ΚΙΝΔΥΝΕΥΕΙ ΤΟ ΚΡΙΣΙΜΟ MOMENTUM ΓΙΑ ΤΗΝ ΠΟΡΕΙΑ ΚΑΙ ΤΟ ΜΕΛΛΟΝ ΤΗΣ ΧΩΡΑΣ

Τα όσα συμβαίνουν στο εσωτερικό της χώρας , αλλά και οι δυσμενείς και σχεδόν καθημερινές διεθνείς εξελίξεις με επίκεντρο την ελληνική οικονομία, έχουν τις αυτονόητες επιπτώσεις τους κυρίως στο επίπεδο του θεόρατου δημόσιου χρέους και των ελλειμμάτων.

Συνέπεια όλων αυτών είναι το πρωτοφανές γεγονός ότι κάθε μέτρο που ανακοινώνεται στην κατεύθυνση της αντιμετώπισης τους, ή ακόμη και όταν λαμβάνεται, να επιδεινώνει ακόμη περισσότερο τα πράγματα, αντί να ανακόπτει τουλάχιστον τις δηλώσεις και τις πιέσεις και κυρίως τις εκτιμήσεις των διεθνών οίκων και τις αντιδράσεις των αγορών.

Έχει κανείς την εντύπωση ότι οι κυβερνητικές πρωτοβουλίες λαμβάνονται, ή εξαγγέλλονται σε χρόνο ύστερο, ή στερούνται πειστικότητας και αποτελεσματικότητας.

Και έτσι οι αγορές, αλλά και οι κυρίαρχες χώρες της ευρωζώνης, πέτυχαν μέσα σε ελάχιστο χρόνο να οδηγήσουν την κυβέρνηση στην λήψη όλων εκείνων των αποφάσεων, που απέρριπτε στο όνομα των «προεκλογικών δεσμεύσεων της» και των ιδεολογικών και πολιτικών επιλογών της.

Για να διαψευστούν παταγωδώς οι δημόσιες δηλώσεις των κορυφαίων εκπροσώπων της Ε.Ε. ότι «κάθε χώρα επιλέγει από μόνη της τα μέτρα εξόδου από την κρίση», καθώς το σύνολο των χωρών αυτών αντιμετωπίζουν άλλες περισσότερο και άλλες λιγότερο παρόμοια προβλήματα.

Δεν χρειάστηκε ούτε η «τυπική» προσφυγή στο ΔΝΤ, ούτε η επιβολή κάποιων μέτρων από τα αρμόδια για την οικονομία όργανα της Ε.Ε.

Για να επιβεβαιωθεί πως στην εποχή του «θριάμβου» του καπιταλισμού τα περιθώρια μιας «διαφορετικής» πολιτικής είναι στην ουσία ελάχιστα.

«Κοινωνικός διάλογος», αλλά και η καινοφανής «διαβούλευση» , ακόμη και η «πράσινη ανάπτυξη» μετατράπηκαν σε λέξεις χωρίς περιεχόμενο, καταγγέλθηκαν μάλιστα ως μηχανισμοί «καθυστέρησης στην λήψη των αποφάσεων που επείγουν» και ως επιβεβαίωση όλων αυτών τα επιτόκια δανεισμού εκτοξεύτηκαν, για να δείξουν πως η «δυσπιστία» και η «διαφωνία» των αγορών έχουν κόστος, μια νέα υποβάθμιση και μια απειλή πως κάθε ενέργεια, ή παράλειψη έξω από τις επιθυμίες και τις προσδοκίες των αγορών οδηγούν την χώρα στα όρια της «κόκκινης γραμμής» αδυναμίας της χώρας να βρει δανειστές και τα κρατικά ομόλογα να μην γίνονται δεκτά.

Και έτσι πιεστικά και βασανιστικά, επανέρχονται στο τραπέζι των αποφάσεων, μέτρα που απορρίφθηκαν πριν λίγες μόλις ημέρες, αφήνοντας στην κυβέρνηση κάποια «φύλλα συκής» για να καλύπτει τις υποχωρήσεις της.

Πολλοί αναλυτές, στο εσωτερικό τουλάχιστον, υποστηρίζουν πως οι κεντροδεξιές κυρίαρχες χώρες της ευρωζώνης, έδειξαν ελάχιστη έως μηδενική «αλληλεγγύη» στην νέα σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας, σε αντίθεση με την σιωπή με την οποία παρακολουθούσαν την κατάρρευση της οικονομίας, την εκτόξευση του χρέους και των ελλειμμάτων, από την απουσία λήψης οποιουδήποτε μέτρου από την κυβέρνηση Κ. Καραμανλή.

Φυσικά η άποψη αυτή ελάχιστα απέχει της αλήθειας.

Η Ε.Ε. είχε κάθε δυνατότητα να παρακολουθεί και να γνωρίζει την πραγματικότητα και την επιδείνωση των δεικτών της ελληνικής οικονομίας.

Και φυσικά δεν παρενέβη τότε και εγκαίρως.

Το κάνει τώρα με τον πιο σκληρό και σχεδόν χυδαίο τρόπο, αν πάρουμε ως γνώμονα την συμπεριφορά του Γερμανού υπουργού Οικονομικών.

Είναι δυνατόν να πιστέψει κανείς ότι τώρα να ανακαλύπτουν ότι τα χρέη και τα ελλείμματα της Ελλάδας θέτουν σε κίνδυνο την διεθνή θέση του ευρώ;

Ούτως ή άλλως προκαλεί ερωτηματικά η αλλαγή της στάσης των ηγετών της Ε.Ε.

