Το Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, ένας μακρόβιος πολιτιστικός θεσμός, με απήχηση στον κόσμο και συνεισφορά πέραν των ορίων ενός πολιτιστικού γεγονότος.



Κάθε σχεδόν χρόνο μετά την λήξη του Φεστιβάλ Κινηματογράφου, επιχειρείται κάποιου είδους απολογισμός, μέσα βέβαια από την κλασσική προσέγγιση των πραγμάτων, τόσο από τους διοργανωτές, όσο και από τα Μέσα ενημέρωσης.


Δεν θα επαναλάβω εδώ τους γνωστούς σχεδόν κοινότυπους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούνται με κορυφαίο εκείνο της «σπατάλης», των «πολυτελών διακοπών» των Αθηναίων κλπ κλπ.

Ούτε και έχει κάποια ιδιαίτερη νομίζω σημασία η αναφορά στις τελετές έναρξης -λήξης, λιγότερο ή περισσότερο πετυχημένες, λιγότερο ή περισσότερο κιτς κ.ο.κ. 



Άλλωστε ένας θεσμός που το 2009 θα γιορτάσει τα 50 χρόνια του, έχει εξ αντικειμένου υπέρ αυτού το τεκμήριο της σοβαρότητας, της κατοχύρωσης της σημασίας και του ρόλου του όχι μόνο για την πολιτιστική ζωή της πόλης, αλλά και την διεθνή εικόνα της χώρας.






Σ αυτήν άλλωστε την εδραίωση και την απήχηση του θεσμού στηρίχθηκαν και οι πρωτοβουλίες της ίδρυσης του Μουσείου Κινηματογράφου και του τμήματος Κινηματογράφου στην Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.







Φέτος όμως το Πανεπιστήμιο Μακεδονίας, του οποίου πολλές έρευνες της κοινής γνώμης μας εντυπωσιάζουν, προσέθεσε ορισμένα στοιχεία κυρίως σχετικά με την απήχηση του Φεστιβάλ στους κατοίκους του πολεοδομικού συγκροτήματος, κάτι ιδιαίτερα σημαντικό τόσο για τους υπεύθυνους του φεστιβάλ Κινηματογράφου, όσο και για τους λοιπούς φορείς της πόλης, πολιτιστικούς, αυτοδιοικητικούς, αναπτυξιακούς.
Και φυσικά για τα Μέσα Ενημέρωσης, που μπορούν να συνυπολογίζουν τώρα και την αξιολόγηση του κοινού προς τον κρινόμενο φορέα.






Διατρέχοντας λοιπόν τα ευρήματα της έρευνας ,θα αφήσω τελευταίο αυτό της επισκεψιμότητας, γιατί μου γέννησε πολλές σκέψεις και αμφιβολίες και δεν θέλω να ξεκινήσω από κάτι τέτοιο.

Η βασική λοιπόν αξιολόγηση του κοινού κατατάσσεται σε δύο ενότητες, που θα μπορούσα με βάση τα ευρήματα να ονομάσω θετικές και αρνητικές.

Θα ξεκινήσω από τις θετικές.

Το 80% των ερωτηθέντων πιστεύει ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου συμβάλλει στην διεθνή εικόνα της Θεσσαλονίκης , ενώ το 70% πιστεύει ότι συμβάλλει και στην γενικότερη πολιτιστική δραστηριότητα και την τουριστική κίνηση.

Είναι και τα δύο στοιχεία εξαιρετικά σημαντικά και αξιοσημείωτα, καθώς αναδεικνύουν μια σταθερή θετική εικόνα για ένα πολιτιστικό-καλλιτεχνικό θεσμό και μάλιστα σε τόση μεγάλη έκταση.

Και για να επιβεβαιωθούν οι συνήθως αντικρουόμενες απόψεις, που εμφανίζονται και σ αυτήν την έρευνα, τα επόμενα δύο άλλα στοιχεία της αναδεικνύουν μια διαφορετική εικόνα.






Το 54% των ερωτηθέντων πιστεύουν ότι το Φεστιβάλ Κινηματογράφου προβάλλει μόνο συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς κύκλους και το 34% ότι κατασπαταλά το δημόσιο χρήμα.

Δύο παρατηρήσεις γι αυτά.

Πρώτον όπως πάντα η απάντηση στα ερωτήματα βρίσκεται στον τρόπο διατύπωσης των ερωτήσεων.

Από του ερωτηθέντες του πολεοδομικού συγκροτήματος, πόσοι πιστεύει κανείς ότι έχουν πραγματικά μια καλή γνώση της κινηματογραφικής ζωής της χώρας, ώστε να υποστηρίξουν «μετά λόγου γνώσεως» ότι το Φεστιβάλ «προβάλλει συγκεκριμένους καλλιτεχνικούς κύκλους»;

Τώρα για την κατασπατάληση του δημόσιου χρήματος δεν νομίζω ότι χρειάζεται κάποια επεξήγηση αυτό το 34% των ερωτηθέντων.

