ΣΩΤΗΡΗΣ ΧΑΤΖΑΚΗΣ
Ο νέος Καλλιτεχνικός Διευθυντής του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος.

Ακροβασίες (;) ανάμεσα στο λαϊκό και το λαϊκιστικό, το τοπικό και το παγκόσμιο, το εθνικό και το εθνικιστικό…

Η ανακοίνωση του ρεπερτορίου του ΚΘΒΕ υπό την καλλιτεχνική διεύθυνση του Σωτήρη Χατζάκη, προκάλεσε ερωτηματικά και απορίες στον θεατρικό κόσμο και τα ΜΜΕ και έναν, στην συνέχεια, καταιγισμό δηλώσεων και συνεντεύξεων, μέσω των οποίων ο καλλιτεχνικός Διευθυντής, επιχείρησε να ερμηνεύσει αυθεντικά την κεντρική του επιλογή ως επικεφαλής του κορυφαίου πολιτιστικού οργανισμού της Θεσσαλονίκης, αυτήν δηλαδή του «λαϊκού θεάτρου».

Δεν νομίζω ότι ευτύχησε η επιλογή αυτή του Σωτήρη Χατζάκη, του οποίου σκηνοθετικά δείγματα στο Κρατικό Θέατρο έχουμε δει και μάλιστα επιτυχημένα.

Ένα «λαϊκό θέατρο» είναι κατοχυρωμένο στην συνείδηση τόσο των θεατρόφιλων, όσο και της ιστορίας, ως ένα θέατρο μαχητικό, ιδεολογικά προσανατολισμένο, συχνά στρατευμένο.

Η κληρονομιά του Μάνου Κατράκη, τόσο από το ατυχές ξεκίνημά του στην Θεσσαλονίκη αμέσως μετά την Απελευθέρωση, όσο και από το ομώνυμο θεατρικό σχήμα που στην συνέχεια δημιούργησε με δυσκολίες αλλά και μεγάλες επιτυχίες, δεν αφήνει πολλά περιθώρια ερμηνειών, όσο και αν αυτές στοιχειοθετούνται και εμπλουτίζονται από θεωρητικές ακροβασίες του τύπου, «όποιος θέλει να είναι παγκόσμιος, οφείλει να είναι τοπικός», ή ότι το «λαϊκό θέατρο είναι αριστοκρατικό και βαθειά ριζωμένο στην συνείδηση του λαού».

Το φτωχό ρεπερτόριο που εξήγγειλε ο Σωτήρης Χατζάκης, με έργα που θα μπορούσαν να θεωρηθούν «λαϊκά», με μια ερμηνεία περισσότερο κοντά στην πραγματικότητα, αναδεικνύει κατά την γνώμη μου κυρίως το δραματικό οικονομικό πρόβλημα του χρέους των 3.5 εκατομμυρίων του ΚΘΒΕ, την προσπάθεια δηλαδή αφ ενός να περιοριστούν οι δαπάνες πολλών πολυπρόσωπων και «πλούσιων» παραγωγών και αφ ετέρου μια προσδοκία αύξησης της προσέλευσης κοινού στα ταμεία του ΚΘΒΕ.

Στόχος ασφαλώς κατανοητός και δικαιολογημένος μέχρις ενός σημείου.

Γιατί ο βρόγχος του χρέους, ο αναμενόμενος περιορισμός της επιχορήγησης, η εξαγγελθείσα δραματική περικοπή των υπερωριών στον δημόσιο τομέα,- που είναι συνυφασμένες με την θεατρική λειτουργία, στην λειτουργία και άρα απολύτως αναγκαίες στο ΚΘΒΕ-, αναδεικνύουν στοιχεία μιας εξαιρετικά δύσκολης θητείας για τον Σωτήρη Χατζάκη, έστω κι αν αυτή θα είναι, προς το παρόν, απλώς συμπληρωματική της τελευταίας θητείας του Ν. Τσακίρογλου.

