Η «ΑΝΑΣΤΟΛΗ» ΛΕΙΤΟΥΡΓΙΑΣ ΤΟΥ ΜΕΓΑΡΟΥ ΜΟΥΣΙΚΗΣ

ΚΟΡΥΦΗ ΤΟΥ ΠΑΓΟΒΟΥΝΟΥ ΤΩΝ ΠΡΟΒΛΗΜΑΤΩΝ ΤΟΥ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΥ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ



Η χθεσινή δραματική ανακοίνωση ότι το Μέγαρο Μουσικής Θεσσαλονίκης αναστέλλει την λειτουργία του από τον Μάιο, οπότε ολοκληρώνεται το Καλλιτεχνικό Πρόγραμμα της περιόδου, λόγω της οικονομικής κρίσης, δεν είναι παρά η εμφανής, ακραία βέβαια έκφραση του οικονομικού αδιεξόδου στο οποίο έχουν περιέλθει το σύνολο των πολιτιστικών φορέων και οργανισμών της Θεσσαλονίκης.

Η παραίτηση του επί δεκαετία Καλλιτεχνικού Διευθυντή του Μεγάρου Νίκου Αθηναίου διότι «δεν έχει αντικείμενο», αφού το Μέγαρο ολοκληρώνει το Πρόγραμμά του μέχρι τον Μάιο ,αλλά αφήνει ανοικτό το τι θα συμβεί στην επόμενη φθινοπωρινή περίοδο, είναι αποκαλυπτική μιας γενικότερης κατάστασης στον Πολιτισμό στην πόλη.

Η «διάψευση» που επιχείρησε στην συνέχεια ο Στ. Νέστωρ Γενικός Γραμματέας του Δ.Σ. του ΜΜΘ, στην ουσία επιβεβαίωσε το αδιέξοδο, αφού και ο ίδιος δήλωσε ότι «δεν αναστέλλεται» με ν η λειτουργία αλλά η δραστηριότητά του για την προσεχή σαιζόν, α περιοριστεί στο να ενοικιάζει τους χώρους του, συμπεριλαμβανομένου και του Β΄ κτιρίου, όπου και η αίθουσα Συνεδρίων, στους ενδιαφερόμενους ιδιώτες.

Αυτήν την αβεβαιότητα βιώνουν σχεδόν όλοι οι φορείς της πόλης, που με τον ένα ή τον άλλο τρόπο εξαρτώνται , οικονομικά τουλάχιστον, από την ετήσια επιχορήγηση του Υπουργείου Πολιτισμού-Τουρισμού. Και σ αυτούς τα πράγματα είναι ακόμη χειρότερα.

Κύρια αιτία πάντα η οικονομική κατάσταση , που συμπεριλαμβάνει όμως μικρά ή μεγαλύτερα χρέη , την πλήρη απουσία οποιασδήποτε σχετικής πολιτικής, ή κατεύθυνσης από το ΥΠΟΤ και την ακόμη χειρότερη αβεβαιότητα της ανανέωσης ή μη της θητείας των διοικήσεων τους.

Μόλις προχθές ανακοινώθηκε επίσης ότι επαναλειτουργεί το μεγαλύτερο τμήμα των δύο σημαντικών Μουσείων της Θεσσαλονίκης του Αρχαιολογικού και του Βυζαντινού, που είχαν διακόψει την λειτουργία τους λόγω έλλειψης προσωπικού…

Είναι ταυτόχρονα εντυπωσιακό πως και οι τρεις αφίξεις του υπουργού Πολιτισμού στην Θεσσαλονίκη, άφησαν τα στελέχη των οργανισμών στην αναμονή και την άγνοια, όχι μόνο γιατί δεν αποσαφηνίστηκε η πολιτική του υπουργείου, αλλά και διότι δεν είχαν καν την ευκαιρία να συναντήσουν τον υπουργό και να του εκθέσουν την κατάσταση των φορέων την ευθύνη των οποίων τους ανέθεσε η πολιτεία.

Και ενώ τα οικονομικά προβλήματα βρίσκονται με ένταση στο προσκήνιο, άλλα εξ ίσου σοβαρά και πιεστικά ζητήματα του Πολιτισμού, περιμένουν την αντιμετώπισή τους.

Χωρίς να είναι το σημαντικότερο, το ζήτημα της αναζήτησης ενός χώρου στο «Κέντρο» από το Κρατικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, βρίσκεται τις τελευταίες ημέρες στην επικαιρότητα και κυρίως στα πρωταρχικά ενδιαφέροντα των διοικούντων το Μουσείο.

Η αρχική πληροφορία όπως προέκυψε από σχετική δήλωση της Προέδρου του Δ.Σ. γέννησε κάποια ερωτηματικά τόσο εκ του λόγου ότι χώροι για την στέγαση ενός μεγάλου Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης στο «κέντρο» δεν υπάρχουν, όσο και για το ενδεχόμενο να υποκρύπτεται εγκατάλειψη της ιδέας οριστικής εγκατάστασης του στο βιομηχανικό συγκρότημα της ΥΦΑΝΕΤ, που ως γνωστόν έχει αγοραστεί από το ΥΠΠΟ για τον σκοπό αυτόν.

