Η Πολιτιστική υποδομή της Θεσσαλονίκης

Οι προβληματισμοί για τα «άδεια κτίρια» και οι απίστευτες
δικαιολογίες.

Για άλλη μια φορά το ΚΘΒΕ φέρνει στην επικαιρότητα ένα θέμα συζήτησης, που θα ήταν αδιανόητη σε οποιαδήποτε άλλη ευρωπαϊκή πόλη με τα μεγέθη και τον ρόλο της Θεσσαλονίκης.

Οι τρεις «μεγάλες» αίθουσες του Bασιλικού, της ΕΜΣ και των Λαζαριστών και η αδυναμία του να της γεμίσει!..

Και όπως ήταν αναμενόμενο ακολούθησε ένα ρεπορτάζ του Σάκη Αποστολάκη στην «Ελευθεροτυπία» της 20ης Φεβρουαρίου 2009, συνοδευόμενο από δηλώσεις παραγόντων της πολιτιστικής ζωής της Θεσσαλονίκης, θα έλεγα κορυφαίων, αλλά το αποφεύγω γιατί στον ορισμό αυτόν θα μπορούσαν να περιληφθούν και άλλοι, που λείπουν από το ρεπορτάζ .

Το ευτύχημα είναι ότι στο σύνολό τους , με την εξαίρεση της Μόνας Κιτσοπούλου ,που εκπροσωπούσε στο ρεπορτάζ τους «μικρούς» της πόλης, θεώρησαν ότι τα υπαρκτά προβλήματα της πόλης δεν οφείλονται φυσικά στις «μεγάλες» αίθουσες ούτε στην υπερπληθώρα της πολιτιστικής υποδομής, αλλά σε άλλους κοινωνικούς, οικονομικούς , ανταγωνιστικούς λόγους, στην απουσία, ή καλύτερα στην «αποχή» του Πανεπιστημίου και του φοιτητικού δυναμικού του , στον γνωστό συντηρητισμό της πόλης, κλπ.

Κάποτε λοιπόν πρέπει να τεθεί ένα τέλος σ αυτήν την ιστορία που προσβάλλει την Θεσσαλονίκη, είτε άμεσα είτε έμμεσα, ανάλογα με την απάντηση που δίνει ο καθένας στο ερώτημα.

Φταίνε οι υποδομές, αν τα δύο θέατρα των Λαζαριστών δεν κατάφεραν να εξελιχθούν σε κέντρο της θεατρικής ζωής μια απέραντης περιοχής μερικών εκατοντάδων χιλιάδων πολιτών;

Φταίνε οι υποδομές αν το θέατρο της ΕΜΣ δεν διατίθεται αποκλειστικά στην Όπερα στο Χοροθέατρο και την Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης;

Μήπως αγνοούμε ότι συχνά η Όπερα αναγκάζεται να κάνει τις πρόβες της στα κτίρια της ΔΕΘ και ότι το Χοροθέατρο οδηγείται σταδιακά στον μαρασμό και την διάλυση;

Φταίνε οι πολλές αίθουσες, αν η Κρατική Ορχήστρα Θεσσαλονίκης,-που τις ημέρες αυτές γιορτάζει τα 50 χρόνια της- που έγραψε τις πιο λαμπρές σελίδες της ιστορίας της στο θέατρο της Ε.Μ.Σ. δεν μπορεί να δώσει εκεί συναυλίες;

Φταίνε τα τρία κτίρια-κινηματογραφικές αίθουσες στο λιμάνι, αν δεν υπάρχει η πολιτική βούληση για την μετατροπή δύο απ αυτούς σε χώρους σύνθετων λειτουργιών, ώστε να μπορεί να αποκτήσει η Πειραματική Σκηνή της Τέχνης επιτέλους ένα δικό της Θέατρο, για όλο τον χρόνο πλην των 10 ημερών του Φεστιβάλ Κινηματογράφου;

Επειδή δε ακούω πότε πότε και ένα προβληματισμό- στην καλύτερη περίπτωση- για τις τρεις αίθουσες κινηματογράφου, πρέπει να υπενθυμίσω κάτι που ξεχνιέται.

