Ο ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ ΣΤΗΝ ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗ

Στα χρόνια της Κρίσης και των Μνημονίων.

Αβεβαιότητες, Αδιέξοδα και Νέες Πραγματικότητες.

Ένα τελευταίο σχόλιο μου απομένει να κάνω για την πολιτική ελίτ, επικεντρωμένο στα πρόσωπα των προέδρων των δύο κομμάτων «εξουσίας», κλείνοντας αυτόν τον κύκλο των «Σημειωμάτων», που μονοπώλησε όλη αυτήν μακρά δραματική περίοδο.

Θα το κάνω όμως αμέσως μετά από ένα σχόλιο που από καιρό ήθελα να καταγράψω, αλλά η η πραγματικότητα πίεζε αφόρητα.

Το σχόλιο μου έχει να κάνει με την πολιτιστική και καλλιτεχνική ζωή στην πόλη και πήρε επιτακτική προτεραιότητα μετά την δραματική ανακοίνωση της Πειραματικής Σκηνής της Τέχνης περί αναστολής της λειτουργίας της.

Κορυφαία έκφραση των επιπτώσεων που είχε μέχρι τώρα η οικονομική κρίση στην πιο ευαίσθητη πτυχή της κοινωνικής ζωής της χώρας και ιδιαίτερα της Θεσσαλονίκης, αυτής δηλαδή του πολιτισμού.

Συνηθίζουμε να επιμένουμε τουλάχιστον εδώ στην Ελλάδα σε δύο αντιφατικές διαπιστώσεις.

Η μία πως ο πολιτισμός , η τέχνη, είναι το πιο ουσιαστικό καταφύγιο σε στιγμές κρίσης, και συχνά το πιο «παραγωγικό» ,καθώς η ευαισθησία των ανθρώπων που τον υπηρετούν, είτε ως δημιουργοί, είτε ως «διευθύνοντα» ή και «επαγγελματικά» στελέχη, δέχονται τα μηνύματα της κοινωνίας και ανταποκρίνονται σ αυτά με το τρόπο που ο καθένας αντιλαμβάνεται την γύρω πραγματικότητα, ή πιστεύει ότι μπορεί να αναδείξει, ή να συμβάλλει στην κατανόηση κρίσιμων πλευρών της σκληρής ανατροπής που επιβάλλει στην καθημερινότητα των ανθρώπων.

Και από την άλλη αποδεχόμαστε ως αυτονόητο, τουλάχιστον στην χώρα αυτή, ότι το πρώτο θύμα της οποιασδήποτε οικονομικής κρίσης ή πολιτικής λιτότητας, είναι ο πολιτισμός.

Δεν πρόκειται να σταθώ στην ανάλυση των δύο αυτών «αρχών».

Αλλά στην ίδια την πραγματικότητα των ημερών στην πολιτιστική ζωή της πόλης.

Τι μπορεί λοιπόν να παρατηρήσει κανείς από μια πρώτη προσέγγιση;

Οι κρατικοί φορείς πολιτισμού και ιδιαίτερα οι αρχαιολογικές υπηρεσίες και τα μεγάλα Μουσεία, πιέστηκαν τόσο από τις περικοπές, όσο και από την πολιτική λιτότητας και τον περίφημο «περιορισμό του κράτους», σε βαθμό όμως που δεν αποδιαρθρώνονται, ούτε διακόπτουν την λειτουργία τους.

Έδειξαν προσαρμοστικότητα, είχαν άλλωστε και το πρώτο ενδιαφέρον του υπουργείου Πολιτισμού, είχαν την σταθερή μέσω του προϋπολογισμού του κράτους επιχορήγηση, μειωμένη αλλά υπαρκτή και έγκαιρα καταβαλλόμενη . Είχαν με λίγα λόγια την δυνατότητα, τα περιθώρια μάλλον, να επανασχεδιάσουν την τακτική και την λειτουργία τους.

Θα μπορούσε μάλιστα κανείς να ισχυριστεί πως η χειρότερη των συνεπειών της πολιτικής αυτής δεν ήταν ο περιορισμός των κονδυλίων, αλλά ο εξαναγκασμός σε αποχώρηση, ή πρόωρη σύνταξη εξαιρετικών, έμπειρων και με λαμπρό έργο στελεχών τους.

Στις επιπτώσεις των μειώσεων των επιχορηγήσεων ιδιαίτερα σημαντική στάθηκε η συμβολή των Ευρωπαϊκών προγραμμάτων που επέτρεψε την υλοποίηση των μεγάλων σχεδίων και προγραμμάτων τους, ακόμη και εκείνων με διεθνή διάσταση και άρα απήχηση.

