ΤΟ ΠΟΛΛΑΠΛΟ ΕΠΙΤΑΚΤΙΚΟ ΕΡΩΤΗΜΑ:

Θα αντέξει η κυβέρνηση Γ. Παπανδρέου;

Θα αντέξει το πολιτικό σύστημα;

Θα αντέξει η ελληνική κοινωνία;

Ή θα εκραγούν όλα μαζί;

Η ανατροπή εμφανίστηκε μέσα σε δέκα το πολύ ημέρες.

Ασφαλώς και δεν αναφέρομαι στις ανατροπές των καθεστώτων της Β. Αφρικής. Όχι ότι δεν είναι ένα εξαιρετικό ιστορικό γεγονός, όχι ότι δεν διαμορφώνει και για την Ελλάδα νέα δεδομένα.

Αλλά η άλλη ανατροπή είναι πολύ πιο σημαντική, πολύ πιο αιφνιδιαστική και με συνέπειες απροσδιόριστες προς το παρόν.

Πρόκειται για την ανατροπή που επήλθε σε όλο το κοινωνικό, πολιτικό και μιντιακό φάσμα σχετικά με την μέχρι τώρα πορεία της χώρας, για να το πω σχηματικά για την γενική αμφισβήτηση που διακινείται ότι η πορεία μας ήταν λάθος, ότι το καίριο πρόβλημα της Ελληνικής οικονομίας το δυσθεώρητο δημόσιο χρέος της δηλαδή, αφέθηκε μετέωρο και τώρα προβάλλει μπροστά μας ως το αξεπέραστο και άλυτο πρόβλημα της χώρας.

Για κάποιον νηφάλιο παρατηρητή βέβαια, η αλλαγή αυτή εκπλήσσει, αφού ποτέ μέχρι σήμερα δεν συζητήθηκε από καμιά πλευρά ότι η ακολουθούμενη πολιτική, αυτήν δηλαδή που επέβαλε το Μνημόνιο και οι παράλληλες κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όχι δευτερεύουσας σημασίας, έπρεπε να είχε επί πλέον ως άμεσο ή μεσοπρόθεσμο έστω στόχο, την μείωση του δημόσιου χρέους.

Ξαφνικά όλοι δείχνουν να έχουν ξεχάσει ότι η Ελλάδα αντιμετώπιζε την περίοδο του Α΄ τριμήνου του 2010 το φάσμα της πτώχευσης από την πλήρη αδυναμία της να πληρώσει ληξιπρόθεσμες οφειλές, και να καλύψει τις στοιχειώδεις ανάγκες λειτουργίας του κράτους, μια και οι αγορές είχαν ουσιαστικά «κλείσει» τις πόρτες και η ανακύκλωση του χρέους δεν φαινόταν δυνατή.

Και ότι το Μνημόνιο σαφώς ήρθε και επιβλήθηκε με μοναδικό άμεσο σκοπό την εξασφάλιση ότι η χώρα απέκτησε «ταμείο» για τις αναγκαίες εσωτερικές και διεθνείς υποχρεώσεις της.

Και φυσικά όποιος δανείζει φροντίζει να εξασφαλίσει και τους όρους ότι θα πάρει πίσω τα λεφτά του. Και τα 110 δις. ευρώ ασφαλώς δεν θα μπορούσαν να εξοφληθούν από μια χώρα που δεν έχει πλεονάσματα, δεν έχει ανταγωνιστική οικονομία, δεν έχει μηχανισμούς να εισπράξει τα στοιχειώδη έσοδα και ενός τριτοκοσμικού ακόμη κράτους. Και συνεπώς η άμεση μείωση του ελλείμματος και μάλιστα δραστική, φορτώθηκε εκεί όπου τα αποτελέσματα θα ήταν βέβαια, στις μειώσεις των μισθών και των δαπανών του δημοσίου.

Όλα αυτά ήταν γνωστά νομίζω τότε και για πριν από μερικές ημέρες.

Υπήρξαν αντιδράσεις από όσους υποχρεώθηκαν να δουν τα έσοδα τους να μειώνονται δραστικά, για όσους έχαναν προνόμια, για όσους ξεβολεύτηκαν από την λειτουργία ενός κράτους που λειτουργούσε υπέρ των «λειτουργών» του και όχι υπέρ του κοινού συμφέροντος.

Ο πέλεκυς βαρύς έπεσε επί δικαίων και αδίκων, έπληξε ανεπανόρθωτα τις κατακτήσεις των πολλών, αδίκησε μείωσε και συχνά εκμηδένισε στοιχειώδεις κοινωνικές λειτουργίες.

Και στο μεταξύ με το μάτι στην «επόμενη δόση» η χώρα περιορίστηκε να συζητά το παρόν την «επίτευξη των στόχων» ,την ικανοποίηση των απαιτήσεων της τρόικας, τις επισκέψεις της, την βαθμολογία της.

Οι άλλες φωνές, η φωνή της «αριστεράς» ήταν ανίκανες να συνεισφέρουν ούτε στην διαμόρφωση της τρέχουσας πολιτικής , ούτε πολύ περισσότερο στην επερχόμενη καταιγίδα του δημόσιου χρέους. Γι αυτό είχαν βολευτεί πίσω από τις πλέον απίθανες θεωρίες συνωμοσίας, που με μαγικό σχεδόν τρόπο "εξαφάνιζαν" το πρόβλημα.

Η αξιωματική Αντιπολίτευση από την πλευρά της , ως αυθεντική πλέον δεξιά, πολιτεύθηκε με τον πιο ακραίο λαϊκισμό, πουλώντας φούμαρα, περί «άλλου μείγματος πολιτικής», ωσάν και ήταν δυνατόν να ξεφύγει η χώρα με το μαγικό ραβδί από την ύφεση, ωσάν και ήταν το ευκολότερο πράγμα στην σημερινή Ελλάδα, η «αναπτυξιακή πολιτική», ωσάν και η «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας, ήταν μια απλή πράξη ενός πρωινού, που θα εξασφάλιζε την καταβολή των τοκοχρεωλυτικών υποχρεώσεων που τρέχουν, και φυσικά την λειτουργία του κράτους, τους μισθούς, τις συντάξεις κλπ.

Φυσικά μια λογική απάντηση για την αιφνίδια ανατροπή θα μπορούσε να θεωρηθεί ως εξήγηση, η όλο και πιο θολή εικόνα την οποία εκπέμπει η Ευρώπη σχετικά με την οριστικοποίηση των θέσεων της γύρω από αυτό που θα μπορούσε υπό διαφορετικές συνθήκες να ονομαστεί καθιέρωση επί τέλους κάποιου είδους «οικονομικής διακυβέρνησης» και κυρίως η καθιέρωση ενός μηχανισμού αντιμετώπισης του κυρίαρχου ζητήματος , της κρίσης χρέους των κρατών δηλαδή.

Στην πραγματικότητα όλα τώρα γυρίζουν γύρω από το άτυπο αλλά υπαρκτό σχέδιο που υποστηρίζουν Γερμανία και Γαλλία, με επίκεντρο πάντα την διαμόρφωση ενός μηχανισμού που θα υποστηρίζει τα κράτη εκείνα που αντιμετωπίζουν προβλήματα με τον δανεισμό από τις αγορές, υπό όρους και προϋποθέσεις, που προκαλούν ήδη διαφωνίες, χωρίς όμως να ικανοποιούν πλήρως κάποιες χώρες, όπως η Ελλάδα.

Ενώ το αίτημα αφορά στην αύξηση των πόρων του υφιστάμενου Ταμείου στήριξης , την λειτουργία του και μετά το 2013 και την καθιέρωση μιας «ευελιξίας», που θα επέτρεπε σε χώρες όπως η Ελλάδα, να δανείζονται από το Ταμείο με ευνοϊκούς όρους, προκειμένου να αγοράζουν από την δευτερογενή αγορά ομολόγων τα υποτιμημένα ούτως ή άλλως κρατικά ομόλογα και έτσι να μειώσουν το δημόσιο χρέος ,να ελαφρύνουν το πίεση του, να πείθουν τις αγορές ότι το χρέος γίνεται πλέον διαχειρίσιμο, αφού η παράταση του δανείου των 110 δισ. και η μείωση του επιτοκίου, αλλά και ο εν τω μεταξύ χρόνος θα έχει επιτρέψει να υπάρξει πρωτογενές περίσσευμα και η «αξιοποίηση» της δημόσιας περιουσίας να συμβάλλει σε παραπέρα μείωσή του.

Τα ταξίδια του Γ Παπανδρέου στην Γερμανία και Φινλανδία, οι επαφές του με κυβερνητικούς, πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες εκεί, έδειξαν για πρώτη φορά ότι τα πράγματα δύσκολα θα εξελιχθούν προς ένα ευνοϊκό για τα ελληνικά συμφέροντα σενάριο.

Ήταν αρκετό αυτό για να βγουν στην επιφάνεια με τρόπο εντυπωσιακό ομολογώ, αμφισβητήσεις για την εφαρμοζόμενη πολιτική, που επαναλαμβάνω στην φάση αυτή έχει αποκλειστικά και μόνο σχέση με την αποφυγή μιας «στάσης πληρωμών».

Τις αμφισβητήσεις τροφοδότησαν και άλλα εσωτερικά της χώρας και της κυβέρνησης γεγονότα και φαινόμενα, αναμενόμενα άλλωστε, αλλά όχι ταυτόχρονα και με τόση ένταση.

Και πρώτα πρώτα η κόπωση της κυβέρνησης ,δικαιολογημένη μέχρις ενός σημείου, που έφτασε όμως συνοδευόμενη από πολλές παρενέργειες από αδικαιολόγητα λάθη ,όπως εκείνο με τις ανακοινώσεις της τρόϊκας για αποκρατικοποιήσεις και αξιοποίηση δημόσιας περιουσίας της τάξης των 50 δισ. και οι ατυχείς χειρισμοί στην συνέχεια ακόμη και από τον πρωθυπουργό, το απίθανο λάθος με τα πρόστιμα για τους ημιυπαίθριους, τις κλασσικές πλέον εσωτερικές διαφωνίες και αμφιβολίες, την γκρίνια της κοινοβουλευτικής ομάδας, την πλήρη αδρανοποίηση και του τρίτου «μηχανισμού» διαχείρισης κρίσεων, τις υποχωρήσεις στην μεταρρύθμιση του ανοίγματος των επαγγελμάτων, γεγονότα που "φώτισαν" αμέσως με διαφορετικό τρόπο και ένταση, τα συντελούμενα τον τελευταίο καιρό δυσάρεστα και πρωτόγνωρα γεγονότα, μέσα στην ελληνική κοινωνία.

Τα κινήματα «δεν πληρώνω» στα διόδια και τις συγκοινωνίες, η άρνηση αποδοχής και τήρησης των δικαστικών αποφάσεων, η ακραία συμπεριφορά των συνδικαλιστικών οργανώσεων εναντίον του κοινωνικού συνόλου, οι καθημερινές συγκρούσεις στην Κερατέα, η υπόθεση της Νομικής και στην συνέχεια της Υπατίας και του Ε.Κ.Θ. δύο βόμβες έτοιμες να εκραγούν, οι αυξανόμενες φραστικές επιθέσεις εναντίον πολιτικών, η βίαιη έως και χυδαία «γλώσσα», της ηλεκτρονικής επικοινωνίας, η στάση των ΜΜΕ και ιδιαίτερα της τηλεόρασης.

Μια κυβέρνηση μπροστά σε αδιέξοδα και μια κοινωνία αποδιαρθρωμένη, μέσα στην οποία κινούνται με άνεση κάθε είδους αμφισβητήσεις , έρμαια εν πολλοίς ενός λαϊκισμού που χειροτερεύει καθημερινά.

