Ο ΚΟΣΜΟΣ, Η ΧΩΡΑ, Η ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Μπροστά σε μια χρονιά κινδύνων, φόβων και κρίσιμων αποφάσεων.

Τέλειωσε λοιπόν αυτή η δύσκολη, ανατρεπτική και δυσοίωνη χρονιά και ο κόσμος, η χώρα, η Θεσσαλονίκη και ο καθένας μας υποδεχθήκαμε με ερωτηματικά, αυτήν την νέα δεκαετία, που μόνο το τέλος της θα δείξει την έκταση και τον βαθμό επιβεβαίωσης της απαισιοδοξίας , ή των προσδοκιών και ελπίδων όπως διατυπώθηκαν, κατά την παράδοση, τόσο στα μηνύματα της πολιτικής ηγεσίας του τόπου, όσο και στις μετρήσεις της κοινής γνώμης, ευρωπαϊκής και ελληνικής.

Η παγκόσμια οικονομική κρίση βέβαια, δεν φαίνεται να υποχωρεί οριστικά, οι συνέπειές της ιδιαίτερα για τον αναπτυσσόμενο και τον τρίτο κόσμο θα παραμείνουν για πολλά ακόμη χρόνια οδυνηρές ,η κλιματική ανατροπή είναι ήδη παρούσα με τις ανεξέλεγκτες επιπτώσεις της, ο σκληρός ανταγωνισμός σε ένα κόσμο που κυριαρχείται πλέον από τους αδυσώπητους νόμους της ελεύθερης αγοράς, θα αφήνει πίσω του όλο και περισσότερα θύματα, οι πόλεμοι στρατηγικοί, επεκτατικοί και τοπικοί θα συνεχίσουν με την ίδια ένταση.

Το 2010 θα κρίνει αν η χώρα θα καταφέρει να αναδειχθεί από τον «λάκκο των λεόντων», στον οποίο την έριξαν ανεύθυνες και εγκληματικές πολιτικές, και κυρίως αν θα ανοίξει τα πολλά υποσχόμενα νέα κεφάλαια στην πολιτική την οικονομική και την κοινωνική ζωή του τόπου.

Οι δομικές επεμβάσεις, οι μεγάλες μεταρρυθμίσεις, η αλλαγή νοοτροπίας, δεν έχουν το ελάχιστο πλέον περιθώριο αναμονής και αυτό πιθανόν να αποτελέσει και την κινητήρια δύναμη για την υλοποίηση των υποσχέσεων και των δεσμεύσεων της κυβέρνησης αυτής.

Και η Θεσσαλονίκη;

Δύο νέα δεδομένα θέτουν και πάλι σε κίνηση τους μηχανισμούς γένεσης ελπίδων και προσδοκιών, ενώ ταυτόχρονα καραδοκούν οι νοοτροπίες, οι αντιλήψεις και οι πολιτικές, που την κρατούν σε καθίζηση , δεν της επιτρέπουν να διαμορφώσει μια πολιτική νέων οριζόντων, μια πολιτική που θα αλλάξει την μοίρα της πόλης και των κατοίκων της.

Ο νέος χάρτης της Αποκέντρωσης, που καθιερώνει την Μητροπολιτική Αυτοδιοίκηση, την συνένωση Δήμων και η εκλογή Δημάρχου με ποσοστό 50% συν ένα, που διαμορφώνει τους όρους συνεργασιών για την δεύτερη Κυριακή, ασφαλώς αλλάζουν τα μέχρι σήμερα δεδομένα εν όψει των εκλογών του Οκτωβρίου 2010.

Και η κληρονομιά, απογοητευτική και γεμάτη διαψεύσεις βέβαια, των δύο πειραμάτων χειραφέτησης των πολιτών που προηγήθηκαν αυτή του Σπύρου Βούγια και η άλλη του Γιάννη Μπουτάρη, φαίνεται πως θα επηρεάσει τις εξελίξεις, τις κρίσιμες πολιτικές αποφάσεις, κυρίως όμως την έκφραση της ελεύθερης βούλησης μεγάλων τμημάτων της κοινωνίας.