Τελικά το ενδιαφέρον των διοικούντων επικεντρώνεται στην Αποθήκη Γ του Α προβλήτα με κύριο αιτιολογικό ότι η εκπληκτική Συλλογή Κωστάκη πρέπει να βρει ένα χώρο μόνιμης παρουσίασης της κάπου στο κέντρο επειδή ακριβώς η σημασία της στην Ελλάδα και το εξωτερικό μπορεί να συμβάλλει στην τουριστική κινητικότητα της πόλης και φυσικά να αυξήσει την επισκεψιμότητά της από το κοινό της πόλης .

Εγχείρημα δύσκολο, γιατί απαιτεί ισχυρή πολιτική βούληση για την ουσιαστική εφαρμογή του σχετικού Νόμου που χαρακτηρίζει τον Α΄ προβλήτα «χώρο πολιτιστικών και κοινωνικών δραστηριοτήτων», κάτι που μένει μετέωρο εδώ και 10 περίπου χρόνια.

Οι αρμόδιοι του Μουσείου πάντως παραμένουν αισιόδοξοι, ότι το ΥΠΠΟΤ

Έχει εντάξει στους προγραμματισμούς του την ΥΦΑΝΕΤ, της οποίας το έργο θα μεταβάλλει ουσιαστικά και θα αναβαθμίσει ολόκληρη την γύρω περιοχή, και φυσικά η παραμονή τους στο συγκρότημα των Λαζαριστών δεν αλλάζει. Εκεί άλλωστε υπάρχουν οι ειδικοί χώροι φύλαξης της Συλλογής και στέγασης των διοικητικών και άλλων υπηρεσιών τους. Και εκεί αναπτύχθηκαν οι πετυχημένες δραστηριότητες του Μουσείου, , όταν το αντίστοιχο της Αθήνας, έχει εμπλακεί στα προβλήματα του κτιρίου ΦΙΞ.

Τα πράγματα δεν είναι το ίδιο αισιόδοξα για το αίτημα της θεσμικής «αυτονόμησης» των τριών καλλιτεχνικών φορέων της πόλης της Όπερας Θεσσαλονίκης, του Μουσείου Φωτογραφίας και του Μουσείου Κινηματογράφου, αφού η οικονομική κρίση και τα ανυπέρβλητα οικονομικά προβλήματα του Υπουργείου Πολιτισμού, θέτουν στον «πάγο» την προοπτική αυτήν εάν δεν οδηγήσουν στην ακριβώς αντίθετη κατεύθυνση στην πλήρη δηλαδή ενσωμάτωσή τους στο ΚΘΒΕ, Στο ΚΜΣΤ και το Φεστιβάλ Κινηματογράφου αντίστοιχα των οποίων κατά διαφορετικό τρόπο αποτελούν τυπικά τμήματα.

Με ιδιαίτερη ανησυχία παρακολουθούν όλοι την τελική κατάληξη των προσπαθειών του ΥΠΠΟΤ να εξασφαλίσει κονδύλια από το ΕΣΠΑ, από το οποίο ως γνωστόν απουσιάζει ο Πολιτισμός εξ αιτίας της αδιαφορίας που επεδείχθη την εποχή του Μ. Λιάπη νομίζω

Τώρα οι διαπραγματεύσεις με τα Περιφερειακά προγράμματα συνεχίζονται και κάτω από την πίεση του χρόνου και της ανάγκης να εκταμιευτούν το ταχύτερο δυνατόν οι σχετικοί πόροι, τα «έτοιμα» προγράμματα και οι μελέτες των φορέων κυρίως των αρχαιολογικών υπηρεσιών, φαίνεται να αποκτούν προτεραιότητα.

Η αβεβαιότητα πάντως θα συνεχιστεί για πολύ ακόμη και τελικά κάτω από την πίεση του χρόνου δεν μπορεί κανείς να είναι αισιόδοξος ότι θα υπάρξει ορθολογική και αξιοκρατική επιλογή, λογική κατανομή των πόρων μεταξύ παραδοσιακού και σύγχρονου πολιτισμού.

Μια αισιόδοξη εικόνα επιχείρησε να δώσει πρόσφατα η Λ. Μενδώνη η έμπειρη Γ.Γ. του Υπουργείου Πολιτισμού όταν τόνισε¨

«Το ΕΣΠΑ θα κατευθυνθεί και στις σύγχρονες υποδομές, στην δημιουργία, ή την πολιτιστική αναβάθμιση του πολιτιστικού περιβάλλοντος των υποβαθμισμένων περιοχών, στην ποιοτική βελτίωση των ιστορικών κέντρων σε αστικές περιοχές, την δημιουργία θεματικών πάρκων κλπ». Αρκεί βέβαια να υπάρξει χρόνος και η σχετική πολιτική βούληση.

