Ένα αργοπορημένο, αλλά διαρκές, καλό νέο..
Η «νέα» Νέα Παραλία της Θεσσαλονίκης.

Η νέα Νέα Παραλία, ή τουλάχιστον ένα μέρος της, είναι μια πραγματικότητα καθώς μπορούμε πλέον να την περπατήσουμε, να την ανακαλύψουμε, να την ερευνήσουμε , να την κρίνουμε.

Και με τον τρόπο αυτόν να κρίνουμε και τους δημόσια κρίνοντες, είτε αυτοί συμφωνούν είτε διαφωνούν με το έργο.
Η Νέα Παραλία από τον χαρακτήρα της, είναι τόπος «λαϊκής» μαζικής παρουσίας, και αυτό είναι το στοιχείο που διακρίνει το έργο αυτό από τα όσα π.χ. επρόκειτο να γίνουν στην πλατεία Αριστοτέλους.


Ο χώρος της Παραλίας, δέχεται την καθημερινή επίσκεψη χιλιάδων Θεσσαλονικέων, όλων των τάξεων και των ηλικιών παιδιών, νέων ,ανδρών και γυναικών, συνταξιούχων, αθλητών, αλλά και δεκάδων προσφυγικών οικογενειών, που περνούν εκεί ανέξοδα τα απογεύματα τους.




Κρίνεται συνεπώς καθημερινά από τους Θεσσαλονικείς, η νέα Νέα Παραλία, η διαμόρφωσή της, ο εξοπλισμός της, τα πάρκα, τα αρχιτεκτονήματα, οι κατασκευές, οι αλέες, οι περίπατοι, τα πάντα


Γι αυτό και η κριτική του έργου μπορεί να αξιολογείται καθημερινά και άμεσα από τους «χρήστες», δηλαδή από τους Θεσσαλονικείς, που την περπατούν, την βιώνουν.








Αυτές ήταν οι πρώτες σκέψεις μου διαβάζοντας τα σχόλια του καθηγητή του ΑΠΘ Γιάννη Μυλόπουλου και του συγγραφέα Σάκη Σερέφα, αυτού του δεύτερου συνοδευόμενα από ένα δισέλιδο εκτεταμένο ρεπορτάζ των ΝΕΩΝ στο ένθετο «ΖΩ ΣΤΗ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ».







Θα παρουσιάσω λοιπόν εδώ κάποια χαρακτηριστικά και αντιπροσωπευτικά αποσπάσματα –ασχολίαστα φυσικά-από τις απόψεις των δύο συμπολιτών μας και στο τέλος θα διατυπώσω και μερικές δικές μου σκέψεις.




Ο Γιάννης Μυλόπουλος ξεκινά το σχόλιό του με τίτλο «Τσιμέντο να γίνει» με ένα ποιητικό απόσπασμα:




«Εκεί που φύτρωνε φλισκούνι κι άγρια μέντα κι έβγαζε η γη το πρώτο της κυκλάμινο, τώρα χωριάτες κουβαλάνε τα τσιμέντα και τα πουλιά πέφτουν νεκρά στην υψικάμινο».







Και στην συνέχεια επιχειρεί μια συναισθηματική αναδρομή στο παρελθόν της Παραλίας, την περίοδο προ του 1960 για να καταδείξει βέβαια την σημερινή ανατροπή της τότε κατάστασης:




«Όποιος έκλεισε τα παιδικά του όνειρα σε κάστρα από άμμο, στην ακτή που βρισκόταν στο ύψος της Μάρκου Μπότσαρη και της Αναλήψεως, όπου η όσφρηση ανασύρει ακόμη σήμερα την έντονη μυρωδιά των ψαριών, όταν περνά από κει που βρισκότανε η ιχθυόσκαλα της Σαλαμίνας κι όποιος περνώντας στην νέα παραλία σιγοτραγουδά την «Όμορφη Θεσσαλονίκη», του «ασπροντυμένου μπουζουκιού», όπως αποκαλεί ο δικός μας Διονύσης το μεγάλο τροβαδούρο που γλύκαινε τα παραλιακά κεντράκια της περιοχής, πλάι στο κύμα, τις νύχτες των πάλαι ποτέ Θεσσαλονικέων, ασφαλώς και δε συμβιβάζεται με την τσιμεντένια εικόνα της «ανάπλασης».







