Το διακύβευμα της 4ης Οκτωβρίου και η προσωπική μου θέση.

Φτάνουμε στο τέλος αυτής της προεκλογικής περιόδου, στην διάρκεια της οποίας πιστεύω πως ο πολίτης με νου και κρίση συνειδητοποίησε απόλυτα, γιατί οδηγηθήκαμε στις πρόωρες εκλογές και κυρίως τι κρίνεται σ αυτές.

Όλες οι «ηρωικές» και πότε πότε σπαρακτικές εκκλήσεις για τους «εθνικού λόγους», την «υπευθυνότητα και ανευθυνότητα», τον «ανηφορικό και κατηφορικό δρόμο» και άλλα ηχηρά και όπως πάντοτε άλλωστε κούφια λόγια, κατέρρευσαν καθώς αναδυόταν καθημερινά η σκληρή πραγματικότητα της οικονομίας και η ακόμη χειρότερη εξέλιξη και προοπτική της.
Με λίγα λόγια ούτε ο πρωθυπουργός, ούτε ο επί των οικονομικών υπουργός του, ούτε καν ένας υπηρεσιακός παράγων θα τολμούσαν να εμφανιστούν μπροστά στα αρμόδια όργανα της Κοινότητας, γιατί η αξιοπιστία τους η δική τους και δυστυχώς και της χώρας, έφτασε στο ναδίρ, κατέρρευσε κυριολεκτικά από τις αλλεπάλληλες δραματικές διαψεύσεις των προγραμμάτων, των προβλέψεων και των «δομικών αλλαγών» και μεταρρυθμίσεων, που πρότειναν.
Και φυσικά καθώς τα οικονομικά μεγέθη και τα αδιέξοδα αποκαλύπτονται καθημερινά είναι βέβαιο ότι αυτή η κυβέρνηση θα αναγκαζόταν σε παραίτηση πριν το τέλος του χρόνου αυτού.

Έστησαν αυτό το γελοίο εφεύρημα της υπευθυνότητας και ανευθυνότητας , τον ανηφορικό και κατηφορικό δρόμο , την σοβαρότητα και τον λαϊκισμό, αυτοί οι αρχιμάστορες του χυδαίου λαϊκισμού, που φυσικά δεν άντεξαν μπροστά στις σαρωτικές διαψεύσεις από τα ίδια τα γεγονότα.
Για να καταλήξουν στην προσφιλή τακτική της πολιτικής αθλιότητας, της μαύρης προπαγάνδας, των υπαινιγμών, της διαστρέβλωσης και της παραπλάνησης, που δυστυχώς βρήκαν ανταπόκριση και σε κάποια τηλεοπτικά παράθυρα.

Και τώρα βρισκόμαστε μπροστά στο κρίσιμο ερώτημα των επιλογών μας της Κυριακής.
Είναι βέβαια είναι εκ πρώτης όψεως απλό, έως και απλοϊκό ,εάν θα έπρεπε να απαντήσει ο ελληνικός λαός στο σύνολό του ανεξάρτητα από κομματικές εντάξεις στο ερώτημα:
Ποιο από τα δύο κόμματα εξουσίας επιλέγουμε για να του αναθέσουμε την διαχείριση των επόμενων τεσσάρων κρίσιμων χρόνων, το μέλλον ουσιαστικά της χώρας;
Αλλά ο συντάκτης αυτών των Σημειωμάτων δεν ανήκει σ αυτήν την κατηγορία.
Το ερώτημα για μένα είναι άλλης τάξεως.

Στην πραγματικότητα εξελίχθηκε σε ερώτημα άλλης τάξεως.
Στην επιλογή δηλαδή μεταξύ μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης ΠΑΣΟΚ και μιας κυβέρνησης συνεργασίας με βασικό- εκ των πραγμάτων- κορμό το ΠΑΣΟΚ.
Γιατί όπως συμβαίνει σε πολλούς από τους ανήκοντες στην γενιά μου, οι πληγές και η απογοήτευση από το παρελθόν δεν επουλώνονται ούτε εύκολα, ούτε ανώδυνα.

Η υποψία έστω ότι θα μπορούσαν να επαναληφθούν φαινόμενα όπως αυτά που οδήγησαν στην απαξίωση και την ήττα, ήταν ριζωμένη και δεν μπορούσε εύκολα, ούτε ανώδυνα να ξεπεραστεί, πολύ περισσότερο όταν ο ίδιος ο Γ. Παπανδρέου την τροφοδότησε, τότε στην διαδικασία ανάδειξης αρχηγού του ΠΑΣΟΚ.

