Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ
ΣΤΑ ΧΡΟΝΙΑ ΤΟΥ ΠΑΥΛΟΥ ΓΕΡΟΥΛΑΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ …ΕΠΙΤΗΡΗΣΗΣ

Και ένα Υ.Γ. για το θαύμα της .. «οικονομικής εξυγίανσης» του ΚΘΒΕ!..

Σκόπευα να αρχίσω το Σημείωμα αυτό με μια από τις «ρήσεις» του νέου υπουργού Πολιτισμού-Τουρισμού Παύλου Γερουλάνου, την σχετική με τον «πολιτισμό» και τον ρόλο του στην σημερινή κοινωνική πραγματικότητα, ως μια μικρή εισαγωγή στα θέματα της Θεσσαλονίκης και στο τι ενδεχομένως μπορεί να περιμένει η πόλη από τον νέο υπουργό Πολιτισμού.
Ή καλύτερα τι επειγόντως πρέπει να γνωρίσει ο υπουργός, καθώς σχεδιάζει την πολιτική του υπουργείου του.
Προτιμώ όμως μια πιο ρεαλιστική εκκίνηση, αυτήν δηλαδή που έχει σχέση με την οικονομική κατάσταση της χώρας και την χαώδη κληρονομιά που βρήκε στο υπουργείο του ο Παύλος Γερουλάνος.

Και κυρίως να σχολιάσω με την βοήθεια και άλλων ,μια επίμονη αναφορά του , που τον τελευταίο καιρό επαναλαμβάνει σε συνεντεύξεις, δηλώσεις και τις συναντήσεις του, με πρόσωπα και φορείς του πολιτισμού.

Την επανέλαβε και στα εγκαίνια του Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης προχθές:
«Αποδεχόμενη το φίμωτρο της κρατικής χρηματοδότησης, η τέχνη στην Ελλάδα έπαψε να δαγκώνει. Έπαψε να αμφισβητεί την εξουσία. Έπαψε να διαμαρτύρεται
Επανέφερε δηλαδή στο προσκήνιο, με άλλο φυσικά σκεπτικό, αλλά πιθανόν με τον ίδιο στόχο, την περιβόητη εκείνη εφεύρεση του Π. Τατούλη περί «κρατικοδίαιτου πολιτισμού», σε διαφορετικές βέβαια συνθήκες , κυρίως όσον αφορά το οικονομικό περιβάλλον.

Εκείνος ξεκίνησε με εμμονές και ιδεολογισμούς, όταν στο υπουργείο του η σπατάλη και η ανεξέλεγκτη πολιτική των «επιχορηγήσεων μέσω του ειδικού λογαριασμού», είχαν προκαλέσει σάλο και τελικά οδήγησαν στην δραματική περιπέτεια, στο επίκεντρο της οποίας βρέθηκε ο τότε Γ.Γ. Χρήστος Ζαχόπουλος.

Η επιστροφή στην ίδια περίπου λογική τώρα έχει να κάνει κατά την γνώμη μου κυρίως με την βαθύτατη οικονομική κρίση στα όρια της εθνικής χρεωκοπίας και την δραματική κατάσταση στο υπουργείο Πολιτισμού και δευτερευόντως με του ς λόγους που επικαλείται ο υπουργός, με την δήθεν «σιωπή και τα κλειστά στόματα» όλων εκείνων που επιχορηγούνται από το κράτος.

Σε πρόσφατη συνέντευξή του όταν ρωτήθηκε για το θέμα αυτό, δήλωσε ανάμεσα σε άλλα:
«Υπάρχει μια λεπτή γραμμή μεταξύ του φορέα που χρηματοδοτεί και του καλλιτέχνη. Στην Ελλάδα, αυτή η σχέση υποκρύπτει συχνά την επιθυμία χειραγώγησης.»