Η δήλωσή του άλλωστε ότι «αγαπά το νεοελληνικό θέατρο και η προώθησή του συμπλέει με την πρόταση του υπουργείου Πολιτισμού προς όλα τα θέατρα ,να αναδείξουν το έργο των ελλήνων συγγραφέων» δίνει μια διαφορετικά διάσταση στις εξαγγελίες του και μια πιο αυθεντική ερμηνεία των επιλογών του.

Το ελληνικό θέατρο αρχαίο και νεώτερο υπήρξε πάντοτε βασικό στοιχείο του ρεπερτορίου του ΚΘΒΕ, όχι μόνο ως θεσμική του υποχρέωση, αλλά και εκ του γεγονότος ότι στο Διοικητικό του Συμβούλιο μετέχει διακεκριμένα και επώνυμα εκπρόσωπος της εταιρίας των ελλήνων θεατρικών συγγραφέων, που παρακολουθεί «εκ του σύνεγγυς», την εκτέλεση της υποχρέωσης αυτής.

Δεν άρκεσε όμως μόνο η επιλογή του «λαϊκού» ρεπερτορίου.

Για να δοθεί και μια νότα θεσμικής κατοχύρωσης συστήθηκε η «Λαϊκή Σκηνή» που θα δίνει τις παραστάσεις της στο θέατρο της Μονής Λαζαριστών.

Το ένα ερώτημα που προέκυψε βέβαια ήταν γιατί η υπό ίδρυση «Λαϊκή Σκηνή» επιλέχθηκε να φιλοξενηθεί στο θέατρο των «λαϊκών» συνοικιών της Δυτικής Θεσσαλονίκης και τι πράγματι προσδοκά από αυτό η καλλιτεχνική διεύθυνση του ΚΘΒΕ.

Και ακόμη πόσο συμβατικό με τον διαπαιδαγωγικό ρόλο ενός Κρατικού θεάτρου είναι κάτι τέτοιο και πόσο θα συμβάλλει στην θεατρική ευαισθητοποίηση του κοινού, που κατακλύζεται από τις «θεατρικές;» δραστηριότητες των κερδοσκοπικών σχημάτων και τις «επιθεωρήσεις» της τηλεόρασης.

Το σημαντικότερο όμως ήταν το λάθος, από άγνοια προφανώς , να ξαναβαφτίσει την σκηνή του Θεάτρου της Μονής Λαζαριστών, αφιερωμένης από την πρώτη στιγμή της λειτουργίας της στον ιδρυτή και εμπνευστή του ΚΘΒΕ Σωκράτη Καραντινό, του οποίου η κληρονομιά τροφοδοτεί δημιουργικά έκτοτε το Θέατρο.

Το «στιγμιαίο λάθος» επιχείρησε να επανορθώσει ο Σωτ. Χατζάκης με την «κατανυκτική» δήλωση του τις επόμενες ημέρες…

Παρά τις δηλώσεις, τις εξηγήσεις, τις θεωρητικές και ιδεολογικές αναφορές του στο τι πιστεύει και πως προσεγγίζει το «λαϊκό θέατρο» ο νέος καλ. Διευθυντής φαίνεται πως ατύχησε στο έργο που ο ίδιος σκηνοθέτησε και παρουσίασε στην Επίδαυρο πρόσφατα.

Οι «Όρνιθές» του αντιμετωπίστηκαν με αυστηρή κριτική κυρίως για τον τρόπο με τον οποίο «δίδαξε» την κωμωδία του Αριστοφάνη.

Γιατί ενώ ο ίδιος στην δήλωσή του στα ΝΕΑ της 4/8 στην Βίκυ Χαρισοπούλου έκανε αναφορά στην εμμονή του στην «αναζήτηση των κωδίκων και στην συνείδηση της διαχρονίας του ελληνικού στοιχείου και της εθνικής ροής» , στην ίδια εφημερίδα ο Γιώργος Σαρηγιάννης έγραψε λίγες ημέρες αργότερα (20/8) για την παράσταση των Ορνίθων:

«Δύο Παρασκευές στην Επίδαυρο, ένα δεκαπενθήμερο ανάμεσά τους και μια τεράστια απορία μου έχει γεννηθεί Ο Ντίμιτερ Γκότσεφ στους «Πέρσες» θεωρήθηκε πως δεν σεβάστηκε τον Αισχύλο και γιουχαΐστηκε. Ο Σωτήρης Χατζάκης που καταχειροκροτήθηκε για τους «Όρνιθες» του, με τις ανά δίλεπτο επιθεωρησιακές προσθήκες κι όλα αυτά τα-εκτός κειμένου, το τονίζω- μπινελίκια που ακούστηκαν θεωρήθηκε δηλαδή πως σεβάστηκε τον Αριστοφάνη. Θα μου λύσει κάποιος την απορία; Μόνο μην μου πει πως οι «Όρνιθες» είναι κωμωδία του Αριστοφάνη, άρα ξέφραγο αμπέλι, κι οι «Πέρσες» τραγωδία με κανόνες…»

Την επομένη της παράστασης άλλωστε οι εφημερίδες υποδέχτηκαν με κριτικό τρόπο την παράσταση, με τον Γρ. Ιωαννίδη να την παρουσιάζει στην Ελευθεροτυπία της 17/8 με το τίτλο «Ακροβασία ανάμεσα στην πρωτοπορία και την χοντροκομμένη διασκέδαση», και τον Γ. Σαρηγιάννη στα ΝΕΑ της ίδιας ημέρας, πιο λιτό αλλά εξ ίσου δεικτικό: «Μισό Αριστοφάνης μισό προσθήκες. Ένας Αχταρμάς».

Επιβεβαιώθηκαν οι φόβοι μου νομίζω ότι το ρεπερτόριο και τα όσα λέχθηκαν για το «λαϊκό θέατρο» ήταν εντελώς προσχηματικά και δίκαια προκάλεσαν ερωτηματικά και σχόλια.

Στην πράξη ο Σωτ. Χατζάκης έδωσε ένα δείγμα του τι πραγματικά εννοεί και ελπίζω να πέφτω έξω. Να κάνω και εγώ λάθος στην ερμηνεία τόσο της συλλογιστικής του για τον ρόλο και τις υποχρεώσεις ενός Κρατικού Θεάτρου, όσο και τον ορισμό του «λαϊκού».

Γιατί είδαμε δείγματα της δουλειάς του, ως σκηνοθέτη στο ΚΘΒΕ και η επιλογή του να παρουσιάσει έργα Θεσσαλονικέων συγγραφέων μπορεί να προστεθεί στα θετικά των εξαγγελιών του, όπως και η επιλογή του να δώσει βήμα στους νέους δημιουργούς.

Για να ξεφύγουμε όμως και λίγο από τα «καλλιτεχνικά», μια και οι αρμοδιότητες άρα και οι ευθύνες του Καλ. Διευθυντή του ΚΘΒΕ επεκτείνονται στο σύνολο των δραστηριοτήτων του Θεάτρου, στην διοίκηση, την διαχείριση, την οργάνωση και την ομαλή λειτουργία του.

Αναρωτήθηκα λοιπόν τι ακριβώς θα μπορούσε να σημαίνει η δήλωσή του ότι σκοπεύει να αντιμετωπίσει το θηριώδες χρέος του Θεάτρου των 3.5 εκατομ. Ευρώ με …»σωστή διοίκηση»!..

Όχι πως η σωστή διοίκηση δεν περιορίζει τις σπατάλες και τις χαριστικές πράξεις, που έχουν κόστος,, αλλά όσο «σωστή» κι αν είναι το μόνο που μπορεί να πετύχει θα είναι να μην επιβαρύνει και άλλο το ήδη υπάρχον χρέος και τίποτε περισσότερο. Κάτι που φαντάζει ακατόρθωτο ,όταν αναλογιστεί κανείς την πολιτική λιτότητας και περιορισμού των δαπανών που εξαγγέλλονται καθημερινά σχεδόν.