Και αυτό όχι γιατί τα πρωτοφανή εκλογικά ποσοστά και η παρουσία των δημοτικών ομάδων τους άλλαξαν σε κάτι την πορεία των πραγμάτων στην πόλη. Κάθε άλλο.

Αλλά γιατί παρά τις διαψεύσεις, παρά την εξοργιστική αδυναμία των επικεφαλής τους, να διαχειριστούν αυτήν την μοναδική έκφραση χειραφέτησης των πολιτών από τα κομματικά δεσμά, ανέδειξαν και επιβεβαίωσαν την σχεδόν πεισματική εμμονή των πολιτών να αναζητήσουν κάτι νέο, να διαδηλώσουν το ενδιαφέρον τους και την επιθυμία τους για μια άλλη πορεία της πόλης.

Η ρευστότητα που χαρακτηρίζει τα δύο μεγάλα δημοτικά σχήματα, από τα οποία συνήθως προέρχεται ο Δήμαρχος της Θεσσαλονίκης, επιβεβαιώνουν και ενισχύουν νομίζω την άποψη αυτή.

Ο επί τρεις τετραετίες Δήμαρχος της πόλης Β. Παπαγεωργόπουλος επιβεβαιώνει σε κάθε ευκαιρία την απόφασή του να διεκδικήσει την εκλογή του και τον προσεχή Οκτώβριο, επικαλούμενος το έργο του και υποστηριζόμενος από το Καταστατικό της Ν.Δ. που προβλέπει την αυτόματη υποψηφιότητα των διατελεσάντων Δημάρχων, αλλά ο νέος αρχηγός της , δεν χάνει επίσης ευκαιρία να δηλώνει ότι η συζήτηση περί υποψηφιοτήτων είναι «άκαιρη», ενώ τα δημοσιεύματα στον τοπικό τύπο προβάλουν συνεχώς τα προβλήματα που ο Δήμαρχος αντιμετωπίζει τον τελευταίο χρόνο στο εσωτερικό του Δήμου ,εξ αιτίας των πρωτοφανών προβλημάτων οικονομικής διαχείρισης.

Από την άλλη πλευρά η Χ. Αράπογλου, αποφεύγει να εκτεθεί με μια δημόσια έκφραση της επιθυμίας της να είναι και πάλι υποψήφια Δήμαρχος, στο κομματικό όμως παρασκήνιο επικαλείται την αντιπολιτευτική της δραστηριότητα και διαδηλώνει με κάθε τρόπο το ενδιαφέρον της για τον Δήμο Θεσσαλονίκης.

Οι τελευταίες όμως εκλογές ανέδειξαν μια μεγάλη διασπορά στις προτιμήσεις των εκλογέων, η οποία μάλιστα μπορεί να αυξηθεί ακόμη περισσότερο καθώς πλησιάζει ο χρόνος των εκλογών και το πολιτικό τοπίο θα μεταβάλλεται κυρίως κάτω από την εξαναγκαστική σχεδόν εφαρμογή σκληρών οικονομικών, φορολογικών και άλλων μέτρων και οι σχέσεις μεταξύ των «όμορων» κομμάτων θα επιδεινώνονται, σε βαθμό που καμιά συνεργασία, να μην θεωρείται δεδομένη.

Και τελικά οι αρχηγοί- και όχι τα όργανα-θα αποφασίσουν αφού λάβουν υπ όψιν, περισσότερο τις μετρήσεις και λιγότερο τις εισηγήσεις των τοπικών κομματικών οργάνων.

Θα ενδιαφερθούν να πληροφορηθούν, οι μεν την αντοχή της αποδοχής τους από το εκλογικό σώμα, μετά ένα χρόνο διακυβέρνησης, οι δε το επίπεδο υποστήριξης του νέου αρχηγού από την βάση του κόμματος και την κοινωνία.