«Ένα έργο με αισθητική κιτς, δηλαδή ψεύτικο και εντελώς ξένο με το φυσικό περιβάλλον της περιοχής, ένα έργο που προσπαθεί να παρουσιάσει μια πόλη διαφορετική από αυτήν που η φύση την όρισε να είναι. Λες κι έχουμε λόγους να ντρεπόμαστε για το παρελθόν μας, γι αυτό που στ αλήθεια ήταν κάποτε η πόλη μας. Γι αυτό που έκανε τους περιηγητές απ όλο τον κόσμο να την αποκαλούν «νύφη του Θερμαϊκού».

(Αχ Γιάννη μου δεν σου άξιζε τέτοιο κείμενο…Τέλος πάντων…).





Ο συγγραφέας Σάκης Σερέφας, περισσότερο αναλυτικός στην κριτική του γράφει μεταξύ άλλων:

«Τα υλικά τα οποία χρησιμοποιήθηκαν, όπως τα ξύλα, τα μάρμαρα, είναι μεν πολύ ωραία αλλά μου δημιουργούν την αίσθηση του σαλονιού: προσοχή μη λερώσω, μη γδάρω το σανίδι το οποίο πατώ. Όπως ακριβώς προσέχω το σαλόνι του σπιτιού μου».
«Έφτιαξαν κάτι το οποίο είναι πολύ εύθραυστο για να αντέξει την σκληρή αστική χρήση, η οποία γίνεται περισσότερο σκληρή σε κοινωνίες όπως η ελληνική. Οι διαχρονικές τους αντοχές αλλά και η λειτουργικότητά τους θα φανούν με την πάροδο του χρόνου».



Και παρακάτω:

«Το πάρκο το έχουμε για να το χρησιμοποιούμε. Δεν θα έπρεπε να είναι ένα αισθητικό φαινόμενο αλλά ένα εργαλείο για να παίξουμε, να το πατήσουμε, να ξαπλώσουμε στο χορτάρι του, να «βανδαλίσουμε» λίγο πάνω του».



«Δεδομένου ότι τα πάρκα είναι κατασκευασμένα σε μια περιοχή της πόλης που είναι από παντού ανοιχτή και την πιάνουν ο άνεμος και η βροχή τον χειμώνα όπως ο ήλιος το καλοκαίρι, μήπως θα ήταν πιο χρηστικά και ταιριαστά κάποια ελαφρά κατασκευής στέγαστρα αντί της αλέας με τις κουκουναριές;»



«Ο τρόπος με τον οποίο είναι τοποθετημένοι οι ξύλινοι διάδρομοι και οι πέργκολες αποκόπτεται την οπτική επαφή με το νερό. Άλλη μια φορά η πόλη γυρνάει το μέτωπό της προς τα μέσα».

«Η χρήση αυτή του χώρου προϋποθέτει να έχεις στραμμένη την πλάτη σου στην θάλασσα. Δεν είναι τυχαίο αυτό. Θα ήταν πιο εύκολο να ξεχαστείς αν υπάρχουν ηχοπετάσματα, ή αν οι ξύλινοι διάδρομοι έκοβαν την επαφή με τον δρόμο. Αυτό δείχνει ότι η γραμμή η οποία δεν δόθηκε ήταν η αποκατάσταση της πόλης με το νερό».

Προσπάθησα όσο αυτό ήταν δυνατό να παρουσιάσω τα βασικά σημεία των παρατηρήσεων και της κριτικής των Μυλόπουλου-Σερέφα. Μια και αυτό ειδικά το έργο με τις καθυστερήσεις του, κυρίως όμως με τον απόλυτο αποκλεισμό των Θεσσαλονικέων από ένα χώρο κυριολεκτικά αναψυχής, σχολιάστηκε ποικιλότροπα προκάλεσε δεκάδες δημοσιεύσεις, καταγγελίες, και συχνά την αγανάκτηση των πολιτών.



Και τώρα που έχει απελευθερωθεί καλούμαστε όλοι να τον επισκεφτούμε να τον «ζήσουμε» - γιατί προσφέρεται για κάτι τέτοιο- και να αξιολογήσουμε την αρχιτεκτονική πρόταση και τον τρόπο της εκτέλεσής της.

Θα διατυπώσω λοιπόν κάποιες σκέψεις μου πάνω στις παρατηρήσεις, ουσιαστικά την κριτική , των δύο συμπολιτών μας.
Και πρώτα για τον Γιάννη Μυλόπουλο



Μου είναι ανεξήγητο αυτό το άλμα των πενήντα περίπου χρόνων που επιχειρεί, για να φτάσει στο 1960 και να μιλήσει με ένα ρομαντικό θάλεγα τρόπο για την θάλασσα που χάσαμε, για την παραλία που εξαφανίστηκε.