Αυτά τι ίδια Ευρωπαϊκά κονδύλια κράτησαν στην ζωή και τις μεγάλες καλλιτεχνικές και πολιτιστικές δράσεις της πόλης με θεσμικό χαρακτήρα, όπως το Φεστιβάλ Κινηματογράφου, την Μπιενάλε Σύγχρονης Τέχνης, την Διεθνή Έκθεση Βιβλίου, την Photobienale, το Φεστιβάλ της Μονής Λαζαριστών,, το «Πεδίο Δράσης Κοδρα» κ. ά.

Στα προγράμματα αυτά πρέπει να προστεθούν και εκείνα του Υπουργείου Πολιτισμού και Τουρισμού για την ενίσχυση των δράσεων «Θεσσαλονίκη-Σταυροδρόμιι Πολιτισμών» και η 15η Μπιενάλε Νέων καλλιτεχνών της Μεσογείου και οι ενισχύσεις του ΟΠΑΠ .

Με τους τρόπους αυτούς ξεπεράστηκαν προβλήματα επιβίωσης φορέων και κυρίως των μεγάλων καλλιτεχνικών και πολιτιστικών θεσμών της πόλης, ή τουλάχιστον δεν αλλοίωσαν κατά τρόπο οδυνηρό τον προγραμματισμό τους.

Και έτσι η πόλη είχε να επιδείξει θεσμικές εκδηλώσεις υψηλής ποιότητας, εξασφαλίζοντας την συνέχεια τουλάχιστον στον χώρο αυτόν.

Και αυτό νομίζω πως είναι το κυρίαρχο αιτούμενο των ημερών.

Να διασωθούν οι θεσμοί και να συνεχίσουν οι άνθρωποι που τους υπηρετούν να υπάρχουν.

Ακόμη και όταν αναγκαστικά περιορίζονται ποσοτικά και χρονικά.

Παράλληλα και ίσως εξ αιτίας της κρίσης, ένα άλλο φαινόμενο έχει πάρει διαστάσεις και εμπεριέχει τον σπόρο της ανανέωσης και πολλές ελπίδες για το αύριο.

Πρόκειται για την κινητικότητα των νεανικών ομάδων, ή των δράσεων όπως εκείνη του Γ.Τούλα, η «Θεσσαλονίκη αλλιώς», οι αντίστοιχες πρωτοβουλίες πολλές , κυρίως νεανικές του Δήμου Θεσσαλονίκης, η νέα προσέγγιση στον θεσμό των ΔΗΜΗΤΡΙΩΝ με τα θετικά και αρνητικά σημεία του, αλλά πάντως σε μια πορεία ανανέωσης και ξεπεράσματος μιας λογικής ισορροπιών και κατανομών.

Ο εθελοντισμός που εμφανίστηκε δυναμικά στην πόλη, ως μαζική έκφραση εμπνεόμενη από την παρουσία του Γιάννη Μπουτάρη στο Δημαρχείο της Θεσσαλονίκης, ενός αυθεντικού, ανατρεπτικού και αντισυμβατικού Δημάρχου, εκτός από την κοινωνική του διάσταση έχει και πολιτιστική, και διαμορφώνει ένα κλίμα , ένα περιβάλλον, μια κινητικότητα , που γεννούν πολλές ελπίδες ανανέωσης της πολιτιστικής ζωής της πόλης.

Οι παρέες, που αποφάσισαν να ασχοληθούν με το θέατρο, ή την μουσική, την τέχνη γενικότερα, οι κινήσεις αλληλεγγύης, οι οργανώσεις στις γειτονιές, αυθεντικές, ανεπηρέαστες από πολιτικές και προσωπικές επιδιώξεις, σηματοδοτούν μια κοινωνία σε κίνηση, σε αναζήτηση, σε μια διαφορετική συμβίωση.

Δημιουργούν γύρω τους ένα νέο κοινό, που τους ακολουθεί, τους παρακολουθεί και διαμορφώνει τους όρους υποστήριξης και συνέχειας.

Όλα αυτά ασφαλώς και θα ανθίσουν, θα πολλαπλασιαστούν και θα αναδείξουν την επιρροή που θα ασκήσουν στην μελλοντική εξέλιξη των πολιτιστικών πραγμάτων στην πόλη, το 2014, όταν η Θεσσαλονίκη θα είναι Ευρωπαϊκή Πρωτεύουσα Νέων.

Όχι πως έλειψαν οι αστοχίες, οι ελλείψεις, οι εμμονές, οι ιδεοληψίες, συχνά επικίνδυνες, οι λανθασμένες επιλογές προσώπων και χώρων, ενώ αντίθετα παρουσιάστηκαν και κάτω από τις νέες συνθήκες τα παλαιά προβλήματα που ταλαιπώρησαν την πόλη και τον πολιτισμό.

Αλλά δεν κυριάρχησαν αυτά.

Τα βήματα , συχνά τολμηρά, με μια νεανική φρεσκάδα, αναδεικνύουν την ορμητική είσοδο στο προσκήνιο νέων δυνάμεων και αντιλήψεων καλλιτεχνικής έκφρασης, από τα οποία δεν λείπουν φυσικά και ψευδεπίγραφες νεωτερικότητες, προσωπικές φιλοδοξίες και εμμονές, υπερβολές στην αναζήτηση και έκφραση του σύγχρονου, ή του μοντέρνου.

Το βέβαιο πάντως είναι πως μια νέα πραγματικότητα διαμορφώνεται , η οποία θα αναδείξει τα νέα δεδομένα στο πολιτιστικό πεδίο της πόλης.

Διαμορφώθηκε και μια νέα αφανής στο κοινό, κατάσταση γύρω από τις τιμές και τις αμοιβές της «αγοράς « του πολιτισμού, εξισορροπώντας και επιβάλλοντας νέα ρεαλιστικά και αντικειμενικά όρια.

Αλλά η κρίση , είχε και τις αναμενόμενες συνέπειες και τα θύματα της.

Φορείς, οργανισμοί, θεσμοί καταξιωμένοι με μακρά και δημιουργική παρουσία στην πόλη, οδηγήθηκαν στο αδιέξοδο, στην μιζέρια της καθημερινής επιβίωσης, στον περιορισμό των δράσεων, στην αναγκαστική προσαρμογή, μέσα στα νέα στενά περιθώρια που διαμορφώθηκαν.

‘Όσοι αναζήτησαν προστασία στο τελευταίο καταφύγιο, αυτό του Δήμου, συνάντησαν κατανόηση, αλλά αντικειμενική αδυναμία υποκατάστασης του παλαιού ρόλου του κράτους.

Εν τούτοις ο Δήμος παραμένει η τελευταία ελπίδα για την εξασφάλιση της επιβίωσης , και της διάσωσης των θεσμών, που έχουν ταυτιστεί με το πολιτιστικό και καλλιτεχνικό πρόσωπο και την ιστορία της Θεσσαλονίκης.

Με συνδυασμούς δράσεων, την συνεργασία, την διάθεση των μέσων που έχει στην διάθεση του, είτε ως υποδομές, είτε ως επικοινωνιακή υποστήριξη.

Όλοι αντιλαμβάνονται ότι μέσα στην πρωτοφανή αυτήν φουρτούνα, η κυρίαρχη πολιτική που πρέπει να διαμορφωθεί έχει δύο ρεαλιστικούς στόχους. Την αναγκαία και ευφυή προσαρμογή και την επιβίωση.

Στους δύο αυτούς στόχους, νομίζω ότι πρέπει να επικεντρωθεί η προσοχή και η πολιτική του Δήμου.

Η πόλη πρέπει πάσει θυσία να διαφυλάξει το «πολιτιστικό κεκτημένο» της, είτε αυτό αφορά σε υποδομές, είτε σε θεσμούς είτε σε πρόσωπα.

Να περιορίσει στο ελάχιστο τις «απώλειες» μιας οδυνηρής επιδρομής, μιας αδιανόητης ανατροπής .

Αυτό προϋποθέτει βέβαια σχέδιο, στρατηγική, πόρους, συνέργεια, προσαρμοστικότητα, αλληλεγγύη, και αυτά μπορεί μόνο ο Δήμος να τα εξασφαλίσει.

Η Εκατονταετία πλησιάζει ολοταχώς και το οποιοδήποτε Πρόγραμμα εκδηλώσεων, ή άλλων πρωτοβουλιών, δεν πρόκειται φυσικά να αποτελέσει εξαίρεση στον κανόνα της άμετρης κριτικής, που συνόδευσε μέχρι σήμερα όλες σχεδόν τις επετειακές εκδηλώσεις της πόλης.

Από το σχέδιο που γνωστοποιήθηκε, ως πλαίσιο και κατευθύνσεις και ως δύο τρία μεγάλα κυρίως συνέδρια, λείπει αυτή η διάσταση.

Απουσιάζει η αγωνία για το σήμερα και το αύριο του Πολιτισμού στην πόλη, μια ανοικτή τολμηρή αλλά ταυτόχρονα παραγωγική συζήτηση, με σαφείς στόχους και κατευθύνσεις.

Μια συζήτηση επείγουσα και απόλυτα αναγκαία, όχι μόνο γιατί μας προέκυψε η κρίση, αλλά και γιατί είναι η ώρα να αναλογιστεί η πόλη την διαδρομή αυτών των 100 χρόνων, να δει με τόλμη και όσο καθαρά γίνεται την σημερινή πραγματικότητα της και να διαμορφώσει ένα σχέδιο για το αύριο, με προτεραιότητες, με κατευθύνσεις, με πολιτικές που να εκφράζουν την εποχή, το παρόν και το μέλλον της πόλης.

Σχόλια