Κανείς λοιπόν δεν μπορεί να αποκλείσει την επιρροή που μπορεί να ασκήσει στις αποφάσεις των κομμάτων, η ισχυρή παρουσία μιας «κοινωνίας πολιτών», που επιθυμεί να εκφραστεί έξω από τα κόμματα, ιδιαίτερα στο επίπεδο των δημοτικών εκλογών.

Επιρροή που μπορεί να οδηγήσει σε επιλογές προσώπων με ισχυρή κοινωνική και πετυχημένη επαγγελματική, επιστημονική, ή πολιτιστική παρουσία, στην ζωή της πόλης.

Αλλά δεν είναι αυτό το πρόβλημα της Θεσσαλονίκης.

Με τον ένα ή τον άλλο τρόπο πολλοί έχουν επισημάνει την ιδιομορφία μιας πόλης «καλύτερης από τους κατοίκους» της, μιας πόλης λαμπρής, ως ιστορικό κληροδότημα, του οποίου οι αποδείξεις αιώνων βρίσκονται καθημερινά δίπλα μας και μπροστά μας, μιας πόλης προνομιακής από άποψη τοπιογραφίας και στρατηγικής, μιας μεγάλης ευρωπαϊκής πόλης , που σταδιακά, αλλά σταθερά, έστω με καθυστέρηση εξοπλίζεται, εκσυγχρονίζεται, με μια πλούσια πολιτιστική υποδομή και εξαιρετικές προοπτικές, που οι αδυναμίες, εθνικές και τοπικές, δεν επιτρέπουν τον σχεδιασμό και την υλοποίηση τους.

Και από την άλλη οι Θεσσαλονικείς.

Οι «μπαγιάτηδες» είναι ο πλέον ανώδυνος χαρακτηρισμός. Παρ όλο ότι υποκρύπτει αδυναμίες, νοοτροπίες, και ενοχλητικές συνήθειες, δεν είναι αυτός, που διαμορφώνει το προφίλ των κατοίκων της πόλης. Κινείται περισσότερο στο επίπεδο των συζητήσεων του καφενείου και της φιλολογίας.

Η αίσθηση της «αδικίας» και της «εγκατάλειψης», της παραίτησης, της καταγγελίας, την οποία βιώνει η κοινωνία, από ιδρύσεως του νέου ελληνικού κράτους, είναι αυτά που κυριαρχούν, που καθορίζουν την καθημερινή παρουσία και δράση- καλύτερα αδράνεια-, που διαμορφώνουν την ατομική και συλλογική στάση των πολιτών.

Η κραυγή «πού είναι το κράτος;», που ακολουθεί κάθε φυσική καταστροφή στην χώρα, εδώ εξειδικεύεται στην οργισμένη καταγγελία «τι κάνει η Αθήνα;», κάθε φορά που τα πράγματα χειροτερεύουν, τα έργα αργούν, η ταλαιπωρία μεγαλώνει, η ζωή γίνεται ακριβότερη, άχαρη, δύσκολη.

Για όλα φταίνε οι άλλοι, ο υπουργός, ο δήμαρχος, οι δημοσιογράφοι, το κράτος, και προπαντός η «Αθήνα», που στην συνείδηση της πόλης, έχει καταγραφεί ως ο «κακός δαίμονας», που δεν αφήνει την πόλη να αναπτυχθεί, τους ανθρώπους της να προκόψουν, να πετύχουν, να «γίνουν κάτι» τέλος πάντων.

Όχι πως το συγκεντρωτικό ελληνικό κράτος δεν έχει αναδειχθεί σε μία από τις μεγαλύτερες αιτίες της στρεβλής ανάπτυξης της χώρας.

Αλλά στην περίπτωση μας η αντίθεση Θεσσαλονίκης-Αθήνας έχει καταστεί κάτι πολύ πέραν της πραγματικότητας, που βιώνει μια χώρα σε καθυστέρηση, λόγω του συγκεντρωτικού χαρακτήρα των δομών της, του απαρχαιωμένων συστημάτων και λειτουργιών ακόμη και της διαφθοράς, που και αυτή παίζει τον ρόλο της.