Συνέβη λοιπόν να έχω ζήσει στην περιοχή που περιγράφει ο Γιάννης από το 1946. Να την έχω ζήσει δηλαδή σε όλες τις φάσεις της, σε όλο το «μεγαλείο»της, στα καλά και τα κακά της.

Μάταια λοιπόν αναζητώ κάτι από τα «ποιητικά» χαρακτηριστικά.

Δεν τα συνάντησα, δεν μου θυμίζουν τίποτε.




Βίωσα όμως την θάλασσα, ατελείωτες ώρες, ημέρες και χρόνια, παιχνιδιού, και περιπετειών, σε όλη την έκταση από το Φάληρο μέχρι το Τάμαριξ. Μάζευα ξύλα , σανίδια και φλούδες δέντρων, για τον χειμώνα, μήλα, πορτοκάλια και χαρούπια, που ξέβραζε στην παραλία, ατελείωτες ψαριές από τις τράτες της περιοχής του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου.

Έβλεπα τα τουμπανιασμένα σώματα των ζώων, που έπνιγε ο φοβερός χείμαρρος του Κυβερνείου, και μετά αφού έκαναν την βόλτα τους στα βαθιά, τα κύματα τα «νανούριζαν» επί ώρες, ή και μέρες στις παραλίες. Και καμιά φορά αντικρίζαμε τρομαγμένοι και τα πτώματα ανθρώπων, άγνωστο πως βρέθηκαν εκεί.

Αλλά αν εξαιρέσω την περιοχή στα δεξιά του Ιστιοπλοϊκού Ομίλου, εκεί δηλαδή κάπου μπροστά από το Λαογραφικό Μουσείο, όλες οι άλλες παραλίες ήταν απροσπέλαστες όχι για μπάνιο, αλλά ακόμη και για παιχνίδια. Τόνοι από σάπια φύκια που η κίνηση της θάλασσας και η διαμόρφωση της παραλίας συσσώρευαν ψόφια ψάρια γύρω από την ιχθυόσκαλα, και φυσικά οι υπόνομοι που ξερνούσαν από την παραλία ήδη τα αστικά απόβλητα της περιοχής.



Τώρα για τα ταβερνάκια της Σαλαμίνας. Στάθηκαν πάντα απροσπέλαστα από τους κατοίκους της γύρω περιοχής, που κατέφευγαν τα βράδια του καλοκαιριού σε ένα ατελείωτο βολτάρισμα στην χωματένια πλατεία, γύρω από το μόνιμο βουνό των σκουπιδιών, μια μικρή χωματερή για τις γύρω κατοικίες, μασώντας πασατέμπο και ακούγοντας τους όντως μυθικούς ήχους των μπουζουκιών και τις φωνές των λαϊκών τραγουδιστών μέσα από τα καφασωτά των κέντρων .

Οπότε αναρωτιέμαι τι άκρη να βγάλω και με τι να συγκρίνω το τότε και το σήμερα.


Ο Σάκης Σερέφας στέκεται σε άλλα χαρακτηριστικά του έργου, «διακρίνει» με ένα ευαίσθητο βέβαια μάτι στοιχεία και επιλογές σχεδιασμού, που είναι άλλων και μάλιστα ειδικών αρμοδιότητα να κρίνουν.





Έχει μια άποψη για τους «δημόσιους» χώρους , την χρήση τους τα υλικά που πρέπει να χρησιμοποιούνται, μια αισθητική λίγο «μπρούτα» , αφού πρέπει να αφήνει περιθώρια για να «βανδαλίζεται» ακινδύνως.

Μιλά για ευθραυστότητα και υπερβολή στην χρήση υλικών, για ένα «αισθητικό φαινόμενο» με το οποίο δεν συμφωνεί, για την έλλειψη κατασκευών που θα προστάτευαν τον κόσμο από την ζέστη και τις βροχές.




Δεν μπορώ όμως να κατανοήσω αυτήν την αναγκαιότητα. Ο κόσμος δεν κατεβαίνει στην παραλία στις ώρες που ο ήλιος είναι ντάλα κι αν το κάνει του αρκούν τώρα οι νέοι σκιεροί χώροι που έχουν δημιουργηθεί, το ίδιο φυσικά ισχύει και για την βροχή.

Τα καλαίσθητα στέγαστρα που υπάρχουν τώρα στους «κλειστούς» κήπους και τα θεματικά πάρκα, είναι ένα από τα πλέον αγαπητά μέρη της Νέας Παραλίας.