Ενώ αρχικά έδειξαν να αποδέχονται την αδιαμφισβήτητα ορθή ανάλυση του Γ. Παπανδρέου περί των βαθύτερων αιτίων της οικονομικής κρίσης στην Ελλάδα, ανάλυση την οποία έκανε με δική του πρωτοβουλία στην Σύνοδο Κορυφής, μιλώντας για τα δομικά προβλήματα, τις στρεβλώσεις, την σπατάλη ενός ανεξέλεγκτου δημόσιου τομέα, αντιπαραγωγικού και φαύλου, για ένα διάτρητο διεφθαρμένο και αναποτελεσματικό φορολογικό σύστημα , η μη αντιμετώπιση των οποίων, θα καταστήσει άχρηστη οποιαδήποτε φορολογική πολιτική, ή πολιτική περιορισμού των δημόσιων δαπανών, στην συνέχεια έδειξαν να αδημονούν, να δυσπιστούν και να πιέζουν για την λήψη άμεσων και οδυνηρών μέτρων.

Και μπορεί οι αναλυτές να ερμηνεύουν την αλλαγή αυτήν, ως άσκηση πίεσης με αποκλειστικό, ή κυρίαρχο στόχο να οδηγηθεί η κυβέρνηση στην δέσμευση οικονομικών συναλλαγών, είτε για εξοπλιστικά προγράμματα, είτε για «ξεπούλημα» δημόσιας περιουσίας, ή κερδοφόρων τομέων της οικονομίας, αλλά αυτό σε τίποτε δεν αλλάζει την σκληρή πραγματικότητα.

Και ακόμη δεν μπορεί κανείς να παραβλέπει το κλασσικό κερδοσκοπικό παιχνίδι των άπληστων αγορών, αλλά όλα αυτά ήταν αναμενόμενα και αλλοίμονο αν η κυβέρνηση δεν τα συμπεριέλαβε στον σχεδιασμό της πολιτικής της.

Τα πρώτα δείγματα γραφής της, θα έπρεπε να πείσουν τουλάχιστον την Ε.Ε. ότι προσπαθεί να μείνει συνεπής στην διακηρυγμένη πολιτική της.

Το επίδομα αλληλεγγύης και τα μέτρα ανακούφισης των υπερδανεισμένων νοικοκυριών και επιχειρήσεων από την μια και οι πολιτικές πρωτοβουλίες της για το κτύπημα της διαφθοράς, την διαφάνεια, την αξιοκρατία, το πολιτικό χρήμα, τον δραστικό περιορισμό και έλεγχο του δημόσιου τομέα, την νέα φορολογική πολιτική και τον έλεγχο της φοροδιαφυγής και φυσικά το προετοιμαζόμενο Πρόγραμμα Σταθερότητας, κινούνται στην κατεύθυνση υλοποίησης των δεσμεύσεων του πρωθυπουργού ενώπιον των ευρωπαίων ομολόγων του.

Και όπως όλα δείχνουν στο Πρόγραμμα Σταθερότητας, θα ενσωματωθούν και το σύνολο των μέτρων που απαιτούν οι ευρωπαίοι εταίροι και εμμέσως αλλά αποτελεσματικά και οι αγοράς.

Και τώρα γεννάται το ερώτημα

Τι απομένει από την πολιτική που επέλεξε να εφαρμόσει η κυβέρνηση και μέσω αυτής να αντιμετωπίσει τα προβλήματα της χώρας;

Η απάντηση είναι εμφανής.

«Ανάγκα και οι θεοί πείθονται»…

Είναι φανερή η προσπάθεια να συμβιβαστούν τα πράγματα. Μέχρι ποίου σημείου αυτό θα αφήσει περιθώρια άσκησης μιας «εθνικής πολιτικής», θα φανεί στους προσεχείς μήνες.

Και μέχρι τότε η κυβέρνηση έχει μπροστά της ένα κρίσιμο πολιτικό πρόβλημα.

Την διαχείριση της κοινωνικής ανοχής, την εμπιστοσύνη της πλειοψηφίας των πολιτών, την εξασφάλιση ενός εσωτερικού μετώπου, πάνω στο οποίο θα στηρίζεται το σύνολο των θεσμικών και οικονομικών πρωτοβουλιών της για το κρίσιμο 2010.

Χωρίς την στήριξη, ή έστω την ανοχή της κοινωνίας, τα περιθώρια της θα στενεύουν συνεχώς και τότε οι συνέπειες όχι τόσο για την ίδια, όσο για την πορεία της χώρας θα είναι δραματικές.

Και ας μην ξεχνάμε την βασική οικονομική αρχή της επιρροής που ασκεί το «κλίμα» για την πορεία και το μέλλον των οικονομικών της χώρας, την έξοδο από την ύφεση, την αναζωογόνηση και την ουσιαστική εφαρμογή πολιτικών της πράσινης ανάπτυξης.

Ο κίνδυνος να μετατραπεί η κυβέρνηση, από διαχειριστής της κρίσης σε μέρος της, παραμονεύει κάθε στιγμή και αποκτά επικίνδυνες διαστάσεις από τα καθημερινά φαινόμενα ανακολουθιών, διαφωνιών, υποχωρήσεων .

Και στην περίπτωση αυτή θα αυξηθούν τα εμπόδια για την εφαρμογή πολιτικών των μεγάλων θεσμικών αλλαγών, που έχει ανάγκη η χώρα.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου