ΜΕ  ΤΟ  ΒΛΕΜΜΑ  ΣΤΡΑΜΜΕΝΟ  ΣΤΗΝ  «ΘΟΥΛΗ»  ΤΗΣ  7Ης  ΜΑΪΟΥ .  

Το περιβάλλον μέσα στο οποίο διενεργούνται οι εκλογές της 6ης Μαΐου, εσωτερικό και διεθνές, είναι γνωστό.
 Το εθνικό περιβάλλον είναι θολό, απροσδιόριστο , ανεξέλεγκτο και πρωτοφανές, όχι τόσο για τις  τάσεις του εκλογικού σώματος,  όσο για το ότι αυτές εκδηλώνονται σε μια εποχή χωρίς προηγούμενο, σε περιβάλλον βαθιάς οικονομικής πολιτικής και κοινωνικής κρίσης, που δεν θα έπρεπε να αφήνουν ανεπηρέαστο τον πολίτη, πολύ περισσότερο που από το αποτέλεσμα τους κρίνεται η τύχη του τόπου για τα προσεχή 20 χρόνια τουλάχιστον.
Η δύσκολη κατάσταση στην οποία βρίσκεται η χώρα, αντανακλά με τρόπο ισχυρό και εκρηκτικό,  όλα όσα συμβαίνουν στην Ευρώπη, με την οποία έχει πλέον συνδεθεί με ισχυρούς δεσμούς η τύχη και το μέλλον της .
Η κρίση χρέους, αντί να υποχωρεί, ή να ελέγχεται , χειροτερεύει και επεκτείνεται και το χειρότερο, συνδυάζεται με εμφάνιση ή το βάθεμα της ύφεσης, μείγμα εκρηκτικό και επικίνδυνο.
Οι αγορές εμφανίζονται και πάλι στο προσκήνιο, διεκδικώντας τον ρόλο της διαμόρφωσης της  πολιτικής των κρατών, απειλώντας με υποβάθμιση τις μεγάλες χώρες, ακόμη και την Ολλανδία…
 Τον ρόλο αυτόν τον  ζήσαμε και το ζούμε άλλωστε στην Ελλάδα, στην πιο ακραία έκφραση του
Η κρίση πλήττει τώρα και τις χώρες «πρότυπα» τις χώρες των τριών ΑΑΑ, κυρίως όμως οδηγεί τις χώρες του Νότου την Ισπανία την Ιταλία και την Πορτογαλία στον Μηχανισμό διάσωσης, ουσιαστικά όπως συνέβη και στην Ελλάδα, στην χρεωκοπία.
Μπορεί η Ε.Ε. να αντέξει το βάρος τόσων ανατροπών και επιβαρύνσεων;
Η αυστηρή νομισματική πολιτική και η λιτότητα, που έχουν επιβληθεί κάτω από την επιμονή και τον εκβιασμό της Γερμανίας, διαλύουν σταδιακά την κοινωνική συνοχή στην Ευρώπη, στρέφουν τους λαούς εναντίον της, θέτουν σε κίνδυνο ακόμη και τις δημοκρατικές κατακτήσεις και το δημοκρατικό στάτους στην Ευρώπη, καθώς ως φυσικό επακόλουθο, οι ακροδεξιές δυνάμεις ενισχύονται σε βαθμό, που να επηρεάζουν την πολιτική των κυβερνήσεων σε πολλές από τις οποίες μετέχουν. Η Ευρώπη κινείται όχι απλώς προς τα δεξιά, αλλά κάποτε και προς φασίζουσες αντιλήψεις, που επιδιώκουν να εξελιχθούν σε επίσημη πολιτική των κρατών.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό, την εξέλιξη του οποίου δεν μπορεί πλέον κανείς να προσδιορίσει με σιγουριά, διεξάγονται οι εκλογές στην Ελλάδα, κάτω από την άφρονη πίεση, και μικροκομματική προσδοκία της Ν.Δ.