Αλλά δεν μιλάμε για χώρους υποχρεωτικής παραμονής κοινού, δεν πρόκειται για στάσεις λεωφορείου, όπου έπρεπε να προφυλάξουμε τον κόσμο από ήλιο, βροχές και ανέμους.

Διατυπώνει όμως και μια παρατήρηση που μου έκανε εντύπωση ακριβώς γιατί κατά την γνώμη μου με τον σχεδιασμό των πάρκων της Νέας Παραλίας συνέβη ακριβώς το αντίθετο από αυτό που ίδιος αντελήφθη.

Υποστηρίζει λοιπόν ότι ο σχεδιασμός έγινε, ή τουλάχιστον κατέληξε στο να οδηγήσει τον κόσμο στο να στρέψει την πλάτη στην θάλασσα και να κοιτά προς την λεωφόρο των αυτοκινήτων.
Μόνο μια απάντηση μου έρχεται στο μυαλό.

Δεν πρέπει να ήταν η Νέα Παραλία «αγαπημένος» τόπος για τον Σ.Σερέφα. Δεν θα τον περπατούσε δεν θα τον ζούσε, όπως όλοι εκείνοι που τον διασχίζαμε από το Μέγαρο Μουσικής, μέχρι τις ομπρέλες Ζογγολόπουλου και καμιά φορά μέχρι το Βασιλικό Θέατρο.

Εκτός αν εννοεί, ότι το φράγμα των διακοσμητικών φυτών, που χώριζαν την παραλία στα δυο, στο πλακόστρωτο και τα πάρκα, ήταν μια λύση αναγκαστικής στροφής προς την θάλασσα.





Αλλά με τον τρόπο αυτόν η μισή έκταση της παραλίας είχε ουσιαστικά αχρηστευθεί, αφού σε εγκαταλειμμένα πάρκα της δεν πατούσε ψυχή.

Σε κάτι όμως νομίζω πως είμαστε όλοι σύμφωνοι.

Και ο νέος σχεδιασμός της Παραλίας διατηρεί το «τείχος» προσπέλασης προς το νερό, αφού ούτε τώρα δεν κατάφεραν να «σπάσουν» κάποια σημεία της, να κατεβάσουν την στάθμη της παραλίας σταδιακά μέχρι την επιφάνεια της θάλασσας και να διαμορφώσουν χώρους για τα αθλητικά σκάφη και τις βάρκες των ερασιτεχνών αλιέων, ένα χώρο αναψυχής «δίπλα στο κύμα», κάτι βέβαια που ιστορικά συνέβη μόνο στον Κήπο του Λευκού Πύργου, όταν τα υπαίθρια τραπέζια έφταναν μέχρι το κύμα της θάλασσας.

Πιθανόν να υπάρχει μια απάντηση στο ότι δεν ξανασχεδιάστηκε η Νέα Παραλία, αλλά τα πάρκα της Νέας Παραλίας….



Υ.Γ. 1

Το Σημείωμα αυτό έχει γραφεί εδώ και μέρες.
Δεν το δημοσίευα γιατί οι ημέρες που ακολούθησαν δεν προσφέρονταν για αυτού του είδους θέματα.
Στην συνέχεια όμως προέκυψαν νέες πληροφορίες και εκτιμήσεις- αξιολογήσεις, οπότε θεώρησα ότι ένα Σημείωμα για την Παραλία, μπορεί να διεκδικήσει «επικαιρότητα», άρα και δικαίωμα παρουσίασης.

Το πρώτο αφορά στην πλατεία Μοναστηρακίου, που δόθηκε στο κοινό της Αθήνας, μετά από μακροχρόνια προσπάθεια να ολοκληρωθούν τα έργα ανάπλασης της.













Οι Αθηναίοι υποδέχθηκαν το έργο με ενδιαφέρον, με αγάπη , με έκδηλη ευχαρίστηση.

Ο Δημήτρης Ρηγόπουλος περιγράφει αυθεντικά αυτήν την αποδοχή στην «Καθημερινή»:

«..και χιλιάδες Αθηναίοι ξεχύθηκαν στην αναμορφωμένη και ελεύθερη πια πλατεία Μοναστηρακίου. Είχες την αίσθηση μιας μικρής γιορτής τις περισσότερες ώρες αυτές τις ημέρες στο Μοναστηράκι. Ναι, στην πραγματικότητα ο κόσμος γιόρταζε κάτι: την ανάκτηση ενός δημόσιου χώρου στο κέντρο της πόλης που για διαφορετικούς λόγους παρέμενε τα τελευταία 15 χρόνια κλειστός, κατακερματισμένος, βρώμικος, αφιλόξενος».

