ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗ ΚΡΙΣΗ ΚΑΙ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ

Η Θεσσαλονίκη μπροστά στις νέες πραγματικότητες

Η οικονομική κρίση, που πλήττει την Ελλάδα εδώ και δύο χρόνια και τα συνεχή επεισόδια που την συνοδεύουν και βρίσκουν εκτεταμένες δημοσιεύσεις στα διεθνή ΜΜΕ, ξανάφεραν στο προσκήνιο με εντυπωσιακό τρόπο και πάλι την χώρα.

Η Ελλάδα ξανάγινε «ενδιαφέρουσα» από πολλές απόψεις, και αναμφισβήτητα μία από αυτές είναι και ο Πολιτισμός, με την στενή και την ευρεία έννοιά του.

Έτσι τα μεγάλα καλλιτεχνικά γεγονότα που διοργανώνουν τα Ελληνικά Μουσεία είτε στις ΗΠΑ, είτε στην Ευρώπη , προσελκύουν ακόμη μεγαλύτερο απ ότι συνήθως κόσμο, οι συζητήσεις στο διαδικτυο έχουν δώσει προνομιακό χώρο και στην Ελλάδα.

Ύστερα από πολλά χρόνια, σχεδόν τριάντα από την δικτατορία, η Ελλάδα ξαναβρίσκεται στο επίκεντρο του ενδιαφέροντος, έστω και με τις γνωστές αφορμές.

Είναι και πάλι η στιγμή να δοθεί μία προτεραιότητα να αναπτυχθεί μια κινητικότητα γύρω από την Τέχνη και το Πολιτισμό, την σύγχρονη ελληνική παραγωγή.

Και με την έννοια αυτή η στροφή μας στην Ανατολή, αυτό που επιχειρείται μέσω του Προγράμματος «Σταυροδρόμι των Πολιτισμών», νομίζω πως βρέθηκε εκτός «κλίματος» ,δεδομένων των ανατροπών, της αναταραχής και των πολιτικών αλλαγών που συντελούνται εκεί.

Την στιγμή που η Ευρώπη «ξανακοιτά» την χώρα, έστω και με το επικριτικό, χλευαστικό και καχύποπτο βλέμμα , που μας έχει συνηθίσει τον τελευταίο καιρό, εμείς της γυρίζουμε την πλάτη.

Γυρίζουμε την πλάτη όμως και σε εκείνους που ξαναφέρνουν στο προσκήνιο ένα είδος «νέο-φιλελληνισμού», αξιοπρόσεκτου από πολλές απόψεις.

Θα μπορούσε κάποιος λογικά να ισχυριστεί , ότι καμιά σχετική πρόβλεψη, για τα όσα συνέβησαν τους τελευταίους μήνες στην περιοχή που επιλέχθηκε για μια εξωστρεφή πολιτιστική πολιτική, , δεν θα ήταν δυνατή

Κανένας ,ούτε καν τα άμεσα ενδιαφερόμενα κράτη, ούτε κάποιος διεθνής οργανισμός, ούτε οι γνωστές ομάδες στρατηγικών μελετών δεν διείδε , ούτε κατ ελάχιστον τον πολιτικό σίφουνα που ξεκίνησε από την Βόρεια Αφρική και σε χρόνο ιστορικά μηδενικό, έφτασε την Μ. Ανατολή και την Αραβική Χερσόνησο , ανατρέποντας το status quo , καθεστώτα, συμμαχίες, και συμφέροντα.
Θα συμφωνήσω απολύτως.
Αλλά θα θυμίσω ότι η δικτατορία, και οι περιπέτειες της χώρας τότε, ανέδειξαν την Ελλάδα σε ένα είδος «εξωτικής χώρας» και διαμόρφωσαν ένα κλίμα που βοήθησε την σύγχρονη καλλιτεχνική δημιουργία να βρεθεί στο προσκήνιο του ενδιαφέροντος και να αναδειχθεί σε ισχυρό στρατηγικό όπλο.
Τώρα η Ανατολή μπορεί να προσφέρει στην Ελλάδα μια ευκαιρία και μια πρόκληση επανασχεδιασμού της στρατηγικής της παρουσίας στην περιοχή, ελάχιστα όμως για πολιτιστικές πολιτικές μεγάλου βεληνεκούς.