Στοιχειώδης πολιτική ανάλυση των δεδομένων, των πραγματικών και των εξελισσόμενων, μετά το κούρεμα και την νέα δανειακή σύμβαση, θα επέβαλαν την απρόσκοπτη συνέχιση του έργου της κυβέρνησης Παπαδήμου, τουλάχιστον μέχρι τα μέσα του 2013, ώστε να ολοκληρωθούν τόσο τα προβλεπόμενα από τις σχετικές δεσμεύσεις μέτρα, κυρίως όμως να προχωρήσουν επιτέλους οι θεσμικές αλλαγές και να τεθεί σε κίνηση ο μηχανισμός ανάπτυξης, που απαιτεί ως γνωστόν χρόνο και σαφή πολιτική βούληση και ευρεία στήριξη.
Η Ν. Δ. φοβούμενη ότι τα μέτρα για το 2013 και 2014, που πρέπει να ληφθούν μέσα στο 2012 και μάλιστα μέσα στον Ιούνιο, θα την έθεταν οριστικά στο κάδρο των «μνημονιακών δυνάμεων», πίεσε με εκβιαστικό μάλιστα τρόπο, καθώς αδρανοποίησε το έργο της κυβέρνησης συνεργασίας για εκλογές «το ταχύτερο δυνατόν». Τώρα εισπράττει τις συνέπειες, αλλά αυτό ελάχιστα ενδιαφέρει την χώρα και το αύριο των νέων ανθρώπων.
Η 7η Μαΐου θα ξημερώσει μέσα στην αβεβαιότητα αν όχι στο χάος.
Το μοναδικό δίλημμα που κυριάρχησε σ αυτές τις εκλογές, με ευθύνη και των δύο «κομμάτων εξουσίας», ήταν το ναι ή όχι στο Μνημόνιο.
Και το κυρίαρχο αίσθημα στην κοινωνία ,παραμένει αυτό της οργής και της απόφασης να τιμωρηθούν οι υπεύθυνοι, που συνέργησαν ώστε να φτάσει η χώρα στην σημερινή της κατάσταση.
Τίποτε δεν δείχνει ότι έστω και τις τελευταίες ημέρες θα κυριαρχήσει ως κριτήριο ψήφου, η ανάγκη, η κατεπείγουσα ανάγκη, να έχει η χώρα την 7η Μαΐου μια ισχυρή σε ποσοστά και βουλευτές κυβέρνηση.
Γι αυτό και το θέμα των ημερών στα πάνελ των τηλεοράσεων , μετά και την αναθεωρημένη τακτική του ΠΑΣΟΚ, είναι η διαμόρφωση των όρων για μια κυβέρνηση συνεργασίας, αφού το πολιτικά ανόητο όνειρο της Ν.Δ. για αυτοδυναμία, παραμένει απατηλό.
Οποιαδήποτε κυβέρνηση συνεργασία όμως ,μεταξύ Ν.Δ. και ΠΑΣΟΚ, ανεξάρτητα από την δύναμη των δύο κομμάτων, έχει εκ των προτέρων χάσει την όποια αξιοπιστία και άρα αποτελεσματικότητα της.  Οι καταγγελίες του Αντ. Σαμαρά εναντίον του ΠΑΣΟΚ, η δαιμονοποίηση κυριολεκτικά του κινήματος, στην προσπάθεια του να διαμορφώσει αίσθηση αδιεξόδου και άρα ανάγκης αυτοδύναμης κυβέρνησης, υπονόμευσαν κατά την γνώμη μου, την οποιαδήποτε δυνατότητα για συνεργασία, που δεν μπορεί φυσικά να παραπεμφθεί στο μέλλον, σε μεγάλη απόσταση από τις εκλογές, ώστε να αμβλυνθούν οι εντυπώσεις.
Προκύπτει όμως και ένα σοβαρότερο  θέμα αρχών, ιδεολογίας και πολιτικής,.
Πάνω σε ποια βάση μπορεί να στηριχθεί μια συνεργασία με την Ν.Δ. όταν το κόμμα αυτό κινείται όλο και δεξιότερα σε μια προσπάθεια να ανακόψει την διαρροή των ψηφοφόρων της προς τα δύο κόμματα που προέκυψαν στα δεξιά της;
Πώς μπορεί να συμβιβαστούν οι πολιτικές τους σε ουσιώδη θέματα δημοκρατίας, ανθρωπίνων  δικαιωμάτων, όταν η Ν.Δ. υιοθετεί όλο και αυταρχικότερες θέσεις;
Κάτω από ποια σκοπιμότητα, ή ακόμη και εθνικό στόχο, μπορεί ένα κόμμα όπως το ΠΑΣΟΚ, με την γνωστή ιστορία του, τις διακηρυγμένες αρχές του, την ιδεολογία του, να συνεργαστεί με την σημερινή Ν.Δ.;
Κυρίως όμως , ποια αξιοπιστία μπορεί να έχει αυτή η συνεργασία, κατ αρχήν στους οπαδούς των κομμάτων αυτών και δευτερευόντως στην υπόλοιπη ελληνική κοινωνία;
Και η εμπιστοσύνη, που ουσιαστικά έχει εκλείψει στο πολιτικό σύστημα μπορεί να επανέλθει μέσα από αυτού του είδους τις οβιδιακές μεταμορφώσεις, που περισσότερο θα εκληφθούν ως υποταγή σε κελεύσματα των αγορών και των κυρίαρχων ευρωπαϊκών κρατών και του ΔΝΤ;
Αν η προσέγγιση αυτή έχει κάποια βάση, λογική και πολιτική, τότε οι απομένουσες λύσεις είναι μια αυτοδύναμη κυβέρνηση της Ν.Δ. πρακτικά ανέφικτη και πάντως εντελώς ανίσχυρη, ή μια στήριξη από το ΠΑΣΟΚ ή και άλλα κόμματα, εκτός όμως κυβερνήσεως, με κεντρικό στόχο την ολοκλήρωση του προγράμματος των μεταρρυθμίσεων  την τήρηση των όρων της δανειακής σύμβασης, την ανακεφαλαιοποίηση των Τραπεζών, τα θέματα της Ανάπτυξης, το νέο Φορολογικό σύστημα, για να αναφερθώ στις σημαντικότερες εκκρεμότητες.
Αν αυτό φαίνεται εκ πρώτης όψεως κάτι το ανώριμο, ή ανέφικτο, θα πρέπει να υπενθυμίσω ότι το ΠΑΣΟΚ, φτάνει στην 7η Μαΐου, κουρασμένο, καταπτοημένο από την διετή διακυβέρνηση και τις συνέπειες της, με ένα νέο πρόεδρο, που ρίχνεται στην μάχη με το σύνολο του πολιτικού του προσωπικού, χωρίς να έχει τον χρόνο να  επανασχεδιάσει τον χαρακτήρα του κόμματος, την ιδεολογία του την πολιτική του , την στελέχωση του.
Θα ήταν δραματικό λάθος να διαφεύγει της προσοχής του, ότι το κόμμα αυτό και το ηγετικό προσωπικό του, «έχουν γεράσει» μέσα στην διαχείριση της εξουσίας, και χρειάζονται επειγόντως τον ζωογόνο αέρα μιας «αντιπολιτευτικής ανάπαυλας».
Αν λοιπόν μπει σε μια κυβέρνηση ως ελάσσων εταίρος, όπως τουλάχιστον δείχνουν μέχρι στιγμής οι μετρήσεις των τάσεων της κοινής γνώμης, θα χάσει και τα τελευταία υπολείμματα εμπιστοσύνης, ή ανοχής του κόσμου που το στηρίζει, μια και αναγκαστικά θα κινηθεί κυρίως στην κατεύθυνση αυτού που ονομάζουμε Μνημονιακή.