Και για να στοιχειοθετήσει την άποψη του αυτή συμπλήρωσε:
« Η προηγούμενη κυβέρνηση έβαλε σε πολύ δεύτερη μοίρα τον πολιτισμό. Λίγοι όμως από τον χώρο του πολιτισμού αντέδρασαν σ αυτήν την υποβάθμιση. Αυτή η έλλειψη αντίδρασης έχει να κάνει και με τον τρόπο με τον οποίο χρηματοδοτούμε τον πολιτισμό. Πρέπει να υπάρχει ανεξαρτησία, ώστε αυτός που χρηματοδοτείται να αισθάνεται την ελευθερία να δημιουργεί και να θίγει θέματα, τα οποία ενδεχομένως να μην συμφέρουν την κυβέρνηση».

Αν με το επιχείρημα αυτό θέλει να προϊδεάσει τον κόσμο του πολιτισμού για τον περιορισμό των επιχορηγήσεων, κάνει νομίζω λάθος.
Και πρώτα πρώτα γιατί αυτή η επαναλαμβανόμενη αναφορά περιέχει και μια μομφή, μια υποτίμηση των δημιουργών και των φορέων πολιτισμού. Στην χώρα μας δεν έχω εμφανή δείγματα συμπεριφοράς αυτού του είδους . Υπήρξε ασφαλώς και σιωπή και αδιαφορία και παραίτηση.
Αλλά οι αιτίες αυτού του «αναχωρητισμού» πρέπει να αναζητηθούν αλλού, όταν το φαινόμενο διαπερνά κάθετα και οριζόντια ολόκληρη την ελληνική κοινωνία.
Για τους καλλιτέχνες και τους φορείς, ειδικά στην χώρα μας, με την μικρή αγορά τέχνης, με την περιορισμένη δυνατότητα των χορηγών, που και αυτοί κινούνται συχνά γύρω από τους κυρίαρχους οργανισμούς του κέντρου, ο ρόλος της πολιτείας είναι αναντικατάστατος.

Την δραματική οικονομική πραγματικότητα άλλωστε , που δείχνει ποια πρόκειται να είναι η αναγκαστική πολιτική του υπουργείου, την αναγνωρίζει και ο ίδιος, όταν ο δημοσιογράφος επιμένει και συγκεκριμενοποιεί την ερώτηση.
«Βεβαίως το έλλειμμα θα συμπιέσει τις χρηματοδοτήσεις σε όλα τα επίπεδα. Θα έχουμε μεγάλο πρόβλημα να χρηματοδοτήσουμε πάνω από τα όρια που θα ορίσει το Υπουργείο των Οικονομικών. Όμως προέχει για τα επόμενα δύο χρόνια να μη φτάσει η χώρα στα όρια της φτώχειας. Θα «υποφέρει» κι ο πολιτισμός αναγκαστικά και είναι κρίμα γιατί ό,τι επενδύεται στον πολιτισμό- όπως και στην παιδεία- είναι κάτι που επιστρέφεται με τόκο».
Καθαρή και απλή αλήθεια. Η αλήθεια της αναπόδραστης πραγματικότητας.
Δεν χρειάζονταν οι ακροβατισμοί, ούτε οι υπεκφυγές, ούτε και οι άτυχες αναφορές του περί της «σιωπής» των δημιουργών που επιχορηγούνται.

Εκείνο που χρειάζεται σήμερα και όπως φαίνεται θα εφαρμοστεί και στο υπουργείο Πολιτισμού είναι η κατοχύρωση των αρχών της διαφάνειας, της αξιολόγησης, και της λογοδοσίας.
Και για να ολοκληρώσω αυτήν την εισαγωγή (!) θα υπενθυμίσω πως την «σιωπή» την εξασφαλίζουν οι ιδιώτες χορηγοί όταν χρηματοδοτούν τους μεγάλους οργανισμούς του Πολιτισμού, που συνδέονται με πολλαπλά συμφέροντα. Το έδειξε άλλωστε το πρόσφατο περιστατικό της αποχώρησης του ζεύγους Αγγελόπουλου από την χορηγία μιας μεγάλης Ορχήστρας, στο Μέγαρο Μουσικής Αθηνών, με τον πιο κραυγαλέο τρόπο.