Το δεύτερο είναι μια «ακτινογραφία» του Σάκη Σερέφα από τον Δημοσθένη Κούρτοβικ, που μπορεί να απαντά και στο χειμαρρώδες και κατεδαφιστικό κείμενό του σχετικά με την Νέα Παραλία:

« Έτσι κι αλλιώς ο Σάκης Σερέφας, ο περί ου ο λόγος συγγραφέας, δεν είναι συνηθισμένη περίπτωση. Η συγγραφική ορμή του δεν σταματά μπροστά σε κανένα σύνορο της γεωγραφίας της γλωσσικής έκφρασης: ποίηση, πεζογραφία, δοκίμιο, θέατρο, παιδικό βιβλίο, κινηματογραφικό σενάριο, συλλογές ιστορικών μαρτυριών, λευκώματα, καμιά από όλες αυτές τις περιοχές δεν μένει απάτητη στις φρενήρεις επελάσεις αυτού του δεκαθλητή, του γραπτού λόγου. Η καταιγιστική εκδοτική παραγωγή του (ως και τρία βιβλία το χρόνο, αν και σχεδόν πάντοτε ολιγοσέλιδα) με έκανε κάποτε να τον επιπλήξω για υπερβολική βιασύνη, αργότερα όμως κατάλαβα ότι είναι ιδιοσυγκρασιακή, όχι ψυχαναγκαστική ή υπολογιστική».

Υ.Γ. 2
Μόλις πριν λίγες ημέρες μάθαμε ότι η μελέτη του έργου ανάπλασης της Νέας Παραλίας, ανήκει στους Πρόδρομο Νικηφορίδη, Μπερνάρ Κουόμο, Ρ. Κάστρο και Σ. Ντενίσοφ και κέρδισε το βραβείο του καλύτερου δημόσιου έργου στον διαγωνισμό Βραβείων 2008 του Ελληνικού Ινστιτούτου Αρχιτεκτονικής.

Από το σχετικό δημοσίευμα του αν. καθηγητή Ιστορίας και Θεωρίας Αρχιτεκτονικής στο Α.Π.Θ. Ανδρέα Γιακουμακάτου στο «Βήμα» , το αναφερόμενο στο έργο ανάπλασης της Νέας Παραλίας, επιλέγω το εξής απόσπασμα:

«Η παρέμβασή τους δεν είναι «σκληρή» , όπως σε μια δομικά φορτισμένη δημόσια πλατεία- κατάλογοι υλικών και κατασκευαστικών λύσεων (τελευταία της μόδας στα καθ ημάς), αλλά καταφεύγει στην διατύπωση σειράς θεματικών επεισοδίων όπου η χρήση των φυτών, της βλάστησης και του νερού σε συνδυασμό με υλικά όπως το σίδερο, το μάρμαρο το ξύλο και η πέτρα, αλλά και τα μαλακά δάπεδα, επεξεργάζονται χώρους διφορούμενους και αλληγορικούς, αναζητώντας μια ποιητική διάσταση την οποία εν πολλοίς αποκαλύπτουν.

………………………………………………………………………
«Το ανάπτυγμα εν τούτοις των κήπων του Νικηφορίδη και του Κουόμο στη Νέα Παραλία (κήπος του ήχου, των ρόδων, της μνήμης, του νερού, της μουσικής) διαμορφώνει και απρόβλεπτη ποικιλία «ιδιωτικών» τόπων ιαπωνίζουσας ευαισθησίας, στοχαστικούς και εσωστρεφείς, που, όπως φάνηκε μετά τα πρόσφατα εγκαίνια, το κοινό περιεργάζεται με καλοπροαίρετο και κάποτε απορημένο θαυμασμό. Αποκαλύπτεται έτσι για άλλη μία φορά η παιδευτική διάσταση του καλού σχεδιασμού, που στην περίπτωση αυτή έχει οδηγήσει σε απρόσμενα προσεκτική χρήση του έργου από τους πολίτες».

Μια τελευταία παρατήρηση:

Κάθε πόλη, έχει την ανάγκη του ενδιαφέροντος, της υποστήριξης, της εκτίμησης, των πολιτών της.
Για την Θεσσαλονίκη αυτά είναι όροι κυριολεκτικά για την επιβίωση και το μέλλον της.

Σχόλια