Αλλά και αργότερα, κυρίως οι ατυχείς επιλογές προσώπων και ο κυρίως ο τρόπος με τον οποίο λειτούργησε η εσωτερική δημοκρατία στο κόμμα καλλιέργησαν ερωτηματικά και φόβους σε όσους έλπιζαν σε μια νέα εποχή για το ΠΑΣΟΚ.
Αυτές ακριβώς οι επιφυλάξεις και οι φόβοι εκφράστηκαν στις εκλογικές αναμετρήσεις και στην αδυναμία του ΠΑΣΟΚ νε ξεπεράσει το τείχος της δυσπιστίας μέσα στην κοινωνία.
Και ύστερα ήρθε το Βατοπαίδι και η μοιραία συνέντευξη του Κ. Καραμανλή στην ΔΕΘ.
Όλα όσα ακολούθησαν θα μπορούσαν να έχουν ένα και μόνο χαρακτηρισμό. Από το κακό στο χειρότερο.

Κάπου εκεί άρχισε δειλά δειλά μια ανάκαμψη στο ΠΑΣΟΚ και μια αυτοπεποίθηση και αισιοδοξία, που συνέχισε να τροφοδοτεί για πρώτη φορά ρεαλιστικές προσδοκίες για αλλαγή στο πολιτικό σκηνικό.
Όταν ο Κ. Καραμανλής βρισκόμενος μπροστά στο φάσμα της επερχόμενης θύελλας προκήρυξε τις πρόωρες εκλογές άρχισε να ξεδιπλώνεται στο ΠΑΣΟΚ ένα σχέδιο για την οικονομία, που έδινε ένα στίγμα μιας διαφορετικής, έστω σοσιαλδημοκρατικής προσέγγισης στα ζητήματα της οικονομίας, που για τους έχοντες κοινό νου και στοιχειώδεις γνώσει έδειχναν ότι κάτι επιτέλους κινείται στο κόμμα αυτό.

Εκείνο όμως που έκανε την διαφορά, εκείνο που μας έβαλε μπροστά σε ένα απαιτητικό δίλημμα, ήταν οι θεσμικές αλλαγές στο πολιτικό σύστημα που πρότεινε.
Στον εκλογικό νόμο, στον διαχωρισμό κράτους εκκλησίας, στον σεβασμό της ανεξαρτησίας της Δικαιοσύνης, στον Νόμο περί ευθύνης υπουργών και το πολιτικό χρήμα, στον χωρισμό κόμματος και κυβέρνησης, στην διαφάνεια, στην διοίκηση, τον έλεγχο και στον καταλογισμό, στον πόλεμο κατά της διαφθοράς.
Στις δομικές δηλαδή πληγές της πολιτικής σ αυτές που δηλητηριάζουν την πολιτική ζωή και τροφοδοτούν την κοινωνία με δυσπιστία και απογοήτευση και καθηλώνουν την χώρα στα χαμηλότερα επίπεδα στην αξιολόγησή της ως ευνομούμενης και σύγχρονης χώρας.

Πρόκειται για μια από τις πιο σημαντικές στιγμές της πολιτικής ζωής του τόπου.

Μέσα στην τηλεοπτική προεκλογική καθημερινότητα και τις σκοπιμότητες της εποχής, ελάχιστος χρόνος διατέθηκε γι αυτά.
Πεισματικά σχεδόν τα ηλεκτρονικά μέσα διέθεσαν τον χρόνο τους στην συζήτηση του ποσοστού αύξησης των μισθών και των συντάξεων, στον καθορισμό της φορολογικής κλίμακας και άλλα παρόμοια και πρωτοφανή.
Το ερώτημα λοιπόν στο οποίο κληθήκαμε να απαντήσουμε ήταν απαιτητικό και επίμονο.
Θα δώσουμε το παρόν σ αυτήν την εξαιρετική στιγμή για την πορεία της χώρας, ή θα μείνουμε πεισματικά στις θέσεις για να μην πω στις εμμονές των τελευταίων χρόνων;
Θα απουσιάσουμε από την ιστορική αυτήν πρόκληση;
Θεώρησα πως στις επερχόμενες ημέρες και τα χρόνια θα μου ήταν πολύ δύσκολο έως αδύνατο να βρω τις δικαιολογίες για την ενδεχόμενη απουσία.
Κι όσο κι αν η καρδιά μου βρίσκεται στους Οικολόγους-Πράσινους, όπως μαρτυρεί άλλωστε η προμετωπίδα αυτών των Σημειωμάτων, αποφάσισα να μην απουσιάσω. Να δώσω το παρόν και συμμετάσχω στην δύσκολη, αλλά σημαντική αυτή στιγμή της πολιτικής ζωής του τόπου.

Μπορεί στην συνέχεια να διαψευστώ και πάλι.
Αλλά συνειδησιακά αυτό θα είναι το μικρότερο κακό.

Σχόλια