Για όσους έχουν μια στοιχειώδη ενημέρωση γύρω από την ετήσια διοργάνωση του Φεστιβάλ, ή ακόμη καλύτερα κάποια προσέγγιση στα του προϋπολογισμού του, η εικόνα των δημοσίων σχέσεων, της φιλοξενίας, των δεξιώσεων και των διαφόρων πάρτι κλπ, η πληθωρική και καμιά φορά προκλητική παρουσία δεκάδων «εξ Αθηνών» προσκεκλημένων, που κυκλοφορούν στους χώρους του Φεστιβάλ, στα «στέκια» του καλού φαγητού και της διασκέδασης, είναι μια πραγματικότητα, ένας κοινός τόπος.

Συγκρινόμενα με την ιστορία και το παρελθόν του Φεστιβάλ, τις βραδινές συναντήσεις και ατέρμονες συζητήσεις μετά τις παραστάσεις στην Ε.Μ.Σ. στο ιστορικό «Ντορέ» προκαλούν όντως την εντύπωση της σπατάλης.

Κανείς δεν ξεχνά βέβαια ότι πρόκειται για μια διαχρονική πολιτική του Φεστιβάλ , που με διαβαθμίσεις βέβαια, προσκαλεί και «φροντίζει» την φιλοξενία κυρίως προσωπικοτήτων και παραγόντων της κινηματογραφικής ζωής, αλλά και των εκπροσώπων των ΜΜΕ, χάρις εις τους οποίους διασώζεται από την γκρίνια, ή και την αυστηρή κριτική.

Αξιολογώντας τώρα την ουσιαστική παρουσία και συμβολή του Φεστιβάλ Κινηματογράφου μεταξύ των άλλων πολιτιστικών και πνευματικών θεσμών της πόλης, εκείνοι που δεν συμμετέχουν στις εκδηλώσεις του, το κατατάσσουν 6ο , μετά τα δύο Πανεπιστήμια, την …ΔΕΘ (!), το ΚΘΒΕ και τα Μουσεία.

Ενώ στην συνείδηση των σινεφίλ –κατανοητό νομίζω, όσο και υπερβολικό- το Φεστιβάλ έρχεται τρίτο μετά τα δύο Πανεπιστήμια της πόλης.



Ιδιαίτερο όμως ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι απόψεις εκείνων που παρακολουθούν τις εκδηλώσεις του φεστιβάλ Κινηματογράφου.
Το 44% των ερωτηθέντων λοιπόν θεωρούν πως η φράση που καλύτερα περιγράφει το φεστιβάλ, είναι ότι «παρουσιάζει διαφορετικές κουλτούρες», ένα 27% ότι «παρουσιάζει νέους δημιουργούς» ενώ ένα 29% ότι «είναι μια γιορτή του κινηματογράφου».




Τέλος και με βάση πάντοτε το στοιχείο ότι οι ερωτηθέντες κατοικούν στο πολεοδομικό συγκρότημα και όχι αποκλειστικά στα όρια του Δήμου, εκείνο το εύρημα ότι το 27% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι έχει επισκεφτεί έστω μια φορά το φεστιβάλ, ενώ οι μισοί απ αυτούς, σχεδόν κάθε χρόνο, έρχεται σε αντίθεση με τους αριθμούς που παρουσιάζει στον απολογισμό του το ίδιο το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, στηριζόμενο στα εισιτήρια, και μάλιστα όταν πίσω από τους αριθμούς αυτούς κρύβονται τα πολλά εισιτήρια ενός και μόνο κινηματογραφόφιλου.

Με βάση τα δεδομένα της Εθνικής Στατιστικής Υπηρεσίας για την Θεσσαλονίκη, στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου, θα έπρεπε να συμμετέχουν κάθε χρόνο περίπου 150.000 άτομα!...

Καταλαβαίνει βέβαια κανείς αμέσως που βρίσκεται η εξήγηση αυτού του «ανεξήγητου» ευρήματος.





Όπως και να έχει το πράγμα τα αποτελέσματα της έρευνας συνυπολογιζομένων των αδυναμιών, κυρίως από την διατύπωση των ερωτημάτων και του στατιστικού λάθους, μπορούν να κριθούν θετικά για τον θεσμό, και ασφαλώς χρήσιμα για την αξιολόγηση της πολιτιστικής πραγματικότητας της πόλης και πάντως πολύτιμη για τους διοργανωτές.




Και η ταυτότητα της έρευνας:
Πραγματοποιήθηκε από την Μονάδα Ερευνών Κοινής Γνώμης και Αγοράς του Ερευνητικού Πανεπιστημιακού Ινστιτούτου του Πανεπιστημίου Μακεδονίας, με τηλεφωνική συνέντευξη σε δείγμα 517 ατόμων στο πολεοδομικό συγκρότημα της Θεσσαλονίκης.

Σχόλια