Εδώ η Αθήνα που συγκεντρώνει «όλα τα κακά του κόσμου», καταγγέλλεται ως η πρόξενος όλων των ατομικών και συλλογικών μας προβλημάτων, αλλά και των αποτυχιών, των ελλείψεων, των καθυστερήσεων, γίνεται ο αποδιοπομπαίος τράγος κάθε αποτυχίας, η εύκολη δικαιολογία, που δεν μας επιτρέπει να αναζητήσουμε τις πραγματικές αιτίες της καθυστέρησης σε όλους τους τομείς της ζωής μας.

Και όμως, η Θεσσαλονίκη είναι «μια ευρωπαϊκή, μεγάλη, σύγχρονη και πλούσια πόλη», όπως εντελώς συμπτωματικά ακούσαμε να την αποκαλούν και να την βαθμολογούν τον τελευταίο καιρό. Μια πόλη στην οποία αξίζει να ζει κανείς, μια πόλη με δυνατότητες και προκλήσεις ανάπτυξης.

Τον θαυμασμό, που εξέφρασαν πρόσφατα στον Κώστα Μαρίνο οι δύο Επιμελήτριες της Μπιενάλε που οργάνωσε το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, αποκαλώντας την Θεσσαλονίκη «πλούσια πόλη», εισέπραξα περίπου την ίδια εποχή και εγώ από τους φιλοξενούμενους, που ζουν στο Παρίσι, μια καθηγήτρια της αρχαίας ελληνικής γλώσσας και ένα στέλεχος ενός ερευνητικού κέντρου, που μετά μια μικρή περιήγηση στην πόλη, τα μνημεία, τις εκθέσεις και τις αγορές της, αυθόρμητα και αυτοί μίλησαν για «πλούσια πόλη», υπονοώντας προφανώς και τον «πλούτο» των μνημείων της, όλων των εποχών, αλλά και τις δυνατότητες και την ζωή της πόλης.

Και ύστερα μας ήρθε η αναπάντεχη εκείνη αναγνώριση του διεθνούς χαρακτηρισμού της ως της πόλης που αξίζει να ζει κανείς, ακόμη και αν στα κριτήρια της κυριαρχούσε η ψυχαγωγία, η νυκτερινή ζωή, το καλό φαγητό, όροι καθαρά τουριστικοί, όχι όμως και δευτερεύουσας σημασίας για την Θεσσαλονίκη ειδικά.

Τι σημαίνουν όλα αυτά;

Πως κάπως πρέπει να αλλάξουμε την γωνία από την οποία συνηθίσαμε να βλέπουμε την πόλη μας.

Μήπως είναι καιρός να βλέπουμε την πόλη, την ζωή και τους ανθρώπους της, χωρίς τα παραμορφωτικά γυαλιά της μιζέριας, της γκρίνιας, της καχυποψίας, των προκαταλήψεων, του ελιτισμού, που καταδυναστεύει την ίδια την Θεσσαλονίκη και μηδενίζει τα επιτεύγματα και τις μοναδικότητες της πολιτιστικής και κοινωνικής ιδιοπροσωπίας της;

Να πάψουμε να «βλέπουμε» πίσω από τα συγκεκριμένα βήματα της ,είτε στον τομέα των υποδομών, είτε στον τομέα της ανάπτυξης και του πολιτισμού, τα πρόσωπα από τα οποία μας χωρίζουν διαφορές πολιτικές, ή αντιλήψεων, ή και προκαταλήψεων;

Με λίγα λόγια να την αγαπήσουμε, ή να την αγαπήσουμε περισσότερο.

Ποιος λοιπόν μπορεί να εκφράσει μια νέα σχέση των Θεσσαλονικέων με την πόλη τους και κυρίως μια άλλη αντίληψη, μια άλλη- επιτέλους- νοοτροπία για το σήμερα και το αύριο της Θεσσαλονίκης και των πολιτών της;

Σχόλια