Η ΑΝΑΤΡΕΠΤΙΚΗ ΔΕΥΤΕΡΗ ΚΥΡΙΑΚΗ ΤΩΝ ΕΚΛΟΓΩΝ

Η ΤΑΚΤΙΚΗ ΤΟΥ Γ. ΠΑΠΑΝΔΡΕΟΥ

Η ΝΙΚΗ ΤΟΥ ΓΙΑΝΝΗ ΜΠΟΥΤΑΡΗ

Δεν χωράει καμιά αμφιβολία ότι ο Γ. Παπανδρέου και το ΠΑΣΟΚ αναδείχθηκαν ως οι νικητές του Β΄ Γύρου των Δημοτικών και Περιφερειακών εκλογών.


Πέρα από τους αριθμούς και τα στατιστικά που έχουν πάντοτε την ιδιαίτερη αξία τους, η αίσθηση στην Ελλάδα και το εξωτερικό είναι ότι αυτοί είναι οι κερδισμένοι.

Και αυτό στάθηκε εξαιρετικά σημαντικό καθώς τις τελευταίες ημέρες η κατάσταση γύρω από την οικονομία και τις αποφάσεις που έπρεπε να ληφθούν, προϋπέθετε ασφαλώς μια ισχυρή, έστω δια της ανοχής κυβέρνηση, κυρίως δε μια ένδειξη ,έστω ασαφή αλλά υπαρκτή ότι η κυβέρνηση και κατά συνέπεια η Ελλάδα μπορεί να συνεχίσει την σταθερή πορεία προς την εξυγίανση.

Αποφάσισε να αλλάξει τακτική γα τον δεύτερο γύρο και επικρίθηκε γι αυτό.

Αλλά όπως συχνά λέμε όλοι, εκ του αποτελέσματος κρίνεται η πολιτική. Και το αποτέλεσμα δικαίωσε την επιλογή του .

Γιατί έδωσε ώθηση και βαρύτητα στις αρχικές επιλογές του για την Αθήνα και την Θεσσαλονίκη, τονίζοντας ακριβώς αυτά τα «αυτοδιοικητικά» χαρακτηριστικά των υποψηφίων , δίνοντας ταυτόχρονα το σύνθημα «τώρα εκλέγουμε Δημάρχους».

Εδώ βρίσκεται και η λανθασμένη εκτίμηση του Α. Σαμαρά, που ακόμη και όταν τα νέα σύννεφα στον οικονομικό ορίζοντα της Ευρώπης άρχισαν να προβάλουν από βορρά, επέμενε στο εκλογικά άχρηστο και αναποτελεσματικό σύνθημα του περί ακόμη πιο ισχυρού αντιμνημονιακού μηνύματος….

Τακτική που ακολούθησε και ο Κ. Γκιουλέκας , στο ενδιάμεσο των δύο Κυριακών, για να αποτελέσει ένα από τα πολλά λάθη της προεκλογικής του εκστρατείας, τα οποία τώρα αναδεικνύονται καθώς , όπως συμβαίνει σε κάθε ήττα, έχει αρχίσει μια ατελείωτη γκρίνια και εσωτερική διελκυστίνδα για το ποιος φταίει λιγότερο ή περισσότερο.

Είχε υποτιμηθεί ότι η κοινωνία είχε κορεστεί από την συνθηματολογία, τα μηνύματα και τα διλήμματα και εν πάσει περιπτώσει με τον ένα ή τον άλλο τρόπο , θετικό ή αρνητικό, είχε εκφραστεί ήδη.

Τώρα αντιμετώπιζε το σαφές και αδιαμφισβήτητο ερώτημα σε τίνος τα χέρια θα ανέθεταν την τύχη το μέλλον και την καθημερινότητα τους στην Θεσσαλονίκη.

Και φυσικά ξεχάστηκε , ή υποτιμήθηκε η αξιολόγηση του κλίματος και του αιτήματος για αλλαγή στον Δήμο ,μετά από τα 25 χρόνια κυριαρχίας μιας παράταξης.

Αυτό δηλαδή που στάθηκε η κινητήρια δύναμη , που έφερε στα εκλογικά κέντρα το πιο σύνθετο και πλουραλιστικό τμήμα της Θεσσαλονικιώτικης κοινωνίας την δεύτερη Κυριακή , από τους παραδοσιακούς και απαιτητικούς αστούς, μέχρι τους επαναστατημένους εναντίον του Μνημονίου και της κυβέρνησης αριστερούς και ανέδειξε τον Γιάννη Μπουτάρη ως τον πρώτο «μετακαθεστωτικό» Δήμαρχό της.

