Αργόσυρτη, ή με πρωτοφανείς ταχύτητες, η  εξέλιξη των πραγμάτων;
Ο κρίσιμος μήνας Οκτώβριος , οι αντοχές της ελληνικής κοινωνίας και η ωριμότητα του πολιτικού κόσμου.
Και στο Υ.Γ. το «μανιφέστο» του Ανδρέα Λοβέρδου…
 
Το ταξίδι του πρωθυπουργού στην Ευρώπη, αλλά και οι επαφές που προηγήθηκαν με υψηλόβαθμα στελέχη της Επιτροπής, ξεκαθάρισαν σε σημαντικό βαθμό, όπως όλα δείχνουν, τις προθέσεις της Ευρώπης, απέναντι στην Ελλάδα.
Θέλουν την Ελλάδα στο ευρώ, αυτό είναι το καθημερινό μότο των δηλώσεων, των δημοσιευμάτων, των εκτιμήσεων.
Η παραμονή της χώρας στο ευρώ παίρνει τον τελευταίο καιρό και μια διάσταση της οποίας την σημασία, πρέπει να προσέξουμε.
Η παραμονή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια και μάλιστα στον σκληρό πυρήνα της θεωρείται πλέον στοιχείο της συνολικής , «τελικής» λύσης που προετοιμάζεται  και θα προκύψει όπως όλα δείχνουν από την Σύνοδο Κορυφής του Οκτωβρίου.
Εκείνος που παραδόξως εμμένει στην πολιτική της «καταγγελίας» του Μνημονίου και της ακύρωσης της σχετικής Σύμβασης , προφανώς γιατί με αυτό το σύνθημα αναδείχθηκε σε αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης είναι ο Α. Τσίπρας, ο οποίος βρίσκει ένα νέο εφεύρημα για να αποδεχθεί ότι η κυβέρνηση δεν οδηγεί την χώρα στην δραχμή, δηλώνοντας  τώρα ότι  « κανείς δεν μπορεί να διώξει την Ελλάδα, ή οποιαδήποτε άλλη χώρα από την ευρωζώνη. Μπορούν όμως κάλλιστα να μας κρατήσουν στο ευρώ ως κράτος-παρία, γιατί κάτι τέτοιο προβλέπεται στους σχεδιασμούς της κυβέρνησης».
Πώς θα μπορούσε βέβαια να παραμείνει κανείς στο ευρώ ως κράτος –παρίας, και από πού προκύπτει κάτι τέτοιο  δεν χρειάζεται να το εξηγήσει. Πίσω από τις λέξεις όμως αβίαστα προκύπτει ότι η επιστροφή στην δραχμή  ως συνέπεια χρεωκοπίας έχει όπως όλα δείχνουν απομακρυνθεί. Δεν βρίσκεται στο τραπέζι.
Με απλά λόγια θα λέγαμε οι ευρωπαίοι θέλουν , έχουν αποφασίσει να διατηρήσουν την ενότητα της ευρωζώνης αλώβητη και φυσικά στην κατεύθυνση αυτήν συμφωνούν και οι ΗΠΑ και η Κίνα, και ο ΟΟΣΑ και το ΔΝΤ. Κατά πιθανότητα γιατί είτε φοβούνται τις ανεξέλεγκτες επιπτώσεις ενός «Grexit», είτε δεν μπορούν να αναλάβουν το μεγάλο κόστος της.
Εν τούτοις ο Οκτώβριος θα είναι το κλειδί που θα δώσει την οριστική απάντηση όσον αφορά στις πραγματικές προθέσεις των εταίρων.
Εάν στα συμπεράσματα της Συνόδου, «λησμονηθεί» και πάλι η Ελλάδα, αν δηλαδή αντιμετωπιστεί ως  «ειδική περίπτωση», τότε θα πρέπει να αναθεωρήσουμε  την άποψη που κυριαρχεί τον τελευταίο καιρό.
