1986.

Μια χρονιά σταθμός για την Θεσσαλονίκη.

Και δύο επίκαιρα Κινηματογραφικά νέα στο Υστερόγραφο…


Η χρονιά της Μπιενάλε Νέων Καλλιτεχνών της Μεσογείου, το πολιτιστικό και καλλιτεχνικό γεγονός, που εξελίχθηκε στα πολλά , ακόμη και μέχρι σήμερα , χρόνια σημείο αναφοράς, για κάθε απόπειρα νεωτερικής αντιμετώπισης της πολιτιστικής οργάνωσης, των προγραμμάτων, των στόχων, δημόσιων και δημοτικών δράσεων, αλλά και ιδιωτικών πρωτοβουλιών.

Και ταυτόχρονα η κρίσιμη χρονιά των Δημοτικών εκλογών που ανέδειξαν ως Δήμαρχο τον Σωτήρη Κούβελα, με τον οποίο και ξεκίνησε η παρουσία της συντηρητικής παράταξης στην διοίκηση του Δήμου, για να διαρκέσει σχεδόν ένα τέταρτο του αιώνα.

Τα όσα συνέβησαν στην πόλη και την χώρα αυτά τα 25 χρόνια, τα γνωρίζουμε πολύ καλά σχεδόν όλοι και φυσικά οι νεώτεροι ένα μέρος τους, μέχρις ότου πέρυσι τον Οκτώβριο τα πράγματα άλλαξαν και μάλιστα σε μια κατεύθυνση στην οποία λίγοι πίστευαν και πολλοί εύχονταν και προσδοκούσαν.

Τα επόμενα χρόνια θα δείξουν πόση σημασία, ή αξία είχαν οι αναφορές και ιδίως οι καταγγελίες της επιρροής, που άσκησαν αυτά τα 25 χρόνια στην πορεία της Θεσσαλονίκης, για την στασιμότητα, τα αδιέξοδα, τον συντηρητισμό, την απομόνωση της.

Δεν είναι φυσικά αυτό το θέμα του σημερινού Σημειώματος.

Τον Οκτώβριο του 1986 έληξε η μία και μοναδική θητεία μιας δημοτικής αρχής συνεργασίας σοσιαλιστικών και αριστερών δυνάμεων, που ξεκίνησε μέσα στο κλίμα που δημιούργησε η νίκη του ΠΑΣΟΚ και η ορμητική είσοδος στο προσκήνιο της πολιτικής της κοινωνικής και πολιτιστικής ζωής της χώρας, άρα και της πόλης νέων δυνάμεων, που αναζητούσαν χώρο και δυνατότητες έκφρασης και συμμετοχής.

Γράφω αυτό το Σημείωμα όχι για να περιγράψω την θητεία αυτή , αλλά το τέλος της από μια μόνο πτυχή της, αυτήν του πολιτισμού, κρίνοντας ταυτόχρονα αναγκαίο να επισημάνω ότι ο Αντιδήμαρχος Πολιτισμού εκείνης της δημοτικής θητείας, παρέλαβε ως πολιτιστικό τομέα, την Δημοτική Βιβλιοθήκη φιλοξενούμενη στο κτίριο της ΧΑΝΘ, την Δημοτική Πινακοθήκη στριμωγμένη σε ένα δωμάτιο του ορόφου όπου στεγαζόταν η Δημοτική Βιβλιοθήκη, την Δημοτική Φιλαρμονική, που παιάνιζε σε πανηγύρια και κηδείας στους «στάβλους» Παπάφη και τον Γιάννη Ρεπάνη, τον τότε Διευθυντή της Δημοτικής Βιβλιοθήκης, ως τον μοναδικό υπηρεσιακό στέλεχος, που μπορούσε να συντάξει μια πρόταση ή μια εισήγηση για θέματα πολιτισμού. Άλλωστε ήταν αυτός που σχεδίαζε τα ΔΗΜΗΤΡΙΑ μέχρι τότε. Ακόμη και η στέγαση του Αντιδημάρχου αντιμετώπιζε πρόβλημα και λύθηκε μόνο με την προθυμία του Θεοχάρη Μαναβή να παραχωρήσει το βοηθητικό του γραφείο για την στέγαση του.

Τα πάντα, κυριολεκτικά τα πάντα ξεκίνησαν από το απόλυτο μηδέν.

Οι εκλογές του 1986 διεξήχθησαν μέσα σε ένα έντονα φορτισμένο εκλογικό κλίμα με την Ν.Δ. να επιχειρεί μια επίθεση πρωτοφανούς έντασης μέσω των νέων υποψηφίων Δημάρχων της, του Μιλτιάδη Έβερτ στην Αθήνα, του Σωτήρη Κούβελα στην Θεσσαλονίκη και του Ανδρέα Ανδριανόπουλου στον Πειραιά.

Νίκησαν και οι τρεις, αλλά στην Θεσσαλονίκη η «έφοδος» του Σωτήρη Κούβελα, είχε τα χαρακτηριστικά μιας πολυμέτωπης επίθεσης με χαρακτήρα ρεβάνς , γεμάτης φανατισμό, ακρότητες, και λαϊκισμό.

Και όταν μετά την νίκη, ξεκίνησε η διαδικασία ενημέρωσης των νέων δημοτικών αρχόντων, έγινε αντιληπτό αμέσως, ότι η ρεβάνς είχε βάθος, στόχο και σχέδιο.

Έγινε αμέσως φανερό ότι επερχόταν ένα πρωτοφανές πογκρόμ κατά ανθρώπων και θεσμών, που θεωρούνταν όργανα και εργαλεία της διακυβέρνησης της χώρας από το ΠΑΣΟΚ

Στον τομέα που είχα την ευθύνη, στον πολιτισμό, την νεολαία και τον αθλητισμό, όλο το στελεχιακό δυναμικό ήταν νέο, μια και από την αρχή στήθηκαν υπηρεσίες, κέντρα, γραφεία, θεσμοί πολιτισμού.

Έχοντας αντιληφθεί με έκπληξη και απογοήτευση, ότι δεν κινδύνευαν απλώς οι άνθρωποι, αλλά και οι θεσμοί, που με κόπο με συνεργασία, με ενθουσιασμό και σχεδόν πάντα με συναίνεση του Δημοτικού Συμβουλίου, στήθηκαν και έκαναν τα πρώτα βήματα τους έχοντας αίσθηση της δυναμικής της νέας δημοτικής παρουσίας και του αέρα που της έδινε η νίκη, κατέληξα στο συμπέρασμα πως σχεδόν τίποτε δεν ήταν ικανό να διασώσει την κατάσταση από την μισαλλοδοξία, τον κομματικό φανατισμό, την έπαρση και την πίεση της πελατειακής λογικής που κυριαρχούσε τότε.

Οι νικητές τα ήθελαν όλα και οι οπαδοί και οι ψηφοφόροι πίεζαν για την ρεβάνς κατά της «αλλαγής».

Και έτσι κατέφυγα στην μόνη δυνατότητα που απέμεινε για να αναχαιτιστεί κάπως αυτή η καταστροφική επέλαση.

Συνέταξα και έστειλα στον σύνολο των συμπολιτών μας από τον χώρο της Τέχνης και του Πολιτισμού, με την βοήθεια και την συμμετοχή των οποίων σχεδιάστηκε και διαμορφώθηκε εκ του μηδενός κυριολεκτικά Το πρόσωπο και η παρουσία και δράση του Δήμου στους τομείς του Πολιτισμού, της νεολαίας και του Αθλητισμού.

Αυτή η ανοιχτή επιστολή έπεσε στα χέρια μου τελευταία και αποφάσισα να την ξαναφέρω στην επιφάνεια, σημειώνοντας ότι ανεξάρτητα από την αποτελεσματικότητα της, και την κινητοποίηση , η επέλαση των ανθρώπων που ο Σ. Κούβελας όρισε στην θέση της Αντιδημαρχίας Πολιτισμού και με την ενεργό καθοδήγηση του τότε Γενικού Γραμματέα του Δήμου Φώτη Μανούση δεν άφησε τίποτε όρθιο και κανένα στέλεχος στην θέση του. Εξορίστηκαν όλοι στις πιο υποβαθμισμένες και απομονωμένες υπηρεσίες και δραστηριότητες και πολλοί από αυτούς χάθηκαν κυριολεκτικά, μέσα στην απρόσωπη γραφειοκρατία και τον αποκλεισμό.

Και είδα με θλίψη και συγκίνηση πολλά από τα πρόσωπα αυτά στην ορκωμοσία της νέας δημοτικής αρχής και διάβασα στα πρόσωπά τους την πίκρα αυτών των χρόνων της «εξορίας» και την βαθιά συγκίνηση τους από την ικανοποίηση και τις προσδοκίες που γέννησε η αλλαγή.

Σ αυτούς και γι αυτούς γράφω το Σημείωμα αυτό και παραθέτω το περιεχόμενο εκείνης της επιστολής ,ως της απεγνωσμένης προσπάθειας να διαφυλαχθεί το πολιτιστικό κεκτημένο της πόλης μέρος του οποίου υπήρξαν και αυτοί.

"Ανοικτή επιστολή"
προς τον καλλιτεχνικό και πνευματικό κόσμο της πόλης μας

"Ύστερα από πολλή σκέψη, αποφάσισα να απευθύνω αυτή την επιστολή σε όλους εκείνους που άμεσα ή όχι έγιναν αποδέκτες, συμμέτοχοι ή και προσεκτικοί ή επιφυλακτικοί θεατές αυτής της μεγάλης και δύσκολης προσπάθειας των τελευταίων χρόνων, που συμβατικά ονομάζεται «πολιτιστική πολιτική του Δήμου».

Το αποφάσισα με την ίδια αγωνία που πιστεύω πως κατέχει όλους για την πολιτιστική ζωή και ανάπτυξη αυτής της πόλης, σε μια περίοδο που η ένταση, η οξύτητα και καμιά φορά ο φανατισμός, είναι δυνατόν να βάλουν σε κίνδυνο σημαντικές προσπάθειες, πρωτοβουλίες ή και κατακτήσεις.

Ότι έγινε αυτά τα τέσσερα περίπου χρόνια ήταν αποτέλεσμα μιας σταθερής πολιτικής, σχεδιασμένης με προσοχή και ευαισθησία, με κατευθυντήρια γραμμή την ελευθερία της έκφρασης, την δημοκρατία και συμμετοχή στη λήψη αποφάσεων, την δημιουργία στελεχιακής, κτιριακής και υλικοτεχνικής υποδομής, όσο αυτό ήταν δυνατό, τη συγκρότηση θεσμών για μόνιμη και με συνέπεια πολιτιστική παρουσία και πράξη.

Είναι κοινά αποδεκτή η ύπαρξη σήμερα μιας πραγματικότητας με μια σημαντική ανάπτυξη καλλιτεχνικών και γενικότερα πολιτιστικών θεσμών που δημιουργήθηκαν μέσα σε αυτήν την τετραετία. Το Κέντρο Ιστορίας του Δήμου Θεσσαλονίκης, ο Θεατρικός Οργανισμός, το Κέντρο Παιδικών Βιβλιοθηκών, το Μουσείο Φυσικής Ιστορίας, η Δημοτική Πινακοθήκη, το Κέντρο Πληροφόρησης Νεότητας, το Κέντρο Μουσικής, το Κέντρο Ορχηστρικών Τεχνών, το Βαφοπούλειο Πνευματικό Κέντρο, το Νεανικό Σταυροδρόμι, τα Δημοτικά Γυμναστήρια, τα Αθλητικά Πάρκα και οι μόνιμες καλλιτέχνες και αθλητικές δραστηριότητες.

Υπάρχει μια πραγματικότητα δημοκρατικής λειτουργίας και συμμετοχής σε καλλιτεχνική και επαγγελματική βάση, χωρίς αποκλεισμούς, χωρίς μισαλλοδοξία, χωρίς φανατισμό.

Παράλληλα εξασφαλίστηκε μια βασική υποδομή σε κτίρια, εξοπλισμό και εξειδικευμένα στελέχη. Όχι πάντα απόλυτα πετυχημένη, όχι πάντα ολοκληρωμένη αλλά σε μια έκταση ουσιαστική και σημαντική.

Τα 1.000 τμ. χώρων για πολιτιστικές δραστηριότητες είναι τώρα 8.000 τμ. Ένας νέος, έμπειρος, ενθουσιώδης, με ειδικές σπουδές κόσμος (βιβλιοθηκονόμοι, ιστορικοί, εικαστικοί καλλιτέχνες, άνθρωποι του θεάτρου και της μουσικής) με τη φροντίδα και την καθοδήγηση των Εφορευτικών Επιτροπών, επιλεγμένοι και οι πρώτοι και οι δεύτεροι με κριτήρια γνώσεων, πείρας, προσφοράς στην Παιδεία και την Τέχνη, ζωντανεύουν αυτούς τους χώρους σχεδιάζοντας την πολιτική του Δήμου, προτείνουν τα διάφορα προγράμματα του με μοναδικά κριτήρια τη στήριξη της καλλιτεχνικής δημιουργίας και την ενίσχυση της πολιτιστικής ανάπτυξης.

Και δεν είναι τυχαίο ότι για την πορεία αυτή επιδιώχθηκε και έγινε σταθερό χαρακτηριστικό της η ευρύτερη δυνατή πολιτική συναίνεση στο Δημοτικό Συμβούλιο. Γι’ αυτό και για πρώτη φορά μια ευρύτερη πολιτική για την Ειρήνη, το ρατσισμό, τη βία, ένωσε κάτω από την παρουσία του Δήμου, τα Κινήματα Ειρήνης, τους κοινωνικούς και συνδικαλιστικούς φορείς ολόκληρης της πόλης.

Πρέπει να αναφερθώ και στις οικολογικές πρωτοβουλίες, όχι σημαντικές αριθμητικά, αλλά ουσιαστικές που αναδεικνύουν την ευαισθησία μας και τις δυνατότητες που έχουν διανοιχθεί στην κατεύθυνση αυτή.

Αυτή την πολιτική, αυτή την αντίληψη, αυτές τις επιλογές, αυτή τη νέα πραγματικότητα, ζητώ να διαφυλάξουμε και να στηρίξουμε προς κάθε κατεύθυνση, απέναντι σε όλες τις πολιτικές δυνάμεις και τις δημοτικές κινήσεις, αλλά την εποχή των υποσχέσεων, των προτάσεων και των προγραμμάτων.

Είναι μια κατάκτηση των διανοουμένων και των καλλιτεχνών της πόλης, είναι μια ουσιαστική συμβολή στην πολιτιστική ανάπτυξη, είναι ένα σημαντικό βήμα σε μια μακροχρόνια δύσκολη πορεία, είναι μια αρχή που δεν πρέπει να μείνει χωρίς συνέχεια.

Απευθύνομαι σε σας γιατί πιστεύω ότι σαν ευαίσθητοι δέκτες και αυστηροί κριτές μετέχετε στην πολιτιστική ζωή της πόλης μας, έχετε την αγωνία της κοινωνικής ευθύνης της διανόησης και καταβάλετε σημαντικές προσπάθειες προς την ίδια κατεύθυνση.

Με φιλικούς χαιρετισμούς
Δημήτριος Β. Σαλπιστής
Αντιδήμαρχος
Υπεύθυνος σε θέματα Πολιτισμού Παιδείας, Νεολαίας & Αθλητισμού



Υ.Γ. 1
Η Ελληνική Ακαδημία Κινηματογράφου, το νόμιμο τέκνο, που προέκυψε από την περίφημη κίνηση των «Κινηματογραφιστών στην Ομίχλη» ανακοίνωσε τις υποψηφιότητες για Βραβεία του Ελληνικού Κινηματογράφου.

Έτσι για την ιστορία να υπενθυμίσω πως με την εμφάνιση της κίνησης των «ομιχλιστών» πραγματοποιήθηκαν δύο ενέργειες.

Η πρώτη ήταν η άρνηση πολλών σκηνοθετών να δείξουν τις ταινίες τους στο Φεστιβάλ Κινηματογράφου της Θεσσαλονίκης και μάλιστα στην πανηγυρική διοργάνωση των 50 χρόνων από της ιδρύσεως του Φεστιβάλ και η δεύτερη η ανακοίνωσή και στην συνέχεια οι σχετικές ενέργειές τους ότι τα ετήσια Βραβεία για τον Ελληνικό Κινηματογράφο δεν θα απονέμονται πλέον από το Υπουργείο Πολιτισμού στην Θεσσαλονίκη την επομένη της λήξης του Φεστιβάλ, αλλά στο πλαίσιο των εκδηλώσεων της «Ακαδημίας» και μάλιστα σε διάφορες κάθε χρόνο πόλεις της Ελλάδας!...

Η περυσινή διοργάνωση πραγματοποιήθηκε στην… Αθήνα και η φετινή και πάλι στην Αθήνα στην Στέγη Γραμμάτων και Τεχνών του Ιδρύματος Ωνάση.

Και έτσι με αυτόν τον τρόπο, η Θεσσαλονίκη έχασε μια πολιτιστική διοργάνωση, κάτι που είχε την συμβολική της σημασία καθώς συνδεόταν και ενίσχυσε τον θεσμό του Φεστιβάλ Κινηματογράφου.

Με φτηνές – στάχτη στα μάτια των αφελών-δικαιολογίες, με την ανοχή του Υπουργείου Πολιτισμού, με την αδιαφορία της πόλης και των φορέων της.



Υ.Γ. 2



Στην διάρκεια του 13ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ στην Θεσσαλονίκη, κατάφερα να δω μόνο δύο ταινίες και όπως φάνηκε στην συνέχεια έχασα την ευκαιρία να παρακολουθήσω εκτός των άλλων πολύ πιο σημαντικών βέβαια και ένα φιλμ με τίτλο « Champions: Μια αστεία ιστορία», που ξανάφερνε στο προσκήνιο την ιστορία της ίδρυσης μιας κρατικής σχολής κινηματογράφου στην χώρα.

Το έκανε με ένα τρόπο σαφή και ευδιάκριτο. Το αίτημα του κινηματογραφικού χώρου, παραμένει αναπάντητο, εκκρεμές, δεν έχει γίνει τίποτε απολύτως στην κατεύθυνση της υλοποίησης του.

Θυμήθηκα έτσι μια πραγματικά πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση στο πλαίσιο ενός από τα Φεστιβάλ Κινηματογράφου στην Θεσσαλονίκη, στο καφέ του Ηλέκτρα Παλλάς, παρόντων του Β. Βενιζέλου, του Μισέλ Δημόπουλου, του Παύλου Μπακογιανόπουλου, και αν δεν με απατά η μνήμη και του Μ. Ζαχαρία.

Θέμα της συζήτησης και τότε η ανάγκη ίδρυσης μιας κρατικής σχολής κινηματογράφου, αίτημα αυτονόητο και εξαιρετικά επείγον.

Κυριαρχούσε η αμηχανία του θεσμικού χαρακτήρα αυτής της σχολής, οι δυσκολίες να προτείνει το τότε ΥΠΠΟ την ίδρυση ενός ακόμη δημόσιου οργανισμού, μέσα στο κλίμα της εποχής και τότε πάνω στην συζήτηση προέκυψε η ιδέα να ξεπεραστούν τα εμπόδια με την ίδρυση τμήματος κινηματογράφου στην Σχολή Καλών Τεχνών του Α.Π.Θ.

Δεν επρόκειτο για την ιδανική απάντηση στο αυτονόητα αδικαιολόγητο κενό επί τόσα χρόνια στην κινηματογραφική «βιομηχανία» της χώρας, αλλά φαινόταν ότι επρόκειτο μια ρεαλιστική αρχή με προοπτικές μιας πολύ γρήγορης πραγματοποίησης της.

Και έτσι έγινε. Δεν γνωρίζω τι προηγήθηκε μεταξύ ΥΠΠΟ και του τότε Υπουργείου Παιδείας, αλλά το τμήμα Κινηματογράφου στην Σχολή Καλών Τεχνών στην Θεσσαλονίκη ιδρύθηκε, στεγάστηκε σε μια απέραντη καπναποθήκη στην Σταυρούπολη 9.000 τ.μ. από εκείνες που οι αλλαγές στο καπνεμπόριο μετέτρεψαν σε άδεια κουφάρια στην δυτική Θεσσαλονίκη και άρχισε να λειτουργεί.

Θα μπορούσε να καλύψει το κενό; Ασφαλώς, εάν την ίδρυση συνόδευαν όλα εκείνα που απαιτούνται στην περίπτωση, επιστημονικό και τεχνικό προσωπικό, εξοπλισμός, δυνατότητες και προγράμματα «παραγωγής», ουσιαστικά πτυχία ,προοπτικές απορρόφησης των αποφοίτων στην παραγωγική κινηματογραφική δραστηριότητα, μεταπτυχιακή μόρφωση στο εξωτερικό, ώστε να καταστεί χρήσιμη και απαραίτητη σε μια εθνική κινηματογραφική παραγωγή, που παρά την κρίση συνεχίζει να έχει ζωτικότητα και μάλιστα να ανθίζει καλλιτεχνικά, όπως φάνηκε τους τελευταίους μήνες.

Τι συνέβη όμως και οδήγησε στην «ανάγκη» να γυριστεί ένα ντοκιμαντέρ που να μιλά για την συνεχιζόμενη «έλλειψη» κρατικής σχολής κινηματογράφου στην χώρα»;

Και μάλιστα να οδηγήσει τους συμμετέχοντες (Αγγελόπουλος, Βούλγαρης, Κατσουρίδης, Κούνδουρος και αρκετούς ξένους κινηματογραφικούς παράγοντες, να καταφερθούν εναντίον της Σχολής, να μιλήσουν υποτιμητικά γιαυτήν, να την χαρακτηρίζουν πρωτοβουλία «πελατειακής λογικής» μια και ο υπουργός Πολιτισμού την ενέταξε στην Σχολή Καλών Τεχνών της Θεσσαλονίκης και όχι – τουλάχιστον- στην αντίστοιχη της Αθήνας;

Μα τι άλλο από αυτό που σχεδόν καθημερινά συναντά κανείς γύρω του. Εγκατάλειψη, αποχώρηση των καθηγητών «γιατί ο μισθός ίσα ίσα φτάνει να πληρώσουν το εισιτήριο Αθήνα- Θεσσαλονίκη και την διαμονή στην πόλη», απουσία και ελλείψεις του αναγκαίου εξοπλισμού και ουσιαστικών προγραμμάτων παραγωγής, φυσικά ούτε συζήτηση για επαγγελματικές προοπτικές κλπ.

Τι μπορεί να αναρωτηθεί κανείς στην περίπτωση αυτήν;

Σ αυτήν την χώρα που δείχνει να ζει να σκέφτεται κα να λειτουργεί ως μια χώρα του υπαρκτού σοσιαλισμού σε παρακμή, που περιμένει τα πάντα από το κράτος, που λειτουργεί ως επαίτης του κράτους, που όταν οι αποφάσεις του την βολεύουν όλα είναι καλά, αλλά όταν όχι τότε «αρχίζει η επανάσταση», που το κυρίαρχο ερώτημα αιωρούμενο στον αέρα , είναι το «πού είναι το κράτος», δεν μπορεί κανείς να ελπίζει πως μια τοπική κοινωνία με τους φορείς, τα όργανα και τις δυνατότητές της θα μπορούσε και θα έπρεπε να παρεμβαίνει και να αυτενεργεί να βρίσκει λύσεις να εντάσσει αυτούς τους μηχανισμούς και τα σχήματα, που δεν είναι απλά εκπαιδευτικοί, αλλά που μπορούν να κινήσουν και την παραγωγή και την οικονομία, στα τοπικά προγράμματα και τις τοπικές δυνατότητες που δεν είναι φυσικά ούτε ανύπαρκτες, ούτε μικρές, το αντίθετο μάλιστα.

Μια κίνηση που εμπλουτίζει και ισχυροποιεί την πόλη, που δίνει ακόμη μία ουσιαστική διάσταση στο Κινηματογραφικό της Φεστιβάλ και το Μουσείο Κινηματογράφου και στις ενδιαφέρουσες συλλογές του που είναι μια πολλαπλών διαστάσεων «περιουσία» και προνόμιο για την πόλη, η τοπική κοινωνία και οι αντιπροσωπευτικοί φορείς της οφείλουν να την «φυλάγουν και να την υπερασπίζονται σαν τα μάτια τους».

Το Μουσείο Κινηματογράφου έγινε μια «διεύθυνση του φεστιβάλ Κινηματογράφου» και δεν κουνήθηκε βλέφαρο.

Η τελετή απονομής των κινηματογραφικών βραβείων έφυγε οριστικά για την Αθήνα και κανείς δεν διαμαρτυρήθηκε.

Το τμήμα Κινηματογράφου της Σχολής Καλών Τεχνών μαραζώνει και υποβαθμίζεται, λοιδορείται δημόσια από εξέχοντα κινηματογραφική χείλη και δεν ιδρώνει το αυτί κανενός.

Και ύστερα αναρωτιόμαστε γιατί η πόλη βιώνει αυτήν την στασιμότητα, γιατί δεν μπορεί να αξιοποιήσει τις υπάρχουσες πραγματικές πολυσύνθετες και μοναδικές δυνατότητες της.

Σχόλια

Δημοσίευση σχολίου