ΤΟ ΠΟΛΙΤΙΣΤΙΚΟ ΚΕΚΤΗΜΕΝΟ ΤΗΣ
 
ΘΕΣΣΑΛΟΝΙΚΗΣ
Ανατροπές ,συρρίκνωση, οπισθοδρόμηση
 
Η κατάργηση των πολιτιστικών οργανισμών που λειτουργούν με την μορφή των Ν.Π.Ι.Δ. με το αιτιολογικό του μη ελέγχου τους, είναι η απόδειξη της πλήρους ανικανότητας του κράτους να λειτουργήσει. Και να ελέγχει με τις διοριζόμενες διοικήσεις και τα συστήματα εσωτερικού και εξωτερικού ελέγχου που μπορεί να καθιερώσει, την διαχείριση τους και  όχι μόνο οικονομική.
Αντ αυτού προτιμά τώρα την γραφειοκρατία του δημοσίου, η οποία ποτέ δεν εφάρμοσε τις ισχύουσες περί ελέγχου διατάξεις του Νόμου και φυσικά δεν έλαβε μέτρα πειθαρχικά και ποινικά, το βλέπουμε άλλωστε στο σύνολο της δημόσιας διοίκησης.
Και έτσι μετά από μια ολόκληρη και περισσότερο δεκαετία, η ίδια πολιτική παράταξη, τότε με τον Πέτρο Τατούλη, που κατήγγειλε το «κρατικοδίαιτο πολιτισμό» και τώρα με τον Κώστα Τζαβάρα,  που καταγγέλλει την «ανεξέλεγκτη και αδιαφανή» οικονομική διαχείριση των πολιτιστικών οργανισμών  Ν.Π.Ι.Δ.(ίδε ΕΚΕΒΙ) αναγορεύει σε πρότυπο πότε τους μη κρατικούς, και πότε τους κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς, ψευδεπίγραφη ετικέτα μιας πολιτικής που σε άλλα αποβλέπει.
Και ύστερα ήρθε  η οικονομική κρίση, οι επιταγές των δανειστών για μικρότερο και οικονομικότερο κράτος,τα Μνημόνια 1,2και 3, ήρθαν οι περικοπές , οι συγχωνεύσεις φορέων και οι καταργήσεις, ήρθε η εφεδρεία και ρήμαξε κυριολεκτικά ό,τι επί δεκαετίες στήθηκε σ αυτόν τον τόπο ως υποδομή και θεσμοί πολιτισμού και καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Η Θεσσαλονίκη είναι το αντιπροσωπευτικό παράδειγμα, καθώς αυτή πλήττεται τώρα σε βαθμό μιας πρωτοφανούς ανατροπής.
Μετά από δεκαετίες πιέσεων και αιτημάτων των φορέων και των δημιουργών, μετά από ατομικές πρωτοβουλίες και απόπειρες διαμόρφωσης ενός τοπίου που να απαντά στοιχειωδώς στις ανάγκες τω πολιτών και μιας πόλης του μεγέθους και της ιστορίας της Θεσσαλονίκης, ήρθε η στιγμή, η ευκαιρία, η δυνατότητα, να διαμορφωθούν επιτέλους σύγχρονες υποδομές και θεσμοί.
 Η «Πολιτιστική Πρωτεύουσα», που έθεσε το θέμα αυτό ως ένα από τα κυρίαρχα του προγραμματισμού της, προχώρησε , όπως είναι γνωστό σε πρωτοβουλίες άτυπης ίδρυσης φορέων στον τομέα της σύγχρονης τέχνης, του λυρικού θεάτρου, της φωτογραφίας, του κινηματογράφου, της λογοτεχνίας.
Συγκρότησε όργανα, διαμόρφωσε ή ανήγειρε νέους χώρους, αγόρασε συλλογές, αρχεία, και βοήθησε να ξεκινήσει η λειτουργία τους.
Το 1998 , όταν πια όλα αυτά αποτελούσαν μια πραγματικότητα στην πόλη, το Υπουργείο Πολιτισμού, στο πλαίσιο μιας νομοθετικής του πρωτοβουλίας, αναγνωρίζοντας τα ως το «πολιτιστικό κεκτημένο»  της πόλης, θεσμοθέτησε και δια Νόμου την ίδρυση , οργάνωση και λειτουργία τους.