Η Ελλάδα δεν μπορεί να «διασωθεί» λαμβάνοντας απλώς την επόμενη δόση του δανείου, ούτε  ακόμη και αν λάβει το σύνολο του δανείου, που θα της επιτρέψει να σχεδιάσει μια μεσοπρόθεσμη πολιτική εξόδου.
Το μέγα θέμα της ανάπτυξης και του δημόσιου χρέους, που δεν φαίνεται ότι θα βρίσκεται στο 120% του ΑΕΠ το 2020,  παραδοχή  πάνω στην οποία στηρίχθηκε όλο το οικοδόμημα της ευρωπαϊκής πολιτικής για την διάσωση, δεν μπορεί να απουσιάζουν από μια ευρωπαϊκή πολιτική, που πιστεύει και υποστηρίζει την παραμονή της χώρας στην ευρωζώνη.
Για πολλούς το μήνυμα της ειλικρινούς  και δεσμευτικής απόφασης για την Ελλάδα, έχει ήδη φανεί από τις αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, και τις γνωστές δηλώσεις του Μάριο Ντράγκι.
Ας δεχτούμε όμως ότι όντως η Ευρώπη έλαβε την απόφαση της.
Αρκεί αυτό;
Έχω μια αμφιβολία που αφορά εμάς τους ίδιους.
Έχω μια αμφιβολία  για τους έλληνες. Η Ελλάδα θέλει- δηλαδή μπορεί- να παραμείνει στο ευρώ, με ό,τι αυτό συνεπάγεται άμεσα και μεσοπρόθεσμα;
Η ελληνική κοινωνία και κυρίως οι μισθωτοί και οι συνταξιούχοι θα αντέξουν να φορτωθούν το αντάλλαγμα της παραμονής;
Το πολιτικό σύστημα θα δείξει επιτέλους την ωριμότητα και την αίσθηση ευθύνης που απαιτούν οι ιστορικές όντως περιστάσεις και θα προσανατολίσει την πολιτική και την τακτική του στην κατεύθυνση αυτήν;
Εδώ μπορούμε όντως να έχουμε αμφιβολίες για να μην πω βεβαιότητες.
Τα κυβερνητικά κόμματα γνωρίζουν ότι το κοινωνικό και πολιτικό κόστος των μέτρων που πρόκειται να ανακοινωθούν είναι βαρύ και ουσιαστικά ανατρέπει τα τελευταία υπολείμματα ενός ούτως ή άλλως «ανάπηρου» και διαβρωμένου κοινωνικού κράτους.
Οι δύο μικρότεροι εταίροι γνωρίζουν ότι θα φορτωθούν πολύ  μεγαλύτερο κόστος απ ότι πράγματι τους αναλογεί και θα βρεθούν μπροστά σε υπαρξιακά ερωτήματα, αν δεν υπάρξει λύση οριστική και με προοπτικές εξόδου.
Τα κόμματα της Αντιπολίτευσης, με την σκοπιμότητα, και τις προσδοκίες του καθενός να κυριαρχούν, θα συνεχίσουν την πολιτική τους και θα ωθήσουν την κοινωνία στα άκρα.
Στην άρνηση, την ανυπακοή, νομιμοποιώντας το «δεν πληρώνω», οδηγώντας σε κατάρρευση τους σχεδιασμούς για έσοδα, για περιορισμούς των δαπανών, για  την όχι ευχάριστη αλλά αναγκαία προσαρμογή.
Η ελληνική κοινωνία, που κλήθηκε τα τελευταία χρόνια σε θυσίες για να αποφύγει τον γκρεμό, τον βρίσκει και πάλι μπροστά της, ακούει για τρίτη φορά ότι πρόκειται για «τα τελευταία μέτρα», κυρίως αδυνατεί να ανταποκριθεί πλέον στις στοιχειώδεις απαιτήσεις της καθημερινής επιβίωσης.
