίμα των αρχών της δεκαετίας του 80, κάτι τέτοιο είχε μια δικαιολογία, ποια δικαιολογία μπορεί να βρει κανείς για ένα Φεστιβάλ του 21ου αιώνα, που περηφανεύεται μάλιστα και για την συμμετοχή του στην Ένωση των Φεστιβάλ της Ευρώπης;

Παρατήρηση δεύτερη και αυτή δυστυχώς με τα ίδια χαρακτηριστικά.


Ο πληθωρισμός των αριθμών.

Η 25μελής Οργανωτική Επιτροπή και μάλιστα με την σύνθεση που περιγράψαμε, που φυσικά δεν προοιωνίζεται κάτι σοβαρό, με προσωπικότητα, με ενότητα , με χαρακτήρα.

Οι Εισηγητικές Επιτροπές των 45 μελών , με την συμμετοχή συχνά διακεκριμένων προσωπικοτήτων της πνευματικής και καλλιτεχνικής ζωής της πόλης, οι οποίες όμως ελάχιστα επηρεάζουν τον γενικό χαρακτήρα και το συνολικό Πρόγραμμα των «Δημητρίων», τουλάχιστον όταν λειτουργούν ουσιαστικά και όχι όπως κατήγγειλε πρόσφατα το μέλος της Επιτροπής Κινηματογράφου, ο Διευθυντής του Μουσείου Κινηματογράφου:

«Αν και θεωρητικά η Επιτροπή είναι υπεύθυνη για την έγκριση ή μη εκδηλώσεων του θεσμού, πρακτικά διαπίστωσα αυτό το οποίο υποψιαζόμουν: ότι τα ονόματα της ως άνω Επιτροπής αποτελούν το άλλοθι και την επίφαση για την κατά το δοκούν διευθέτηση των εκδηλώσεων των Δημητρίων».

Καταγγέλλει μάλιστα ως παράδειγμα συγκεκριμένη εκδήλωση του φετινού προγράμματος για την οποία ουδέποτε έλαβε καν γνώση : «Με ποιους όρους και ποια κέρδη για τον δήμο πραγματοποιείται η προβολή αυτή του ιδιώτη;»

Και καταλήγει στην σχετική επιστολή του:

«Σε προσωπικό επίπεδο , αυτονοήτως αισθάνομαι ολότελα ακυρωμένος και περιττός ως μέλος μιας επιτροπής, η οποία ουδέποτε έλαβε γνώση της υποψηφιότητας της εκδήλωσης αυτής, προκειμένου να την εντάξει ή μη στα 43α Δημήτρια».

Έδωσα στο κείμενο της παραίτησης, μεγαλύτερη διάσταση απ ότι το Σημείωμα θα επέτρεπε, κυρίως γιατί δίνει μια αποκαλυπτική απάντηση στον ρόλο αυτών των «Εισηγητικών Επιτροπών», αν και πιστεύω αρκετά ενοχλητική για τα μέλη των άλλων επιτροπών. Τουλάχιστον ενοχλητική, γιατί είναι αυτονόητα φανερό πως ελάχιστη είναι η συμβολή, και οι αρμοδιότητες των Επιτροπών τόσο στην διαμόρφωση του προγράμματος, όσο και στην ένταξη ή απόρριψη προτάσεων, που λογικά ανήκουν στον τομέα ευθύνης τους.

Παρατήρηση τρίτη.

Όσο και αν , επαναλαμβάνω, αξίζουν έπαινοι στον Νίκο Θεοδωράκη, τουλάχιστον για τον τρόπο που επιλέγει να συναριθμεί και την προϊστορία του παλαιού Φεστιβάλ Τζάζ, το ερώτημα που προκύπτει είναι αυθόρμητο.

Γιατί ένα διεθνές φεστιβάλ Τζαζ να χρειάζεται μια στέγη και μάλιστα σαν αυτήν των «Δημητρίων», για να υπάρξει;

Γιατί τάχα δεν θα είχε και το Φεστιβάλ και η Θεσσαλονίκη, μεγαλύτερο κυρός και διεθνή αναγνωρισιμότητα, αν λειτουργούσε ως αυτόνομος ετήσιος θεσμός;


Παρατήρηση τέταρτη.

Τα «Δημήτρια στα σχολεία» . Τίποτε το ουσιαστικό δεν προσφέρει αυτή η περίεργη επιλογή. Ούτε ως ένας παιδαγωγικός, πολιτιστικός, οικολογικός, θεσμός για τους μαθητές είναι, ούτε ένα Φεστιβάλ αποκτά «προστιθέμενη αξία» επειδή γίνονται στα σχολεία κάποιες απρόσωπες χωρίς στόχο και ειδική επιμέλεια και οργάνωση σχολικές εκδηλώσεις.

