Η περιπέτεια «λογοκρισία σε βίντεο του Κώστα Γαβρά»

Άγνοια, ιδεοληψίες, εμμονές και λάθη που είχαν υψηλό- και προσωπικό- κόστος και θα συνεχίσουν να ταλαιπωρούν την χώρα.


«Ελεύθερο το φιλμ του Γαβρά», είναι ο τίτλος της ΕΛΕΥΘΕΡΟΤΥΠΙΑΣ, ενώ τα ΝΕΑ παρουσιάζουν την είδηση με μια δήλωση του Γαβρά : «Η εκκλησία δεν θέλει να αποδεχθεί την αλήθεια». Στην ΚΑΘΗΜΕΡΙΝΗ ο τίτλος είναι κάπως πιο ουδέτερος : Κανονικά προβάλλεται το φιλμ του Γαβρά στο Νέο Μουσείο» ενώ στον τοπικό ΑΓΓΕΛΙΟΦΟΡΟ ο τίτλος «Τέλος καλό για το βίντεο του Γαβρά» μου δίνει και το νήμα για να μεταφέρω εδώ κάποιες σκέψεις χρήσιμες νομίζω, που δεν αναφέρθηκαν μέσα στην ένταση των σχολίων με αφορμή την λογοκρισία του φιλμ.

Και κατ αρχήν, τι θα μείνει από αυτήν, την απερίσκεπτη κατά την γνώμη μου, περιπέτεια;
Ο διεθνής σάλος που για άλλη μια φορά μας εκθέτει και το χειρότερο το διαρκές πλέον μήνυμα, ότι την καταστροφή των γλυπτών του Παρθενώνα ξεκίνησαν κάποιοι μακρινοί πρόγονοί μας, αδιάφορο αν είναι λαϊκοί ή κληρικοί χριστιανοί.

Και λέω αδιάφορο κυρίως σε σχέση με την διαρκή κατηγορία που εκτοξεύει εναντίον της χώρας το Βρετανικό Μουσείο ότι χάρις στον Έλγιν και το Μουσείο έχουν διασωθεί και προσφέρονται στην οικουμένη τα θαυμάσια έργα του Φειδία.

Αυτό φοβούμαι το στοιχείο, προβαλλόμενο μάλιστα μέσα στο ίδιο το Μουσείο της Ακρόπολης, αργά ή γρήγορα θα γίνει μπούμερανκ εναντίον του αιτήματος της επιστροφής των μαρμάρων..

Όταν ανατέθηκε στον Γαβρά το γύρισμα του μικρού φιλμ για την ιστορία του Παρθενώνα, αγνοήθηκε εντελώς και αδικαιολόγητα κατά την γνώμη μου, ο φανατικός αντικληρικαλισμός του Γαβρά, ο οποίος εξελίσσεται στις ημέρες μας στον πιο αυθεντικό εκφραστή του παραδοσιακού Γαλλικού αντικληρικαλισμού στην ακραία έκφρασή του.

Το έχουμε άλλωστε δει επανειλημμένα στα κινηματογραφικά του έργα, το οποία προκάλεσαν επεισόδια και συγκρούσεις κατά την προβολή τους από φανατικούς θρησκευόμενους, ή πιστούς της Καθολικής Εκκλησίας.

Τότε, την εποχή της ανάθεσης, το 1993 νομίζω, εάν όντως είχαν κατά νου να προβάλουν το φιλμ μέσα στο Μουσείο, έπρεπε να ζητήσουν την συμμετοχή διακεκριμένου ιστορικού, ώστε τα στοιχεία, ανεξάρτητα από την καλλιτεχνική διατύπωση, να έχουν τεκμηρίωση, κύρος, αλήθεια και αδιαμφισβήτητη αυθεντικότητα, λόγω ακριβώς της λεπτότητας του θέματος και της πολιτικής που υποτίθεται ότι θα εξυπηρετούσε.