Και ταυτόχρονα επιδεικνύει με τρόπο που ξαφνιάζει και τους πλέον κυνικούς, ότι  τίποτε δεν διδάχθηκε από όσα γύρω της συμβαίνουν, και ότι ο μακρόχρονος εθισμός της στην πελατειακή λογική, την συναλλαγή, ην αποφυγή των υποχρεώσεων , την εχθρική στάση του απέναντι στο κράτος, το οποίο με κάθε τρόπο επιχειρεί να ξεγελάσει, παραμένουν τα κύρια χαρακτηριστικά της.
Μπορεί η χώρα να βγει στο ξέφωτο χωρίς την συμμετοχή της κοινωνίας;
Και μπορεί να αλλάξει η κοινωνία μέσα στο απελπιστικά ελάχιστο χρόνο που έχει μπροστά της;
Υ.Γ.
Επί τέλους ο Ανδρέας Λοβέρδος μίλησε…
Ακολουθώντας την μόδα των «σημαντικών» πολιτικών που αποφασίζουν κάποια στιγμή να «μιλήσουν» για την τρέχουσα κατάσταση και τις απόψεις τους, εξέδωσε σε βιβλίο μια παλαιότερη ομιλία του στον επίλογο του οποίου παίρνει θέση και για  την τρέχουσα πολιτική και κυρίως για τα όσα εξελίσσονται στο κόμμα στο οποίο όπως όλα δείχνουν ανήκε μέχρι πριν λίγο καιρό.
Έχει πάντως ενδιαφέρον η πολιτική και ιδεολογική προσέγγιση του.
«Η Ελλάδα κατά την γνώμη του γράφοντος, έχει ανάγκη ένα συμμετοχικό, ευρωπαϊκό, μεταρρυθμιστικό, ριζοσπαστικό, σοσιαλδημοκρατικό πολιτικό αντικείμενο. Δεν έχει σημασία αν αυτός ο χώρος , αυτή η παράταξη, θα προκύψει από μετεξέλιξη υπάρχοντος κόμματος, ή τη συγχώνευση , ή την εκλογική συμπόρευση υφιστάμενων σχημάτων, ή ακόμη από την ίδρυση ενός νέου κόμματος που θα συσπειρώσει τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής σοσιαλδημοκρατίας».
Αναρωτιέμαι λοιπόν.
Έχει αντιληφθεί, έχει έστω υποψιαστεί ο Α. Λοβέρδος τι συμβαίνει σήμερα στην χώρα, τι συμβαίνει στο κόμμα του, σε ποια κατάσταση βρίσκεται το σύνολο του πολιτικού κόσμου, τι απασχολεί τους Έλληνες και τελικά τι διακυβεύεται την περίοδο αυτή;
Σε ποιο σημείο του πλανήτη και σε ποια εποχή συνάντησε το πολιτικό κόμμα που μπορεί να συνδυάσει όλα αυτά που  κατά την γνώμη του «έχει σήμερα ανάγκη η Ελλάδα»;
Και αφού περιέγραψε το κόμμα  που ονειρεύεται ως μια «ιδεολογικοπολιτική σαλάτα», ήταν φυσικό να περιγράψει ότι  η εμφάνιση του θα μπορούσε να επιτευχτεί με όλους τους δυνατούς και αδύνατους συνδυασμούς, ίδρυσης, συνεργασίας, συμπόρευσης, συγχώνευσης, μετεξέλιξης και δεν γνωρίζω τι άλλο θα μπορούσε να ανακαλύψει.
Και με αυτήν την διακήρυξη θα κινηθεί τώρα επιχειρώντας την ίδρυση κατά πάσα πιθανότητα ενός πολιτικού σχήματος με τον Γ. Φλωρίδη, αφού λύσει το γρίφο κατανομής της αρχηγίας- κάτι μου θυμίζει αυτό- αφού και οι δύο είναι γνωστό ότι την επιδιώκουν, και ότι η «καρέκλα» για να το πω κυνικά είναι το μόνο εμπόδιο και για τους δυο να ενταχθούν στο κόμμα που ανήκαν, ή σε κάποια άλλο υπαρκτό πολιτικό φορέα.
Αυτή είναι δυστυχώς η πικρή αλήθεια ακόμη και για τους «νέους» πολιτικούς μας.

Σχόλια