Στα καθ ημάς λοιπόν.
Πρώτη και σημαντική παρατήρηση.

Στα 5 και κάτι χρόνια της τελευταίας κυβέρνησης , αυτό που σηματοδότησε την πολιτική του ΥΠΠΟ στην Θεσσαλονίκη, μπορεί να συνοψιστεί στα εξής αρνητικά δεδομένα.
Παντελής απουσία πολιτικής θεσμικών παρεμβάσεων
Κανένα έργο πολιτιστικής υποδομής
Συσσώρευση οικονομικών υποχρεώσεων και χρεών στους πολιτιστικούς φορείς, τους οργανισμούς, τις αρχαιολογικές υπηρεσίες, τα Μουσεία, την Αυτοδιοίκηση.
Σπεύδω να διαλύσω την παρεξήγηση. Θεσμικές ήταν και η καθιέρωση της Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης από το ΚΜΣΤ, η Photobiennale του Μουσείου Φωτογραφίας και η οργάνωση της απονομής του Ευρωπαϊκού Βραβείου θεάτρου από το ΚΘΒΕ.

Εξαιρετικά σημαντικά καλλιτεχνικά γεγονότα, που εξελίχθηκαν επέτυχαν και επιβίωσαν χάρις στα στελέχη των φορέων αυτών.

Εννοώ την πολιτική εκσυγχρονισμού του θεσμικού πλαισίου των οργανισμών και των Κρατικών Μουσείων, την αυτονόμηση της Όπερας Θεσσαλονίκης, των Μουσείου Φωτογραφίας και Κινηματογράφου, παρά τις συνεχείς δημόσιες δεσμεύσεις και την σύσταση Νομοπαρασκευαστικών Επιτροπών!..

Στα όρια της χρεωκοπίας κινούνται σχεδόν όλοι οι πολιτιστικοί και καλλιτεχνικοί φορείς της πόλης, με τα χρέη να κινδυνεύουν να πνίξουν την μελλοντική τους παρουσία και δράση.
Η κατάργηση των προγραμματικών Συμβάσεων με πολλούς από τους φορείς αυτούς, και μάλιστα μα τρόπο απαράδεκτο, οι περικοπές ,η μη τήρηση δεσμεύσεων και υποσχέσεων και ιδίως το αδιανόητο σύστημα της δημιουργίας ελλειμμάτων και χρεών, χωρίς έλεγχο και λογοδοσία, οδήγησαν την κατάσταση στο αδιέξοδο.
Στο σημείο μηδέν βρίσκονται και τα έργα, όπως της ΥΦΑΝΕΤ, του πρώτου προβλήτα, για την ολοκλήρωση του , οι αρχαιολογικοί περίπατοι, η στέγαση της Όπερας Θεσσαλονίκης και της Πειραματικής Σκηνής της «Τέχνης» σε μια από τις ουσιαστικά νεκρές κινηματογραφικές αίθουσες του Λιμένος.
Κρίσιμο ζήτημα για την πόλη παραμένει και η κατά κυριότητα παράδοση της Συλλογής «HELLAFI» στο Μουσείο Κινηματογράφου και του Φωτογραφικού Αρχείου BOISSONNAS, στο Μουσείο Φωτογραφίας. Μόνο έτσι θα ολοκληρωθεί η αρχική σκέψη της «προικοδότησης» των νεοϊδρυθέντων Μουσείων της Θεσσαλονίκης με Συλλογές, όπως έγινε άλλωστε με το ΚΜΣΤ και την Συλλογή Κωστάκη, για λόγους και τότε «δημοσιονομικούς».
Η υποστήριξη του τμήματος Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών, ώστε να μπορέσει να εκπληρώσει τον σκοπό του, εκτός και αν οδηγηθεί στον μαρασμό, όπως ελπίζουν κάποια κέντρα στην Αθήνα, επαναφέροντας επίμονα, το όνειρο της ίδρυσης «Ακαδημίας Κινηματογράφου». Φυσικά στην Αθήνα.