Γι αυτό και κατά την γνώμη μου πάντα, όλα τα σχετικά «σχέδια επί χάρτου», που διαμορφώνονται με ευσυνειδησία από τους μεγάλους πολιτιστικούς Οργανισμούς στο πλαίσιο του Προγράμματος «Σταυροδρόμι των Πολιτισμών», ειδικά για να εξυπηρετήσουν και την εξωστρέφεια της Θεσσαλονίκης και να προσελκύσουν δημιουργούς και τουρίστες, ατύχησαν τουλάχιστον για την περίοδο αυτή. Ενδεχομένως θα έχουν καλύτερη τύχη του χρόνου, όταν ο στόχος θα στραφεί προς βορά , τις Βαλκανικές δηλαδή χώρες.

Από την άλλη και πιο ουσιαστική νομίζω πλευρά , η οικονομική κρίση έπληξε όπως ήταν αναμενόμενο καίρια την πολιτιστική ζωή της χώρας. Οι οικονομικοί περιορισμοί, που έχουν τεθεί στις δημόσιες δαπάνες οδήγησαν το ΥΠΠΟΤ σε περικοπές, που έφτασαν στα όρια της ακύρωσης και του αφανισμού οργανισμών, καλλιτεχνικών θεσμών, ασφυκτικών περιορισμών απολύσεων, χρεών.

Εάν δεν υπήρχε και το ΕΣΠΑ μέσω του οποίου δεκάδες πολιτιστικοί φορείς χρηματοδοτούνται τώρα για να καλύψουν τις κεντρικές ετήσιες εκδηλώσεις τους για την προσεχή πενταετία, η χώρα και ιδίως η πόλη θα έμοιαζε με έρημο.

Η Θεατρική Άνοιξη, άλλαξε και προσαρμόστηκε στη νέα πραγματικότητα, το Θεατρικό Μουσείο στην Αθήνα κλείνει, τα θεατρικά σχήματα διαλύονται, οι αίθουσες Τέχνης

συρρικνώνονται ή κλείνουν, το Κρατικό Ωδείο, απειλείται και πάλι με κλείσιμο.

Ούτε λόγος για τις πολιτιστικές δραστηριότητες και τους οργανισμούς πολιτισμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης.

Ταυτόχρονα όμως ζούμε ένα φαινόμενο , εντυπωσιακό και σχεδόν ιστορικής σημασίας, στον λεγόμενο χώρο του πολιτισμού.

Και αυτό το νέο δεν είναι παρά η έκφραση μιας δυναμικής παρουσίας της κοινωνίας των πολιτών, των ατόμων ,των μικρών ομάδων, έξω από τα θεσμοθετημένα κρατικά ή ιδιωτικά καλλιτεχνικά σχήματα της πόλης,

Θα μπορούσαμε να πούμε ότι πρόκειται για ένα φαινόμενο «προσαρμογής» κατ αρχήν, στις νέες πραγματικότητες, στα νέα δεδομένα της καθημερινότητας μας, στα νέα δεδομένα της χώρας.

Το κράτος χορηγός των πάντων, το κράτος που εξασφαλίζει δουλειές, μισθούς, επιδόματα και θέσεις, προβολή, ευκαιρίες και δυνατότητες, δεν υπάρχει πλέον και δεν θα υπάρχει και στο μέλλον.

Οι «ευτυχισμένες ημέρες» φαίνεται πως αποτελούν πλέον παρελθόν. Οι ημέρες, της υπερκατανάλωσης, των εύκολων δανείων, της δυνατότητας να ξοδεύουμε ως χώρα και ως πολίτες περισσότερα απ όσα παράγουμε και εισπράττουμε, έχουν τελειώσει με απότομο και οδυνηρό τρόπο.

Και τώρα γινόμαστε μάρτυρες κάποιων κινήσεων, πρωτοβουλιών, ιδεών που παίρνουν σάρκα και οστά χωρίς την υποστήριξη του κράτους, που εκτός των άλλων φέρνουν στο προσκήνιο νέα πρόσωπα, νέες ιδέες διαφορετικές προσεγγίσεις, φρέσκα και τολμηρά νέα άγνωστα μέχρι σήμερα πρόσωπα και πράγματα.

Αρκεί νομίζω να θυμηθούμε τις εκδηλώσεις που πρόσφατα οργάνωσαν η «Παράλλαξη» και ο Γιώργος Τούλας, τις γνωστές ως «Η Θεσσαλονίκη αλλιώς», που έδειξαν ένα διαφορετικό τρόπο προσέγγισης στα ζητήματα του πολιτισμού και θύμισαν κάτι από την Μπιενάλε των Νέων καλλιτεχνών της Μεσογείου, αλλά και τις πρωτοβουλίες του Δήμου Θεσσαλονίκης τόσο με αφορμή την διεκδίκηση της Ευρωπαϊκής Πρωτεύουσας Νέων, όσο και τις εκδηλώσεις που διοργανώνει ως συμμετοχή στην 8η Διεθνή Έκθεση Βιβλίου.

Και από την άλλη, εθελοντικά κινήματα ξεπροβάλλουν στις γειτονιές γύρω από μια ιδέα, ένα έργο, ομάδες νέων κυρίως ανθρώπων, που συναντιόνται χάρις στο διαδίκτυο, και συμπαρασύρουν κόσμο, που μέχρι σήμερα παρέμενε αδρανής και αμέτοχος ,για να ασχοληθούν με προβλήματα της πόλης, με την καθημερινότητας μας, με τον πολιτισμό της καθημερινής ζωής, ξεπροβάλουν γύρω γύρω και εντυπωσιάζουν με την καθαρότητα, την αφοσίωση , το πνεύμα συνεργασίας, αλληλεγγύης και προσφοράς, για να ασχοληθούν με τα ποτάμια, τις παιδικές χαρές, τους χείμαρρους και τα πάρκα της πόλης.

Και άλλα κινήματα , που κινούνται και ζωντανεύουν ξεχασμένες περιοχές της πόλη, ξεχασμένους εμπορικούς δρόμους σε παρακμή, πλατείες που απελευθερώνονται , παιδικές χαρές που ξαναζωντανεύουν.

Δεν υπάρχει αμφιβολία πως κάτι νέο και ελπιδοφόρο γεννιέται και κερδίζει την εμπιστοσύνη και την συμμετοχή των νέων, σε μια εποχή που η γενικότερη κρίση πολιτικής ιδεολογιών και αξιών, οδήγησαν τους νέους ανθρώπους αν όχι στην άρνηση, οπωσδήποτε στην ιδιωτεία.

Δεν ξέρω τι ακριβώς γίνεται στην Αθήνα και φυσικά στην χώρα.

Παρακολουθώ όμως τι γίνεται στην Θεσσαλονίκη

Και δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι τα κινήματα αυτά είχαν ήδη ξεκινήσει μέσα στο κλίμα της προεκλογικής περιόδου, ως συμμετοχή στην προσδοκία του «επερχόμενου γεγονότος»και τώρα πολλαπλασιάζονται καθώς ένα διαφορετικό περιβάλλον «ευφορίας» και προκλήσεων, φαίνεται πως για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες διαμορφώνεται στην πόλη.

Το ερώτημα είναι εάν θα καταφέρουν να επηρεάσουν τα πράγματα ευρύτερα στην πόλη, αν θα καταφέρουν να αλλάξουν αντιλήψεις και γούστα και κυρίως αν η δραστηριότητά τους, οι ιδέες τους οι διαφορετικές αντιλήψεις τους διεισδύσουν στα κάστρα των μεγάλων κρατικών πολιτιστικών οργανισμών.

Όχι μόνο για να ενταχθούν εκεί κάποιες από τις δραστηριότητες τους, που θα διατρέχουν τον κίνδυνο μιας «ενσωμάτωσης», αλλά να διαπεράσει η λογική τους την οργάνωση και την λειτουργία των φορέων αυτών.

Γιατί ενώ είναι βέβαιο ότι πλήττονται πλήττονται από την κρίση , είναι άγνωστο αν και σε ποιο βαθμό προσαρμόζονται στα νέα δεδομένα που προκαλεί αυτή, και κυρίως αν έχουν κατανοήσει το βάθος του χρονικού ορίζοντα που διαμορφώνεται για την μελλοντική τους πορεία.