Με σκεπτικισμό μεγάλο ομολογώ είδα να απουσιάζει από τις προγραμματικές δηλώσεις του οποιαδήποτε αναφορά στην Όπερα Θεσσαλονίκης, το αυτόνομο καλλιτεχνικά, αλλά ουσιαστικά και νομικά νέο τμήμα του ΚΘΒΕ εδώ και 12 χρόνια, όταν είναι γνωστό στους παροικούντες την Ιερουσαλήμ ,ότι ο Καλ. Διευθυντής της Όπερας Γ. Γιαννίσης ,αναζητεί εναγωνίως ημερομηνίες στο Θέατρο της Ε.Μ.Σ. για να ανεβάσει τον «Βαφτιστικό» του Θ. Σακελλαρίδη, τον «Ντον Τζιοβάνι» του Μότσαρτ και μια διασκευή για παιδιά του «Μαγικού Αυλού» του Μότσαρτ επίσης, τα έργα δηλαδή του φετινού ρεπερτορίου της Όπερας Θεσσαλονίκης.

Εδώ για άλλη μια φορά βλέπει κανείς να εξελίσσεται μέσα στο ΚΘΒΕ, ένα «θέατρο του παραλόγου» με τους καλλιτεχνικούς του Διευθυντές να αντιμετωπίζουν με απαράδεκτο θεσμικά και μίζερο καλλιτεχνικά τρόπο ,την ιδρυθείσα το 1997 και μετά από αγώνες και συνεχείς απόπειρες μισού και πλέον αιώνα , Όπερα της Θεσσαλονίκης.

Ο Ν. Τσακίρογλου, θυμίζω, παραπονιόταν για την «υποχρέωσή» του να γεμίζει τρία μεγάλα θέατρα, αλλά αρνιόταν κατηγορηματικά και θα πω προκλητικά, να διαθέσει τον απαραίτητο χρόνο για προετοιμασία και παραστάσεις στην Όπερα Θεσσαλονίκης στο Θέατρο της ΕΜΣ, υποχρεώνοντάς την να πληρώνει τους τεχνικούς του θεάτρου για την συμμετοχή τους στις παραγωγές!...

Θα μπορούσα συνεπώς να συμφωνήσω, για να κλείσω μα αυτό το Σημείωμα μου, με την δήλωση του Σ. Χατζάκη ότι «το στοίχημα με το Κρατικό Θέατρο είναι η δυνατότητα του να ακούει την κοινωνία και να ανακαλύπτει την θέση του μέσα σ αυτήν», εάν πράγματι την εννοούσε και εάν πράγματι την έκανε πράξη..

Υ.Γ.1
Τώρα που τέλειωσα το Σημείωμα μου για τον νέο καλλιτεχνικό Διευθυντή του ΚΘΒΕ, αναρωτιέμαι γιατί στάθηκα τόσο επικριτικός γιατί με διακατέχουν τόσες αμφιβολίες και υποψίες, τι τέλος πάντων ήταν αυτό που με προκάλεσε τόσο.

Με προβληματίζει όντως και καταλήγω στο συμπέρασμα πως ήταν η απογοήτευση και ο φόβος για τα επερχόμενα και το μέλλον του Κρατικού Θεάτρου.

Και εύχομαι από καρδίας την πλήρη διάψευση όλων αυτών των προβληματισμών και των φόβων και την επιτυχία του Σωτήρη Χατζάκη.

Για τον ίδιο κατ αρχήν, το ΚΘΒΕ και την Θεσσαλονίκη.

Υ.Γ. 2

Σημειώνω ως ελπιδοφόρο το γεγονός της δημόσιας εξαγγελίας των προθέσεων τόσο του ιδίου, όσο και του Διοικητικού Συμβουλίου, να εργαστούν από κοινού, σεβόμενοι αμοιβαία τις αρμοδιότητες του καθενός, για την αντιμετώπιση της άθλιας οικονομικής κατάστασης, που συνεχίζει να απειλεί ως μαύρη τρύπα, κάθε προσπάθεια, κάθε απόπειρα να ορθοποδήσει το Θέατρο.

Γιατί, δυστυχώς, εκεί βρίσκεται το πρόβλημα και για την αντιμετώπιση του φαντάζει εξαιρετικά δυσοίωνη η άρνηση του υπουργού Πολιτισμού, να «προικοδοτήσει» τον νέο Καλ. Διευθυντή με μια έκτακτη επιχορήγηση.

Σχόλια