Γατί τα ερωτήματα που προέκυψαν, τα οποία έχουν την λογική τους αλλά δεν μπορούν τώρα να συζητηθούν, εάν δηλαδή υπάρχουν στοιχεία ότι κατά την περίοδο των πρώτων χριστιανικών χρόνων, όταν καταστρεφόταν οι ναοί των αρχαίων θεών, είχαμε και στην Αθήνα, εκτός του κλεισίματος των φιλοσοφικών της σχολών και καταστροφές Ναών, μεταξύ των οποίων και του Παρθενώνα, όπως επιβεβαιώνουν μαρτυρίες ότι συνέβη στις πόλεις της Ιωνίας , της «Ανατολής», όπως συγκεκριμένα αναφέρεται στις πηγές.

Στο σημείο άλλωστε αυτό επικέντρωσε και ο Δημ. Παντερμαλής τις αντιρρήσεις του κατά την ατυχή τηλεοπτική εμφάνισή του μετά την λογοκρισία του φιλμ και τις καταγγελίες και διαμαρτυρίες που ακολούθησαν.

Ο Κώστας Γαβράς εν γνώσει του βέβαια και «καλλιτεχνική αδεία» στο φιλμ,- πολύ κακό τεχνικά κατά τους ειδήμονες, όταν στην Γαλλία η σύγχρονη τεχνολογία έχει να παρουσιάσει λαμπρά δείγματα της σχετικής τεχνικής, -παρουσιάζει όχι απλώς διαμαρτυρόμενους, φανατικούς χριστιανούς να σκαρφαλώνουν ως πίθηκοι στα αετώματα του Παρθενώνα αλλά σύγχρονους κληρικούς της Εκκλησίας, με τα μαύρα ράσα και τα καλιμαύχια, όταν είναι επίσης γνωστό πως το μαύρο ράσο καθιερώθηκε κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας και άρα το άλμα των δέκα πέντε αιώνων που πραγματοποιεί ο Γαβράς, δεν αποτελεί παρά επιβεβαίωση των ιδεολογικών του αντιλήψεων κατά της Εκκλησίας.

Κατανοητό σε κάποιο βαθμό, εφόσον ήθελε να κάνει απολύτως εύληπτη την άποψή του, ότι δηλαδή χριστιανοί κληρικοί καταστρέψανε τα γλυπτά.

Αναρωτιέμαι από την άλλη ποια είναι η ιδιαίτερη σημασία που έχουν εν προκειμένω οι βεβαιωμένες πληροφορίες, ότι οι πρώτοι Αυτοκράτορες της Ανατολικής Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, ήταν εκείνοι που επόπτευσαν την καταστροφή των αρχαίων ναών.

Ο Αλέξανδρος Ασωνίτης σε σχετικό σχόλιό του στην ΕΛΕΥΘΕΡΙΤΥΠΙΑ της 4/8 επιχειρώντας να αποδείξει με ντοκουμέντα την πολιτική καταστροφής των αρχαίων ειδωλολατρικών Ναών, παραθέτει έγγραφα και κώδικες με αυστηρές εντολές των Αυτοκρατόρων Κωνστάντιου και Κώνστα (346 356 μ.Χ.) των Αρκάδιου και Ονώριου Αύγουστου (398 μ.Χ.) του ιδίου το 408 μ.Χ. των Αύγουστων Θεοδοσίου του Β΄ και Βαλεντιανού το 435 μ.Χ. του Ιουστινιανού κλπ.

Επιβεβαιώνει δηλαδή ότι η καταστροφή των ναών, όλων στην Ανατολή, ξεκίνησε ως κεντρική πολιτική των Αυτοκρατόρων και εκτελέστηκε στο πλαίσιο της κρατικής πολιτικής δια των τοπικών επάρχων, κάτι που κανένας δεν αμφισβήτησε ποτέ.

Δεν επιβεβαιώνεται καν ότι οι καταστροφές προήλθαν από επιθέσεις φανατικών χριστιανών, αφού οι εντολές των Αυτοκρατόρων προς τους επάρχους και τοπικούς δικαστές, συμπεριλαμβάνουν και αυστηρές ποινές για τους ίδιους εφόσον αρνηθούν να εκτελέσουν τις εντολές, ή «κάνουν στραβά μάτια» στην συνέχιση των ειδωλολατρικών θυσιών.