Ποιος αγνοούσε ότι όντως το δημόσιο χρέος είναι το αξεπέραστο σε βάθος χρόνου πρόβλημα της χώρας;

Πόση μελάνι χύθηκε για να γραφτούν ατέλειωτες θεωρίες περί αναδιάρθρωσης, περί «κουρέματος», περί επιμήκυνσης και άλλες παρόμοιες εναλλακτικές «λύσεις» που εκπορεύονταν από τα περίφημα Think Tanks ,ή τις Τράπεζες, ή τους αναλυτές και τις αγορές εν γένει;

Όλα αυτά έμεναν στο παρασκήνιο, ή στις δευτερεύουσες συζητήσεις και τα ενδιαφέροντα των ΜΜΕ, μέχρις ότου φάνηκε πως η πολυαναμενόμενη λύση, αυτήν που υποστήριζαν πολλοί στην Ελλάδα και το εξωτερικό, μέσα και έξω από την Ένωση, σκόνταψε στα εσωτερικά πολιτικά προβλήματα της Άγκελα Μέρκελ και τον οικονομικό εθνικισμό των Γερμανών, αλλά και άλλων βόρειων ευρωπαίων.

Μέχρις ότου έγινε φανερό πως η Ελλάδα για άλλη μια φορά πρέπει να εμφανιστεί στις 25 Μαρτίου στην εαρινή Σύνοδο Κορυφής, με νέα «διαπιστευτήρια» συμμόρφωσης, με νέα μέτρα, με νέες δεσμεύσεις, χωρίς την βεβαιότητα ότι θα εξασφαλίσει το «φιλί της ζωής» για την δυνατότητα διαχείρισης του δημόσιου χρέους της.

Αλλά τώρα δεν βρισκόμαστε στον Μάρτιο του 2010.

Ένα χρόνο ακριβώς μετά, η κυβέρνηση έχει χάσει μεγάλο μέρος από την αξιοπιστία της, την δυναμική της, την εμπιστοσύνη της κοινωνίας.

Και η κοινωνία αδυνατεί να αντιληφθεί μέχρι που θα φτάσει χρονικά αυτή η πολιτική, καθώς τώρα κάποιοι μιλάνε για μια σκληρή πολιτική λιτότητας που ξεπερνά την δεκαπενταετία, δεν έχει άλλες αντοχές, δεν έχει εμπιστοσύνη ,δεν έχει ελπίδα.

Και έτσι εμφανίστηκαν και πάλι με ένταση στο προσκήνιο οι συζητήσεις για εκλογές, ή το λιγότερο για έναν σαρωτικό ανασχηματισμό.

Αλλά για πρώτη φορά μπορεί πολύ εύκολα να αμφισβητηθεί η  ιστορικά κοινή παραδοχή, ότι στις Δημοκρατίες δεν υπάρχουν αδιέξοδα, υπονοώντας προφανώς ότι μεταφέρεις την κρίση στον λαό και αυτός αποφασίζει.

Οι εκλογές αυτήν την φορά δεν πρόκειται να δώσουν την λύση. Όχι μόνο γιατί στο μεταξύ και εν μέσω προεκλογικής περιόδου τα πάντα θα επιδεινωθούν, αλλά και γιατί το εκλογικό σώμα δεν έχει μπροστά του βεβαιότητες και καθαρές επιλογές.

Και φυσικά ο ανασχηματισμός που στην πράξη ανακυκλώνει τα ίδια , συχνά τα ικανότερα και πλέον έμπειρα στελέχη μιας κυβέρνησης, ελάχιστη δυναμική μπορεί να δώσει σε μια κυβέρνηση που το μόνο που έχει να κάνει στον ορατό ορίζοντα της είναι να επιβάλλει και να παρακολουθεί την εφαρμογή μέτρων, που θα συνεχίσουν να χειροτερεύουν την ζωή των ανθρώπων.

Τι μένει;

Αυτό που με ευκολία λέμε, χωρίς σχεδόν ποτέ να αντιλαμβανόμαστε την μεγάλη σημασία του.

Η εθνική ευθύνη και το καθήκον απέναντι στην χώρα και την ιστορία.

Μόνο με αυτά θα είναι αντιμέτωπος ο Γ. Παπανδρέου επιστρέφοντας από τις Βρυξέλες τον Μάρτιο, έχοντας στις αποσκευές του, κάτι λιγότερο, ή περισσότερο σημαντικό για την χώρα.

Σχόλια