15 χρόνια μετά, και αφού είχε διανυθεί μια διαδρομή με επιτυχία, με ανάπτυξη, με αναγνώριση , με εντυπωσιακή παρουσία στην Ελλάδα και το εξωτερικό , η πολιτεία αλλάζει άποψη και κάτω από την πίεση και με την δικαιολογία της οικονομικής κρίσης οδηγεί στην κατάργηση έμμεση ή άμεση την Όπερα Θεσσαλονίκης, το Μουσείο Φωτογραφίας , το Μουσείο Κινηματογράφου , το Εθνικό Κέντρο Χαρτών, και το Λογοτεχνικό Αρχείο, που, αυτό το τελευταίο,  έτσι και αλλιώς παρέμεινε στα χαρτιά αφού οι συμμετέχοντες τοπικοί φορείς δεν συμφώνησαν ποτέ στον τρόπο και την συμμετοχή στην διοίκηση του.
 Δεν τα διέσωσε ούτε ο πλούτος των συλλογών τους, ούτε η περίφημη κινηματογραφική Συλλογή HELLAFI, ούτε το σύνολο του φωτογραφικού αρχείου του Fred Boissonnass, η τύχη των οποίων φαντάζει τώρα πλέον αβέβαιη.
Και ταυτόχρονα συρρικνώνεται η παρουσία των μεγάλων πολιτιστικών οργανισμών της πόλης, στο πολιτιστικό συγκρότημα της Δυτικής Θεσσαλονίκης, τους «Λαζαριστές», αρχικά με την αιφνίδια καταγγελία της συμμετοχής του από το Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος και στην συνέχεια από την επερχόμενη συγχώνευση του Κρατικού Μουσείου Σύγχρονης Τέχνης  με το Μακεδονικό Μουσείο Σύγχρονης Τέχνης, μια ιστορία που πέρασε από σαράντα κύματα και τώρα φαίνεται να επιταχύνεται η υλοποίηση της , κυρίως  λόγω των ανυπέρβλητων οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει το ΜΜΣΤ.
Στην περίπτωση των δύο Μουσείων βέβαια τα αναμενόμενα προβλήματα θα υπάρξουν μόνο εφ όσον το νέο Μουσείο Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης εγκαταλείψει τους «Λαζαριστές» και μετακινηθεί στις εγκαταστάσεις του ΜΜΣΤ στην ΔΕΘ.
Για τα τραγελαφικά που περιελάμβανε η δημοσιευθείσα ως πρόταση του Υπουργείου Διοικητικής Μεταρρύθμισης, περί ενοποιήσεων, ή καταργήσεων των Κρατικών Θεάτρων,  Βιβλιοθηκών, Ορχηστρών, ερευνητικών κέντρων ανά την Ελλάδα, δεν αξίζει να μιλήσουμε, αφού όπως προέκυψε ανήκει και η ενέργεια αυτή, στην γνωστή τακτική των πολιτικών να διαμορφώνουν ένα κλίμα πανικού και στην συνέχεια να περνούν όσο ανώδυνα μπορούν εκείνα που πράγματι έχουν αποφασίσει.
Όπως η ενοποίηση για παράδειγμα, του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος με το…Εθνικό Θέατρο και το Θεατρικό Μουσείο….
 Η αποχώρηση όμως του ΚΘΒΕ από τα δύο θέατρα και την Δραματική Σχολή που στεγάζονται στο Πολιτιστικό συγκρότημα των Λαζαριστών και η «κάθοδος» στο κέντρο του νέου ενιαίου Μουσείου Μοντέρνας και Σύγχρονης Τέχνης, στην περίπτωση της πλήρους αποχώρησης και αυτού, δημιουργούν  πρόβλημα άλλης ποιότητας, ανατρέπουν μια συνολική στρατηγική που η ίδια η πολιτεία καθιέρωσε, καθώς μετέφερε μέρος της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής δραστηριότητας υψηλού επιπέδου, στους ζωτικούς τομείς του θεάτρου και της σύγχρονης τέχνης, εκτός του κέντρου σε ένα άλλο περιφερειακό κέντρο ζωτικής σημασίας για πολλούς και αυτονόητους λόγους, που δικαιώθηκαν στην πάροδο του χρόνου.
Ανεξάρτητα αν το ΚΘΒΕ εκδήλωσε την πρόθεση αποχώρησης για λόγους τακτικής, αφού στην συνέχεια ζήτησε «επαναδιαπραγμάτευση των οικονομικών όρων, και το ΚΜΣΤ έχει βάσιμους λόγους να βρίσκεται και στο κέντρο, η έκβαση των πραγμάτων θα είναι λάθος αν οδηγήσει στην πλήρη αποχώρηση και των δύο από το συγκρότημα των Λαζαριστών και μετατρέψει την περιοχή σε πολιτιστική και κοινωνική έρημο
Στην χώρα αυτήν έχουμε άλλωστε συνηθίσει να ακούμε τους διορισμένους σε κρατικούς πολιτιστικούς οργανισμούς να αμφισβητούν χωρίς συνέπειες την «στρατηγική» της πολιτείας και να υποστηρίζουν την προσωπική τους άποψη.