Το αντίθετο θα ήταν μια εξαιρετική συμβολή του Δήμου. Η καθιέρωση δηλαδή ενός αυτόνομου Προγράμματος για τα Σχολεία, με καλή προετοιμασία μέσα στον χρόνο, που θα εξελισσόταν σε εξαιρετική συμβολή του Δήμου, στον εμπλουτισμό του εκπαιδευτικού προγράμματος.

Παρατήρηση τέταρτη.

Για κάποιον που επιχειρεί να κατατάξει το Πρόγραμμα των Δημητρίων, σε κάποια κατηγορία εκδηλώσεων από αυτές, που όλοι γνωρίζουμε, από αυτές που συναντούμε στον Ελλαδικό χώρο ή και στο εξωτερικό, ένα είναι βέβαιο.

Θα βρεθεί μπροστά σε ερωτηματικά, και απορίες, που δεν θα μπορεί να εξηγήσει, παρά με την τρέχουσα κλασσική πολιτική ερμηνεία, πως πρόκειται δηλαδή για ένα συνονθύλευμα εκδηλώσεων, από τις πλέον σοβαρές και με διεθνή αναγνωρισιμότητα καλλιτεχνικές εκδηλώσεις, έως τις πλέον απίθανες εκδηλώσεις των ΚΑΠΗ, των κοινωνικών ιδρυμάτων, δηλαδή για μια απερίγραπτη σαλάτα πελατειακών σχέσεων, λαϊκισμού, συντεχνιακής λογικής, μια παρωχημένη ακόμη και για την Ελλάδα μικροπολιτική λογική.

Και πολύ εύκολα αναλογιζόμενος το κόστος του ενός εκατομμυρίου ευρώ να σκεφτεί το αυτονόητο. Μια αδικαιολόγητη σπατάλη πολύτιμων πόρων, που η τελική και ουσιαστική συμβολή τους στην ανάπτυξη και την προβολή του πολιτιστικού προσώπου της Θεσσαλονίκης είναι μηδαμινή, όταν δεν είναι αρνητική.

Σε ένα πρόσφατο σημείωμά του στην στήλη «ΚΟΚΚΙΝΟ ΜΠΛΕ» του «Αγγελιοφόρου» ο Γιάννης Μυλόπουλος έγραψε μεταξύ άλλων:

«Έχω την αίσθηση ότι η αντίληψη που έχουν οι ιθύνοντες για τον πολιτισμό είναι παλιομοδίτικη. Φοβική προς τον έξω κόσμο. Δίχως χαρακτηριστικά κοσμοπολιτισμού, κλειστή προς άλλους λαούς και μονόχρωμη προς νέες ομάδες πληθυσμού. Δεν αφομοιώνονται σύγχρονα κοινωνικά ρεύματα, αγνοούνται τάσεις στο χώρο της σύγχρονης τέχνης, χωρίς μια φρέσκια, καινοτομική οπτική με πρωτοποριακή άποψη για τα «Δημήτρια». Έχουμε ανάγκη να κοιτάμε μπροστά και όχι «αλλήθωρα» προς τα πίσω».

Αναφέρω το απόσπασμα όχι γιατί συμμερίζομαι τις γενικότητες του, αλλά γιατί είναι ένα δείγμα, πολύ μικρό δυστυχώς, κάποιας απόπειρας συζήτησης και προβληματισμού γύρω από τον κορυφαίο Δημοτικό πολιτιστικό θεσμό.

Αν λοιπόν αντιμετωπίσουμε τα «Δημήτρια» στην βάση αυτή, δηλαδή ως του σημαντικότερου ετήσιου πολιτιστικού γεγονότος για τον Δήμο Θεσσαλονίκης, με όλα τα εξ ίσου σημαντικά στοιχεία του, το ύψος του Προϋπολογισμού του, τις δεκαετίες της σταθερής παρουσίας του, την συμμετοχή και κινητοποίηση τόσο μεγάλου και αξιόλογου δυναμικού, προσώπων που το καθένα έχει μια εξαιρετική πολιτιστική διαδρομή στην πόλη, τον έμπειρο και πολυπρόσωπο μηχανισμό ανθρώπων που τον υπηρετούν και τον στηρίζουν είτε οργανωτικά, είτε επικοινωνιακά, είτε διαχειριστικά, θα καταλήξουμε ασφαλώς στο συμπέρασμα ότι πρόκειται για μια απίστευτη ιστορία χαμένων ευκαιριών, να αναδείξουν την Θεσσαλονίκη διεθνώς, να ισχυροποιήσουν την παρουσία και τον ρόλο της να ενισχύσουν την συνολική πορεία της για ανάπτυξη και ευημερία.