Είδαμε βέβαια κάποιες σχετικές κινήσεις, όπως η ημιτελής και εσωστρεφής συνεργασία των πέντε Μουσείων, ή η πρόσκληση προς νέους δημιουργούς να συμμετάσχουν στην «νέα εικόνα» που επιδιώκουν να προσδώσουν στους οργανισμούς κάποιοι διευθυντές, όπως εκείνη του ΚΘΒΕ με τους κομίστες και τους ποικίλους δημιουργούς των γκράφιτις, τις μικρές παραστάσεις στα καφέ κλπ

Όλα αυτά και ίσως πολλά άλλα που αγνοώ, δεν αρκούν βέβαια για να διαμορφώσουν την νέα πραγματικότητα που οι καιροί επιβάλλουν

Διοικητικά και διευθυντικά στελέχη και συνδικαλιστές έχουν μείνει προσκολλημένοι στην μέχρι πρότινος «διεκδικητική» λογική, στις πιέσεις, στις «μαύρες σημαίες», αδυνατώντας να αντιληφθούν τις δραματικές εξελίξεις στην χώρα και τους κινδύνους που την απειλούν συνεχώς.

Αυτό που η πραγματικότητα επιβάλει όμως είναι μια ριζική αλλαγή στην οργάνωση, στην λειτουργία, στις προτεραιότητες, στις επιλογές των δράσεων, στην ευρηματικότητα, στην συνεργασία ,πιο προωθημένη ασφαλώς και πιο διευρυμένη από αυτήν των «πέντε».

Γιατί σε καιρούς όπως οι σημερινοί, εκείνο που έχει σημασία, είναι να καταφέρουν να διασχίσουν την έρημο και να παραμείνουν ζωντανοί, εν αναμονή καλύτερων ημερών.

Και στο μεταξύ να αλλάξει η νοοτροπία ανθρώπων και θεσμών, να βρεθούν όλοι, ή όσοι θα παραμείνουν μέχρι το τέλος ,έτοιμοι και ώριμοι να ξεκινήσουν μια νέα πορεία, προσαρμοσμένη στις νέες πραγματικότητες και στις νέες δυνατότητες, ίσως και στις νέες αντιλήψεις και τα ενδιαφέροντα του κοινού.

Πιθανόν όλα αυτά να ακούγονται κάπως παράδοξα, ή και υπερβολικά.

Και ίσως ενοχλητικά, γιατί ενδεχομένως «αποδέχονται» μια πραγματικότητα, χωρίς «αντίσταση και αγώνα».

Πιστεύω απλώς πως αυτή είναι όχι απλώς μια ρεαλιστική ματιά στο αύριο, αλλά και μια νηφάλια προσέγγιση με αξιακά χαρακτηριστικά.

Όταν ο μέσος Έλληνας προσαρμόζει την ζωή του , συχνά με τρόπο οδυνηρό, στα νέα οικονομικά δεδομένα του σπιτιού του και του μέλλοντός του, ποια λογική μπορεί να δικαιολογήσει ότι δημόσιοι οργανισμοί και φορείς έστω του πολιτισμού, μπορούν να συνεχίσουν την ανορθολογική τους οργάνωση και διαχείριση, τις προσλήψεις, τις υπερβάσεις των δαπανών, που έχουν καταχρεώσει σχεδόν το σύνολό τους, τις «πολυτελείς» υπερπαραγωγές;

Δεν έχω την παραμικρή αμφιβολία ότι αργά ή γρήγορα θα δούμε δείγματα αυτών των «εσωτερικών» αλλαγών, προσαρμογές, έστω αναγκαστικές στα νέα δεδομένα.

Πόσο επιτυχείς, ευρηματικές, ανανεωτικές θα είναι, θα εξαρτηθεί ασφαλώς από την ωριμότητα , τον ρεαλισμό και την σοφία, διευθυνόντων και εργαζομένων.

Δεν έχουν παρά να παρακολουθήσουν με νηφαλιότητα τις διεργασίες , που συντελούνται στην κοινωνία των πολιτών και την νέα κινητικότητα στον κόσμο των νέων και του εθελοντισμού.

Υ.Γ.

Παρακολούθησα συμπτωματικά την σημερινή «επίδειξη ισχύος» των εκατοντάδων ποδηλατιστών της πόλης, που διεκδικούν το δικαίωμα της «νόμιμης» κίνησής τους στους δρόμους της πόλης, και καθιστούν καθημερινή πραγματικότητα τον νέο τρόπο μετακίνησης, που είναι ταυτόχρονα και νέος τρόπος ζωής.



Σχόλια