Δόθηκε πολύ σκληρή μάχη για να καταφέρει η Πολιτιστική Πρωτεύουσα να βάλει πόδι στον πρώτο προβλήτα. Για κάθε αποθήκη που προγραμματιζόταν έργα, έπρεπε να προβληθεί ένα αντίστοιχο επιχείρημα, μια δικαιολογία.

Για τις αίθουσες αυτές λοιπόν η «Πολιτιστική Πρωτεύουσα» σχεδίαζε να προικοδοτήσει το φεστιβάλ Κινηματογράφου με αναγκαίους χώρους και φυσικά αντίστοιχα έσοδα από την λειτουργία τους, και ο Ο.Λ.Θ. υπολόγισε στην ενοικίασή τους, όπως κάνει τώρα και με την μεγάλη Γ΄ Αποθήκη.

Το κέρδος για το Πολιτισμό εξασφαλίστηκε, καθώς ο προβλήτας –το επαναλαμβάνω- κηρύχθηκε δια Νόμου «χώρος πολιτιστικών δραστηριοτήτων» και τώρα απομένει η ρύθμιση που θα επαναξιολογήσει τα δεδομένα και τις ανάγκες. Γιατί οι κινηματογραφικές αίθουσες ακολουθώντας την μοίρα των κινηματογραφικών αιθουσών του κέντρου είναι τώρα «εκτός αγοράς και εποχής».

Συμπερασματικά

Η Θεσσαλονίκη στην χρονιά της Πολιτιστικής Πρωτεύουσας βρέθηκε σε μια συγκυρία, οικονομική και πολιτική που της επέτρεψε να κάνει το αδιανόητο.

Να εξασφαλίσει πολιτιστική υποδομή για τον προσεχή αιώνα, σύγχρονο πλούσιο άρτια εξοπλισμένο προκλητικό και απαιτητικό για τους εκάστοτε ιθύνοντες του πολιτισμού.
Η υποδομή αυτή απευθύνεται στο 1.5 εκατομμύρια κατοίκους του πολεοδομικού συγκροτήματος. Στην αρχαία Ελλάδα, μια πόλη 30-40.000 κατοίκων ανήγειρε συνήθως θέατρο 12-15.000 θέσεων…

Δεν πρόκειται για μια υποδομή για το 2000 μόνο, αλλά και για το 2050 και το 2100…
Αυτό να μην μας διαφεύγει όταν αξιολογούμε τις υποδομές..

Διαφορετικά θα έπρεπε να περιοριστούμε σε κάποιες μικρές αίθουσες των 200-300 ατόμων, που ασφαλώς θα ικανοποιούσαν την Μόνα Κιτσοπούλου, αλλά θα καταδικάζαμε την Θεσσαλονίκη σε έναν αναγκαστικό επαρχιωτισμό για τις προσεχείς πολλές δεκαετίες…

Με την λογική αυτή δεν μας χρειάζεται η ΥΦΑΝΕΤ για ένα μεγάλο Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης- μην σας φαίνεται αδιανόητο, έχει λεχθεί ήδη- ,δεν μας χρειάζεται μια μεγάλη κρατική Βιβλιοθήκη, δεν μας χρειάζονται νέοι χώροι για την φιλοξενία και την ανάπτυξη των δύο Μουσείων που ασφυκτιούν σε μια Αποθήκη στο Λιμάνι, το Μουσείο Φωτογραφίας και το Μουσείο Κινηματογράφου, δεν μας χρειάζονται οι αναγκαίοι κατάλληλοι χώροι για τις ανάγκες του τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών.

Τι λοιπόν μας χρειαζόταν;

Μία πτωχή πλήν «ερωτική» Θεσσαλονίκη!..

Σχόλια