Γιατί ασφαλώς και δεν μπορεί να υποστηριχθεί σοβαρά ότι τα «Δημήτρια» της Θεσσαλονίκης, έχουν την οποιαδήποτε απήχηση όχι μόνο στον ευρύτερο διεθνή χώρο, αλλά ούτε και στον στενό χώρο της Μακεδονίας και της Βόρειας Ελλάδας.

Αν έπρεπε να δώσω μια και μόνη απάντηση στο ερώτημα γιατί, τι φταίει τέλος πάντων, θα απαντούσα κατηγορηματικά.

Φταίει μια και μόνη απουσία.
Αυτή του καλλιτεχνικού διευθυντή του Φεστιβάλ.


Φταίει η παγκόσμια πρωτοτυπία της Θεσσαλονίκης, να οργανώνει για 43η φορά ένα Φεστιβάλ χωρίς «πρόσωπο», χωρίς συνεπώς χαρακτήρα, χωρίς άποψη, χωρίς στόχο, χωρίς αξιολόγηση, χωρίς απολογισμό.

Καμιά Δημοτική αρχή στα 43 αυτά χρόνια, δεν τόλμησε ούτε ως πειραματισμό, να απομακρυνθεί από την δομή της Οργανωτικής Επιτροπής και των Εισηγητικών Επιτροπών, από τα πολυάριθμα πολυπρόσωπα και άρα «απρόσωπα» όργανα, που εκ των πραγμάτων δεν μπορούν να προτείνουν μια σαφή άποψη για το Φεστιβάλ αυτό και να συγκροτήσουν ένα πρόγραμμα, που να το υπηρετεί.

Οι λόγοι είναι πολλοί και έμμεσα αλλά και με σαφήνεια σε ορισμένες πτυχές τους, αναλύθηκαν νομίζω στο Σημείωμα αυτό.

Το παράδειγμα του Φεστιβάλ Αθηνών και η αποδοχή, συχνά ο ενθουσιασμός με τον οποίο οι πολίτες και η νεολαία, περιβάλλουν εδώ και δύο χρόνια τις ιδέες και τις προτάσεις του Γ. Λούκου, θα ήταν αρκετές από μόνες τους να παρακινήσουν αν όχι στην οριστική αλλαγή της φιλοσοφίας τουλάχιστον σε μια δοκιμή, σε μια απόπειρα να αναζητηθούν και άλλες λύσεις.

Η Θεσσαλονίκη, από τα χρόνια της «Πολιτιστικής» και μετά είναι μια πόλη με πλούσια σύγχρονη πολιτιστική υποδομή και συγχρόνως διαθέτει θεσμούς κρατικούς, ή ημικρατικούς, για το σύνολο σχεδόν της καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Μια ματιά αρκεί για να ξεχωρίσουμε τους φορείς που παράγουν έργο αξιοπρόσεκτο, τολμηρό, επίκαιρο , μέσα στα σύγχρονα ρεύματα, με λαϊκή αποδοχή και διεθνή αναγνώριση. Και πολύ εύκολα μπορούμε να διακρίνουμε στο έργο αυτό την σφραγίδα των ανθρώπων, που τους καθοδηγούν, τους εμπνέουν, τους λαμπρύνουν.

Υ.Γ.
Μια περίεργη και ακατανόητη κληρονομιά είναι και αυτή, που συνδέει χρονικά το Φεστιβάλ των «Δημητρίων» με την γιορτή του Αγίου Δημητρίου και κατά συνέπεια τις εκδηλώσεις του να πραγματοποιούνται στους μήνες Οκτώβριο και Νοέμβριο, τους τελείως νεκρούς από άποψη επισκεπτών και τουριστών, μήνες της Θεσσαλονίκης.
Και να τους υποχρεώνουν σε στέγαση των εκδηλώσεων σε κλειστούς χώρους, που αποκλείουν ενδιαφέροντες, ανοικτούς, παραδοσιακούς, αρχαιολογικούς χώρους, που θα έδιναν στην Θεσσαλονίκη και τις εκδηλώσεις μια διαφορετική διάσταση και ενδιαφέρον.


Οπότε τι νόημα έχουν τα πολύγλωσσα Προγράμματα;



Σχόλια