Ταυτόχρονα γνωρίζουμε από αδιαμφισβήτητες επίσης μαρτυρίες, ότι οι Αυτοκράτορες κατά την συνήθεια των Ρωμαίων Αυτοκρατόρων μετέφεραν από ολόκληρη την Ανατολή, αγάλματα, οβελίσκους, κίονες και γλυπτά με τα οποία κοσμούσαν τα δημόσια κτίρια, τον Ιππόδρομο, τα Λουτρά κλπ. στην Κωνσταντινούπολη.

Ακόμη και η μετατροπή του Παρθενώνα σε ορθόδοξη εκκλησία με την εντυπωσιακή ανόρθωση του σταυρού πάνω από τα αετώματα του, αμέσως μετά την καταστροφή των γλυπτών, όπως προβάλλεται στο φιλμ του Κ. Γαβρά, δεν αποδεικνύει στα μάτια του σύγχρονου επισκέπτη τίποτε λιγότερο από την έλλειψη σεβασμού σε ένα μνημείο της πανανθρώπινης ιστορίας και του πολιτισμού.

Αλλά και εδώ ο Γαβράς ενήργησε και πάλι με το δικαίωμα του δημιουργού να τονίσει ένα εντυπωσιακό, αλλά ιστορικά ανύπαρκτο στοιχείο, όταν είναι γνωστό πως στα χρόνια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, ο σταυρός ήταν απολύτως απαγορευμένος , στο εξωτερικό των Χριστιανικών ναών.

Επανέρχομαι λοιπόν στην αρχική μου σκέψη.

Το κακό με την λογοκρισία και την δημοσιότητα που πήρε διεθνώς και εξέθεσε το λαμπρό Νέο Μουσείο, μπορεί να ξεχαστεί κάποια στιγμή και να φύγει από την επικαιρότητα.
Το «διαρκές» πρόβλημα είναι η συνεχιζόμενη παρουσίαση ενός φιλμ που προβάλλει με τον πιο εκφραστικό τρόπο και με την υπογραφή μιας διακεκριμένης προσωπικότητας με διεθνές κύρος

την καταστροφή την οποία επιφέραμε εμείς οι ίδιοι στα γλυπτά του Παρθενώνα.
Γιατί φυσικά κανείς δεν θα θυμάται, ούτε άλλωστε έχει το παραμικρό ενδιαφέρον, το τι διαμείφθηκε μεταξύ Κ .Γαβρά και Δ. Παντερμαλή, τα οποία άλλωστε διέψευσε εντός 24ώρου ο Κ. Γαβράς.

Τα σημειώνω όλα αυτά επειδή το φιλμ προβάλλεται μέσα σε ένα από τα πλέον εντυπωσιακά σύγχρονα Μουσεία του κόσμου και η ιστορική αλήθεια των περιγραφομένων δεν μπορεί να απουσιάζει, ούτε να παραποιείται, χάριν οποιασδήποτε σκοπιμότητας.

Υ.Γ.1

Εκφράζω όλη την συμπάθειά μου προς τον καθ. Δημήτρη Παντερμαλή. Λίγες μόνο ημέρες μετά την άψογη και εξαιρετικά διπλωματική ξενάγηση των επισήμων στο Μουσείο, κατά τα εγκαίνια του, που κατάφερε με συγκλονιστικό τρόπο, να περάσει στην διεθνή κοινότητα και τα ΜΜΕ το μήνυμα ότι το αίτημα επιστροφής των γλυπτών είναι ζωντανό επίκαιρο και αναπόφευκτο, δέχθηκε μια άνευ προηγουμένου επίθεση από τις πλευρές εκείνες που επί δεκαετίες τον τίμησαν και τον συνέχαιραν για το λαμπρό επιστημονικό και αρχαιολογικό του έργο, όσο και για την συμβολή του στην ολοκλήρωση και προετοιμασία του Μουσείου.

Αντιλαμβάνομαι την πικρία του κυρίως γιατί κανείς δεν τόλμησε να υποβληθεί στον κόπο να μελετήσει το ζήτημα που προέκυψε σε όλο του βάθος και να αντιληφθεί την δυσχερή θέση στην οποία περιήλθε, όταν ξέσπασε η δημόσια διαμάχη.