Αντίθετα χρειάζεται χρόνο να συζητήσει και να επανασχεδιάσει την φυσιογνωμία, τον ρόλο του στην νέα πραγματικότητα πολιτική και κοινωνική, την ιδεολογία και την πολιτική του, με νηφαλιότητα και σε απόσταση από την προηγηθείσα πολιτική του.
 Γνωρίζουμε άλλωστε  από την ευρωπαϊκή σχετική πρακτική ότι οι μικροί εταίροι μιας κυβέρνησης συνεργασίας, τουλάχιστον σε εποχές όπως αυτή που διανύουμε,  πληρώνουν βαρύτερο τίμημα από την αναγκαστικά αντιλαϊκή πολιτική που καλούνται να εφαρμόσουν.
Κάτω λοιπόν από αυτές τις συνθήκες πιστεύω πως το λάθος συμμετοχής του ΠΑΣΟΚ σε μια κυβέρνηση με αυτά τα δεδομένα, μπορεί να θέσει σε κίνδυνο ακόμη και την παρουσία του στην πολιτική σκηνή του τόπου.
Στους στρατηγικούς όμως  σχεδιασμούς  που διαμορφώνονται στην Ιπποκράτους, πρέπει να ενσωματωθούν και οι ανατροπές στον Ευρωπαϊκό πολιτικό ορίζοντα και οι αντιλήψεις που εμφανίζονται τώρα μαζικά σε όλα τα επίπεδα.
Και φυσικά οι αλλαγές και προσαρμογές, που αναμένονται καθώς η κρίση χρέους φαίνεται να αναζωπυρώνεται και να  αναζητούνται επιτακτικά νέες προσεγγίσεις στην αντιμετώπιση της.
Αναφέρομαι  φυσικά  στην πολιτική κρίση που ξέσπασε στην Ολλανδία, τις συνέπειες της οποίας δεν μπορούμε ακόμη να αξιολογήσουμε πλήρως , στην διπλή υποβάθμιση της Ισπανίας, που θα έχει δυστυχώς συνέχεια, καθώς η μαύρη τρύπα του τραπεζικού συστήματος έχει απροσδιόριστο ακόμη βάθος και έκταση και κυρίως στις επίμονες αναφορές του Φρανσουά Ολάντ, για  την αναγκαία συμπλήρωση του Συμφώνου  Σταθερότητας με αναπτυξιακή πτυχή, αλλά και στα δημοσιεύματα του ευρωπαϊκού τύπου .
Με διαφορετικές εκφράσεις και περίπλοκες διατυπώσεις, η ανάγκη ενσωμάτωσης της ανάπτυξης στην εφαρμοζόμενη ευρωπαϊκή πολιτική, εκφράζεται όλο και εντονότερα σχεδόν σε όλο το φάσμα της πολιτικής , αλλά και στα θεσμικά όργανα των Βρυξελλών.
Οι Financial  Times στο πρόσφατο πολύ ενδιαφέρον, αλλά και αποκαλυπτικό άρθρο τους κάνουν λόγο για «δημοσιονομικό φονταμελισμό», καταγγέλλουν  την μονόπλευρη λιτότητα και καταλήγουν  σε μια προειδοποίηση προς τους πολιτικούς , που καλά θα κάνουν όλοι να την λάβουν πολύ σοβαρά υπόψη, μια και την βλέπουμε να πραγματοποιείται ήδη.
« Η χρεωκοπία της ιδέας της καθολικής λιτότητας , είναι και πολιτική και οικονομική.
Όσο περισσότερο φανερή γίνεται η αποτυχία της πολιτικής που προωθεί η ευρωζώνη, τόσο περισσότερες θα είναι οι απώλειες της αξιοπιστίας των πολιτικών- που ακόμη εμφανίζονται πολύ νομιμόφρονες στις απαιτήσεις της Γερμανίας για μείωση των ελλειμμάτων- έναντι των ψηφοφόρων τους.
Αν οι πολικοί ηγέτες εξακολουθήσουν να αγνοούν την κοινή λογική, θα αφήσουν το πεδίο ανοικτό για τύπους σαν τον κ. Βίλντερς» .
( Αναφέρεται στον αρχηγό του ακροδεξιού κόμματος της Ολλανδίας που έριξε την κυβέρνηση και προκάλεσε τριγμούς στο οικοδόμημα που έστησε η Γερμανία.
Ίσως και γι αυτό ο Β. Βενιζέλος αποφάσισε να κάνει ανοικτή συγκέντρωση στην πλατεία Συντάγματος, για να σηματοδοτήσει τους κινδύνους που περικλείει για την Δημοκρατία και τους θεσμούς, η είσοδος στην Βουλή, εθνικιστικών και  φασιστικών δυνάμεων.

Υ.Γ.1
Η κινητικότητα  που αναπτύσσεται γύρω από το θέμα  της ανάπτυξης, έχει πάρει εντυπωσιακές διαστάσεις τις τελευταίες ημέρες στην Ευρώπη.
Είτε εμπνεόμενοι από τις θέσεις της Γαλλίας, είτε προσπαθώντας να προλάβουν διεύρυνση και επέκταση τους, είτε γιατί πιστεύουν σ αυτό, πολιτικοί ηγέτες , , ο Ραχόϊ, ο Μάριο Μόντι, ο Ζ. Μ. Μπαρόζο, ο Ζ. Κ. Γιούνγκερ, αναφέρονται στην ανάγκη ανάπτυξης, και ο Πρόεδρος του Συμβουλίου Χέρμαν βαν Ρομπάϊ, διαρρέει ότι εξετάζει το ενδεχόμενο σύγκλισης άτυπης Συνόδου Κορυφής για την συζήτηση αναπτυξιακών πολιτικών, εν όψει της τακτικής Συνόδου Κορυφής στα τέλη του Ιουνίου.
Η Γερμανία φυσικά , όπως πάντα  «παίζει άμυνα» και πάλι, υπερασπιζόμενη το «Δημοσιονομικό Σύμφωνο», αλλά όλοι γνωρίζουν ότι επέρχεται ένας συμβιβασμός κατά την ευρωπαϊκή παράδοση, που ενδιαφέρει ιδιαίτερα την Ελλάδα, σε συνδυασμό με την ιδέα επέκτασης του χρόνου εντός του οποίου προσδιορίζεται η λήψη μέτρων και η αντίστοιχη προσαρμογή.
Τι σηματοδοτούν όλα αυτά σε σχέση με τις μετεκλογικές εξελίξεις και ιδιαίτερα τις συνεργασίες;
Ασφαλώς και ασκούν καταλυτική επιρροή στην λήψη των αποφάσεων των κομμάτων και ιδιαίτερα στο ΠΑΣΟΚ και την Δημοκρατική Αριστερά, η οποία ήδη προσαρμόζει λεκτικά την σχετική πολιτική της.
Υ.Γ.2
Ενδεικτικό της βαθιάς κρίσης , για να μην αναφερθώ της παρακμής, στην οποία οδηγείται ο ΣΥΡΙΖΑ, είναι η πρωτοφανής απόφαση του, να προτείνει και εν ανάγκη να επιβάλλει «με την πίεση του λαού», το ενδεχόμενο «κυβέρνησης  της αριστεράς», ή κυβέρνησης εναντίον του Μνημονίου, με την στήριξη του Π. Καμένου και μάλιστα κατά παράβαση των σχετικών Συνταγματικών προβλέψεων.
Ο τυχοδιωκτισμός και ο πολιτικός αμοραλισμός, δεν έχουν να επιδείξουν άλλο προηγούμενο στην νεώτερη ιστορία μας.
Είναι όμως και αυτό μια ακόμη απόδειξη της παραζάλης, μέσα στην οποία κινούνται  η ελληνική κοινωνία και οι πολιτικές δυνάμεις.

Σχόλια