Και υπήρξε όντως ισχυρό αυτό το αίτημα αλλαγής, γιατί χρειάστηκε να ξεπεράσει πρώτα, όλα τα φαινόμενα και τα λάθη της καθυστερημένης επιλογής της «Πρωτοβουλίας», αλλά και να ξεχάσει τα μικρά ή και μεγαλύτερα «λάθη» ,τις παρορμητικές αλλά ειλικρινείς δηλώσεις , τις μη «πολιτικά ορθές» απόψεις, τις όποιες δυσμενείς συνέπειες από την ακατανόητη συμπεριφορά της «Συμμαχίας» να δεχθεί την υποψηφιότητά του, τις πικρίες του παρελθόντος, τα εσωτερικά προβλήματα της παράταξης, για τα οποία κάποιοι μη πιστεύοντας στην νίκη ,ακόνιζαν ήδη μαχαίρια.

Αλλά η αλλαγή ήρθε επιτέλους και τα «όνειρα έλαβαν εκδίκηση».

Ένας ολόκληρος κόσμος, μια γενιά σχεδόν έμεινε στο περιθώριο της συμμετοχής ,των ευκαιριών και των δυνατοτήτων να συμμετάσχει στην διαμόρφωση της πορείας και του χαρακτήρα της πόλης, να ονειρευτεί το μέλλον της και να βρει τους δρόμους να κάνει τα όνειρα αυτά πραγματικότητα.

Είκοσι πέντε χρόνια είναι πολλά, πάρα πολλά, ώστε να αφήσουν ισχυρά και φοβούμαι ανεξίτηλα ίχνη στο σώμα της πόλης.

Η σοφή αρχή της Δημοκρατίας ,της εναλλαγής δηλαδή των προσώπων που αναλαμβάνουν στο όνομα των πολιτών και της πόλης τις τύχες της και διαμορφώνουν τα περιθώρια μέσα στα οποία ο πολίτης συμμετέχει ενεργά και παραγωγικά με τις ιδέες, τις αντιλήψεις και τις αξίες του, σε τρόπο που να ανανεώνουν τις ιδέες, να εμπλουτίζουν την πόλη , να αξιοποιούν τους ανθρώπους της, να αποδέχονται τις νέες πραγματικότητες και τις νέες τάσεις στο κόσμο, ακόμη και τις κοινωνικές αλλαγές που επέρχονται στο σώμα της πόλης και να διεκδικούν χώρο εφαρμογής τους, έμεινε γράμμα νεκρό και τις συνέπειες αυτού τις βλέπουμε στην πορεία τον ρόλο και την θέση της Θεσσαλονίκης, στην ευρύτερη περιοχή της.

Ο Γιάννης Μπουτάρης βρίσκεται τώρα στην κορυφή ενός κύματος που τρέχει με ορμή, και αυτό δεν είναι εύκολη υπόθεση, ιδιαίτερα όταν η οικονομική πραγματικότητα και τα σύνθετα και πολύπλοκα προβλήματα του Καλλικράτη είναι πιεστικά και διεκδικούν προτεραιότητα στην αντιμετώπισή τους.

Πιστεύω πως ακούει την βοή και την αντάρα αυτού του κύματος και ελπίζω πως ακούει εξ ίσου καλά και τους υπαινικτικούς ψιθύρους, από το σκοτεινό βάθος του.

Γιατί η επιτυχία του εγχειρήματος «αλλαγή», πρέπει να διαφυλαχθεί με κάθε τρόπο , θα έλεγα ακόμη και με πρόσκαιρες θυσίες.

Η πόλη είναι ανάγκη να κατακτήσει την μεγαλύτερη δυνατή ενότητα στην αποδοχή των ανατροπών και των αλλαγών που επέρχονται.

Αρκεί να μην λησμονείται ότι ενώ ο «Δήμος» ως διοικητικός οργανισμός μπορεί να είναι ένα «μαγαζί», που μπορεί κανείς με εμπειρία και ικανότητα να εκσυγχρονίσει και να διευθύνει παραγωγικά, ο «Δήμος» όμως ως η σύνθετη κοινωνία, πρέπει να πεισθεί, να ενεργοποιηθεί ,να συμμετάσχει .