Το 50ο Φεστιβάλ Κινηματογράφου Θεσσαλονίκης, δεν θα καταγραφεί μόνο για τον εορτασμό της επετείου, ούτε για την απουσία των «κινηματογραφιστών στην Ομίχλη», ούτε φυσικά λόγω της τελευταίας θητείας του Προέδρου του, κατά την αξιομνημόνευτη πρόσφατη δήλωσή του..
Θα καταγραφεί ως η τελευταία και χειρότερη οργάνωση ενός διεθνούς γεγονότος, με τις απίστευτες σπατάλες, και την χωρίς προηγούμενο οικονομική χρεωκοπία.
Είχα την αντοχή να διατρέξω τον κατάλογο της φετινής διοργάνωσης και να μετρήσω τους συντελεστές .
Ούτε λίγο, ούτε πολύ, καταγράφονται 223 άτομα με απίστευτες και εξειδικευμένες αρμοδιότητες και έργο. Φυσικά μέσα σ αυτό το χάος αρμοδιοτήτων και προσώπων, κανένας δεν μπορεί να ελέγξει ούτε δαπάνες, ούτε έργο, ούτε καν παρουσία.

Αναφέρω το περιστατικό, επειδή δεν θέλω να επαναλάβω τα γνωστά για πολυτελή ταξίδια και την φιλοξενία εκατοντάδων Αθηναίων «κινηματογραφιστών», τα πάρτυ, τις δεξιώσεις, και όλα αυτά, που απολαμβάνει μια μειοψηφία ανθρώπων, στο περιθώριο της διοργάνωσης.
Όταν θα γίνει ο φετινός οικονομικός απολογισμός, σε συνδυασμό με το υπάρχον ήδη χρέος του Φεστιβάλ, θα αναρωτηθούμε όλοι για το κράτος Μπανανίας, που συνεχίζει να ανέχεται όλα αυτά, να μην ζητάει ευθύνες, να μην καταλογίζει ποτέ και τίποτε σε κανένα.

Θα κλείσω και αυτό το Σημείωμα, αναγνωρίζοντας ότι πρέπει να κάνω κάτι με το μέγεθος- αποφεύγω την λέξη πολυλογία- επιλέγοντας τα σημαντικότερα.
Υ.Γ. 1
Και ξαφνικά στο περιθώριο μιας συνέντευξης τύπου για την πρεμιέρα του νέου έργου που ανεβάζει το ΚΘΒΕ ανακοινώνεται ότι το Θέατρο επέλυσε το πρόβλημα των οικονομικών του, περιόρισε τα χρέη μειώνοντας το προσωπικό κατά 23% κλπ..
Πώς έγινε το θαύμα αυτό;
Θα συνιστούσα να το αποκαλύψουν και στον δυστυχή Γιώργο Παπακωνσταντίνου, που αγωνίζεται να «τετραγωνίσει τον κύκλο», αλλά όπως φαίνεται δεν τα καταφέρνει.
Ας δούμε όμως τα δεδομένα.
Το χρέος του ΚΘΒΕ ανέρχεται στα τουλάχιστον 4.250 εκατομ. Ευρώ, από τα οποία 1.900 στην αγορά, 2.000 στο Ι.Κ.Α. και 350 στην Τράπεζα Πειραιώς, ως υπερανάληψη.
Οι μισθοί του προσωπικού, τεχνικού και ηθοποιών αυξήθηκαν πρόσφατα για να γίνουν ισοδύναμοι με αυτούς του Εθνικού Θεάτρου, χωρίς να επιτευχθεί το πάγιο αίτημα της ισοδυναμίας και της τακτικής επιχορήγησης των δύο θεάτρων.
Τα ίδια έσοδα είναι απογοητευτικά, αφού ήδη το πρώτο έργο η «Βαβυλωνία» δεν πηγαίνει καλά εισπρακτικά.
Το ΚΘΒΕ αύξησε τα τελευταία χρόνια το προσωπικό του και το έφτασε στα..430 άτομα!.. Σημειωτέον ότι όλες οι μελέτες δείχνουν τον όγκο του προσωπικού ως την μαύρη τρύπα δημιουργίας των ελλειμμάτων.