Δεν θα μπορούσα να αφήσω ασχολίαστο το γεγονός , μιλώντας για το Λιμάνι, ότι η έκπληξη μας ήρθε από το πρόσφατο άρθρο του Δημήτρη Βλάχου του τέως Δημάρχου της Νάουσας, στον «Αγγελιοφόρο» της 5ης Μαρτίου 2010, μέσω του οποίου επανέφερε το αίτημα της στέγασης της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης σε έναν από του τέσσερις κινηματογράφους του Α΄ Προβλήτα, που ως γνωστόν λειτουργούν μόνο κάθε Νοέμβριο για το Φεστιβάλ Κινηματογράφου και κάθε Μάρτιο για το Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ.
Μιλώ και έκπληξη, γιατί δεν άκουσα μέχρι στιγμής ούτε έναν φορέα, ούτε ένα δημόσιο παράγοντα, ούτε έναν πολιτικό, από την Θεσσαλονίκη, να θέτουν το αυτονόητο αυτό ζήτημα και να ζητούν την επίλυσή του.

Μια ακόμη «θεσμική» κινητικότητα της πόλης αυτή της «συνεργασίας των πέντε Μουσείων», που συνάντησε πολύ μεγαλύτερη δημοσιότητα από όση ουσιαστικά εκφράζει ακόμη, ως δραστηριότητα τουλάχιστον, αξίζει ένα μικρό σχολιασμό.

Δεν χωρεί καμιά αμφιβολία ότι η συνεργασία, η συνέργεια και η αλληλεγγύη μεταξύ των φορέων του πολιτισμού, μόνο ευεργετικές συνέπειες μπορεί να έχει. Και αυτό αποδείχθηκε πολλές φορές τον τελευταίο καιρό.

Ούτε και πρέπει να ξεχνάμε ότι την πρωτοβουλία της «κίνησης» για συνεργασία είχε από 2007 η Ματούλα Σκαλτσά, καθηγήτρια του Α.Π.Θ. μέσω του Διαπανεπιστημιακού Προγράμματος Μεταπτυχιακών Σπουδών Μπουσειολογίας, που κατάφερε να φέρει για πρώτη φορά στον ίδιο χώρο τα Μουσεία και τους Πολιτιστικούς φορείς της πόλης, και έθεσε τα θέματα της συνεργασίας με στόχο μάλιστα να προχωρήσει σταδιακά σε μια «θεσμοθέτησε» αυτής της συνεργασίας.

Το ότι η συνεργασία τώρα περιορίζεται σε πέντε Μουσεία, ιδιωτικού και δημόσιου χαρακτήρα, από τα οποία έχουν εξαιρεθεί χωρίς λόγο, το Λαογραφικό Μουσείο, τα Μουσεία Φωτογραφίας και Κινηματογράφου, μας βάζει κατ αρχήν σε κάποιες όχι αισιόδοξες σκέψεις.

Με τον τρόπο αυτόν γίνεται ένας διαχωρισμός, που δεν προκαλεί απλώς ερωτηματικά, αλλά και διαφωνίες και φόβους, ότι δημιουργούνται «δύο ταχύτητες», πιθανόν και κάποιοι μηχανισμοί πίεσης.

Γι αυτό και είναι νομίζω επείγον να μπει ξανά στο τραπέζι η αρχική ιδέα της συνεργασίας, όπως την διατύπωσε η Μ. Σκαλτσά και να κληθούν να συμμετάσχουν και να συμβάλλουν όλοι. Αν η πόλη αποκτήσει μια ισχυρή «πολιτιστική φωνή» είναι βέβαιο ότι θα κερδίσουν όλοι και κυρίως η πολιτιστική ζωή της πόλης. Και η συνεργασία θα διευρυνθεί και θα καταστεί ένας από τους ισχυρούς μοχλούς ανάπτυξης της πόλης.

Συμπέρασμα;

Πολλά και σημαντικά ζητήματα του Πολιτισμού στην Θεσσαλονίκη, απαιτούν άμεση και ενεργή παρουσία και δράση από το Υπουργείο Πολιτισμού.

Η καθυστέρηση, η αναβολή, η αβεβαιότητα, επιδεινώνουν την κατάσταση, αδρανοποιούν τις πρωτοβουλίες, διαμορφώνουν συνθήκες κρίσης.

Υ.Γ.

Άφησα έξω από το σημερινό Σημείωμα έναν σχολιασμό, απαραίτητο νομίζω των όσων ανέπτυξε κατά την τελευταία παρουσία του στην Ημερίδα της «Μακεδονίας» ο υπουργός Πολιτισμού για το μέλλον της Θεσσαλονίκης, καθώς και την πληροφορία που δεν είχε όμως συνέχεια, ότι το υπουργείο Πολιτισμού ετοιμάζει έναν «Κανονισμό» για τις επιχορηγήσεις των φορέων, ώστε να εξασφαλιστεί ο εξορθολογισμός, η αντικειμενική αξιολόγηση, η διαφάνεια, η απελευθέρωση του συστήματος από την πελατειακή λογική και τις εξαρτήσεις.

Θα επανέλθω συνεπώς κάποια στιγμή.

Σχόλια