Θα είναι ιστορικό λάθος ένας πολιτιστικός διχασμός, σε μια πόλη με την κληρονομιά της 25ετίας,που θα γεννήσει λογικές και πρακτικές τύπου “Tea party» και θα θέσει σε κίνηση ένα ιδεολογικό εκκρεμές, που θα απειλεί την πόλη, με την «παλινόρθωση» της πιο ακραίας μορφής συντήρηση .

Έπραξε σοφά, όταν στην ενδιάμεση εβδομάδα άφησε στην πάντα τα μεγάλα σχέδια και δεσμεύτηκε για απλές σχεδόν κοινότυπες λύσεις , όπως η καθαριότητα της πόλης και οι πεζοδρομήσεις «έστω και με κώνους», όταν δήλωνε ότι τα δύο πρώτα χρόνια θα είναι δύσκολα και δεν πρέπει να περιμένει ο κόσμος «έργα», με την γνωστή κοινοτυπία της λειτουργίας της δημοτικής εξουσίας.

Όταν δήλωνε ότι θα συνεργαστεί με τους άλλους δήμους, για την από κοινού αντιμετώπιση των τόσων πολλών κοινών προβλημάτων.
Και για να μιλήσω πιο συγκεκριμένα για ένα τομέα, αυτόν του πολιτισμού, ενθαρρύνοντας τον εθελοντισμό, στον οποίο δίνει προτεραιότητα, μπορεί με ελάχιστη συμβολή να πολλαπλασιάσει στην πόλη δράσεις όπως εκείνη η ανατρεπτική και ιδιαίτερα πετυχημένη του Γιώργου Τούλα και της «Παράλλαξης» , η «Πόλη αλλιώς», ή οι ιδέες των «Φίλων των Δημητρίων», ή ακόμη τα πολλά και ελπιδοφόρα μουσικά και θεατρικά σχήματα που εμφανίστηκαν και πάλι, ίσως και λόγω της οικονομικής κρίσης.

Ανατρέποντας οριστικά, την από τα μέσα της δεκαετίας του 1980, καταστρεπτική για την πόλη αντίληψη που κυριάρχησε στον Δήμο περί των «δικών» μας εκδηλώσεων και των «κρατικών», που διαχώρισε τις πολιτιστικές δραστηριότητες του Δήμου από εκείνες των μεγάλων και σημαντικών πολιτιστικών και καλλιτεχνικών Οργανισμών και θεσμών της πόλης.

Αυτών δηλαδή, που αποτελούν την ισχυρή υποδομή και τον πολιορκητικό κριό, που μπορεί να «αλώσει» την διεθνή πολιτιστική αγορά και να φέρει την Θεσσαλονίκη στο προσκήνιο.

Να την αναγράψει τον πολιτιστικό χάρτη της Ευρώπης.

Η πολιτιστική πραγματικότητα της πόλης αξιολογείται ως ενότητα και όχι ως «φέουδα » ανεξάρτητων οργανισμών.

Και ως μία και ενιαία, δεν έχει τίποτε να ζηλέψει από οποιαδήποτε άλλη πόλη του μεγέθους και του ρόλου της, είτε ως υποδομή, είτε ως δράσεις, είτε ως λαμπρά, έμπειρα και δυναμικά πολιτιστικά στελέχη.

Και αποτελούν όλα μαζί ως ενότητα, δημοτικά, κρατικά, ιδιωτικά, ερασιτεχνικά και επαγγελματικά, παραδοσιακά και σύγχρονα, το πολιτιστικό πρόσωπο της πόλης, την πολιτιστική της δύναμη, το συγκριτικό της πλεονέκτημα

Και εδώ θα επανέλθω, κουραστικά ίσως, στην υποχρέωση της πόλης να δώσει επιτέλους μια μόνιμη στέγη στην Πειραματική Σκηνή της Τέχνης, αξιοποιώντας ένα από τα νεκρά κινηματογραφικά κτίρια του πρώτου προβλήτα στο Λιμάνι.

‘Όπως κάθε ιστορική και ιδεολογική ανατροπή, έτσι και η νίκη του Γιάννη Μπουτάρη, θα περάσει τις «παιδικές ασθένειες» της, θα κάνει τα λάθη της, θα απογοητεύσει τους βιαστικούς και τους ενθουσιώδεις.

Η διαχείριση αυτής της μεγάλης νίκης, θα είναι ένα εξ ίσου δύσκολο έργο , όσο και εκείνο της ίδιας της νίκης.
Και ίσως αποδειχθεί και δυσκολότερο.

Σχόλια