Υ.Γ. 2

Παραθέτω με την ευκαιρία του σημερινού Σημειώματος,το σκεπτικό πάνω στο οποίο στήριξε την οργάνωση της Έκθεσης “Warhol/icon: η γένεση του image”, στο Βυζαντινό και Χριστιανικό Μουσείου ο Πολ Μούρχαους, επιμελητής της Έκθεσης:

«Η ιδέα της λατρείας, κοινή στην ιστορική και σύγχρονη αντίληψη της αγιογραφίας, αποτελεί τον βασικό συνδετικό κρίκο της έκθεσης. Η συγκατοίκηση των Βυζαντινών εικόνων με τα πορτρέτα του Γουόρχολ αναδεικνύεται ως αποτέλεσμα μιας σύνθετης μεταμόρφωσης κατά την οποία το πραγματικό δίνει την θέση του σε μια πολύπλοκη αλλά υπέροχη αφαίρεση».

Η έκθεση σύμφωνα με τις πληροφορίες θα συμπεριλαμβάνει σε ένα «διάλογο» τα γνωστά πορτρέτα που συνέθεσε ο Άντι Γουόρχολ , «αγιοποιώντας» κατά τους κριτικούς, την Μέριλιν Μονρόε, τον Τζών και την Τζάκυ Κένεντυ, τον Μάο, τον Μέγα Αλέξανδρο και πολλούς άλλους μεταξύ των οποίων και τον ίδιο, με τις εξαιρετικές βυζαντινές και μεταβυζαντινές εικόνες της συλλογής του Μουσείου.

Η ιδέα δεν είναι φυσικά πρωτότυπη.

Είχε προηγηθεί η μεγάλη έκθεση του Μουσείου εικόνων της Κολωνίας από κοινού με έργα της Ρωσικής Πρωτοπορίας.

Και τότε είχα πράγματι εντυπωσιαστεί όταν η Διευθύντρια του Μουσείου, μου παρουσίασε την ιδέα της αναδεικνύοντας τα «κοινά» χαρακτηριστικά των έργων αυτών, ως «δίδυμη» παρουσίαση εικόνας και ενός σύγχρονου έργο της Ρωσικής Πρωτοπορίας, στην σύλληψη, στην υφή , τους χρωματισμούς τις γραμμές, την αίσθηση που απέπνεαν .

Επρόκειτο βέβαια για μια ιδέα, που στηρίχθηκε κυρίως στα κοινά τεχνοκρατικά χαρακτηριστικά και όχι σε ζητήματα λατρείας ή πίστης.
ΥΓ.3
Στο Διαδίκτυο κυκλοφορούν πληροφορίες, στοιχεία και φωτογραφίες, μιας ανεπίδκεκτης αμφισβήτησης και διάψευσης μαρτυρίας, ότι μέχρι τον βομβαρδισμό του Παρθενώνα από τον Μοροζίνη το 1687, τα αετώματα και τα γλυπτά ήταν στην θέση τους ανέπαφα.
Αναφέρεται συγκεκριμένα πως όταν το 1674 ο Γάλλος ζωγράφος J.Carrey αποτύπωσε κατά παραγγελία του Γάλλου πρέσβη στην Κωνσταντινούπολη De Nointel τον Παρθενώνα, τα γλυπτά και το άγαλμα της Αθηνάς ήταν ανέπαφα στην θέση τους, προκαλώντας μάλιστα τον θαυμασμό του πρέσβη.
Το έργο του J Carrey έχει διασωθεί και επιβεβαιώνει πως η καταστροφή επήλθε 13 χρόνια μετά την επίσκεψή του Γάλλου καλλιτέχνη, από τον βομβαρδισμό του Μοροζίνη.
Ούτε πρωτοχριστιανοί, ούτε ιερείς ούτε σύγχρονοι φανατικοί παπάδες, ούτε άγνωστοι μαυροφορεμένοι τύποι επέφεραν οποιαδήποτε καταστροφή στα γλυπτά.
Εάν στοιχειωδώς ελέγχονταν τα πράγματα με μοναδικό κριτήριο την ιστορική τεκμηρίωση, δεν θα είχαμε σήμερα μέσα στο Μουσείο ένα ανιστόρητο και επικίνδυνο για την διεκδίκηση των Μαρμάρων του Παρθενώνα βίντεο και δεν θα βρισκόμασταν για άλλη μια φορά στην ανάγκη να απολογούμαστε για λογοκρισία μιας καλλιτεχνικής δημιουργίας.

Σχόλια