Τον τελευταίο λοιπόν καιρό δεν ανανεώθηκαν οι συμβάσεις του 5% των ηθοποιών και του 3% του τεχνικού προσωπικού.
Ακόμη και αν δεχθεί κανείς ως αληθές ότι το προσωπικό μειώθηκε κατά 23% δηλαδή κατά 98 άτομα περίπου, αυτό θα επενεργήσει στα οικονομικά του μέλλοντος και δεν θα επηρεάσει σε καμιά περίπτωση το χρέος.
Τώρα αν η «δημιουργική λογιστική» μηδένισε το χρέος του Ι.Κ.Α. επειδή έγινε ρύθμιση του χρέους με την καταβολή δόσεων, ή κάτι παρόμοιο και με την αγορά(!) δεν το γνωρίζω.
Εύχομαι πραγματικά το ξεπέρασμα των οικονομικών προβλημάτων του ΚΘΒΕ, γιατί διαφορετικά το ιστορικό αυτό θέατρο θα οδηγηθεί σε πολλαπλό αδιέξοδο.
Υ.Γ. 2
Ο Νίκος Μπιλιλής επανέρχεται στην συλλογή του και τώρα απειλεί ότι θα την πετάξει στα σκουπίδια, αφού κανείς δεν ενδιαφέρεται..
Να υπενθυμίσω λοιπόν στον ίδιο και στους μη γνωρίζοντες ότι και στην δεκαετία του 90 απειλούσε να πουλήσει την συλλογή του στους Τούρκους και τους Σκοπιανούς που… ενδιαφέρονταν, ώσπου η δημοσιότητα οδήγησε την Νομαρχιακή Αυτοδιοίκηση να την αγοράσει έναντι 25 εκατομ. Δραχμών τότε και να την προσφέρει στον Οργανισμό Πολιτιστικής Πρωτεύουσας, ως την αρχική συλλογή του Μουσείου Φωτογραφίας που τότε είχε ιδρυθεί.
Την συλλογή αυτή επεξεργάστηκε με αφοσίωση ο κινηματογραφιστής Γιάννης Λιώδης και σήμερα ανήκει στο Μουσείο Κινηματογράφου καταγεγραμμένη και αρχειοθετημένη σε ταινίες, μηχανές, φακούς αφίσες, προγράμματα κλπ.

Λίγα χρόνια αργότερα ξαναείδαμε στον ημερήσιο τύπο δηλώσεις του Ν. Μπιλιλή για μια νέα περιπέτεια της Συλλογής, που νομίσαμε ότι είχε ολόκληρη αγοραστεί από την Νομαρχία..
Έχω μια φιλική συμβουλή προς τον Νίκο. Αντί να την πετάξει στα σκουπίδια , όπως απειλεί, να την χαρίσει στο Μουσείο Κινηματογράφου, να πάει να συναντήσει και το υπόλοιπο τμήμα της και να απαλλαγεί κι αυτός από τα προβλήματα να την φυλάει και να την συντηρεί .

Υ.Γ. 3

Το επαναλαμβάνω για να το συνειδητοποιήσω επιτέλους..

Κάτι πρέπει να κάνω με την έκταση των Σημειωμάτων αυτών!

Σχόλια