Κανείς δεν μπορεί να υποβαθμίσει τους ρεαλιστικούς και αναπόδραστους όρους που οδηγούν στην κατεύθυνση αυτήν.
Της συγκέντρωσης δηλαδή, της συρρίκνωσης ουσιαστικά των δομών και θεσμών του πολιτισμού, όπως άλλωστε το βλέπουμε να εξελίσσεται και στις δομές και τους θεσμούς του κράτους πρόνοιας.
Θα περίμενε όμως ο καθένας από μια κοινωνία  που αντιλαμβάνεται την σημασία των γεγονότων και τις συνέπειες της ανατροπής των συλλογικών πολιτιστικών  κεκτημένων, κάποια  ενεργό αντίδραση και προτάσεις,  που θα συνέβαλαν στην αποφυγή της κατάργησης.
Χρειάστηκαν δεκαετίες αγώνων και πολλές απόπειρες ιδιωτών με ατυχή κατάληξη, όταν τα οικονομικά κυρίως προβλήματα οδηγούσαν το εγχείρημα σε αδιέξοδο, για να επιτύχει η πόλη να κατοχυρώσει στοιχειώδη  πολιτιστική υποδομή και κάλυψη των πρωταρχικών αναγκών της σε θεσμούς παραγωγής πολιτισμού, υποστήριξης και ανάδειξης του τοπικού καλλιτεχνικού δυναμικού της.
Και γύρω από αυτούς τους θεσμούς να βρουν διέξοδο οι δημιουργικές δυνάμεις δεκάδων ειδικοτήτων και δεξιοτήτων.
Η Θεσσαλονίκη προ του «κατακλυσμού» δεν είχε να ζηλέψει, για να χρησιμοποιήσω το ρήμα που πρόσφατα χρησιμοποίησε ο αρμόδιος υπουργός  μιλώντας για τους υπό κατάργηση φορείς, από μια ευρωπαϊκή πόλη του μεγέθους της, όταν συνυπολογιστούν πως γύρω  από αυτούς τους φορείς σχεδιάστηκαν και κατοχυρώθηκαν πολιτιστικοί θεσμοί διεθνούς εμβέλειας και αποδοχής.
Η πόλη, οι φορείς της, οι παράγοντες του πολιτισμού, όφειλαν στην κρίσιμη αυτή στιγμή να υπερασπιστούν δυναμικά την ύπαρξη των κατακτήσεων της πόλης.
Αποδεχόμενοι την αδήριτη πίεση των οικονομικών προβλημάτων , θα μπορούσαν να υποστηρίξουν μια λογική προσαρμογής και επιβίωσης», με την προσδοκία των «καλύτερων ημερών», που αναπόφευκτα θα έρθουν κάποια στιγμή.
Αντίθετα έμειναν απομονωμένοι και μόνοι , και υποχρεώθηκαν να υπερασπιστούν ξεχωριστά ο καθένας, την ύπαρξη του φορέα του
Και  τα συλλογικά όργανα όπως η «κίνηση των πέντε Μουσείων» δεν έκρινε σκόπιμη μια παρέμβαση της και οι μεγάλοι κοινωνικοί και πολιτικοί φορείς της πόλης αδιαφόρησαν, όταν δεν συνηγόρησαν.
Η νέα αντίληψη θα συμπαρασύρει και τις Ορχήστρες της πόλης
και όταν λήξουν τα προγράμματα ΕΣΠΑ, που διέσωσαν και διατήρησαν το υψηλό επίπεδο της πολιτιστικής και καλλιτεχνικής δημιουργίας στην πόλη, τότε θα φανεί καθαρά η «πολιτιστική ερημοποίηση» της Θεσσαλονίκης.
Και φυσικά μέσα σε όλα αυτά πρέπει να προστεθεί το μη ιδιαίτερα γνωστό γεγονός της αδρανοποίησης του μεγαλύτερου μέρους των πολιτιστικών δραστηριοτήτων των περιφερειακών Δήμων, που  οδηγήθηκαν στην ακύρωση  και κατάργηση θεσμών πολιτισμούς, πολιτιστικών κέντρων, θεατρικών ομάδων, βιβλιοθηκών.
Και συσσωρεύονται τώρα εκεί τα άδεια κουφάρια, θεάτρων, σχολών, βιβλιοθηκών. 
Αλλά και στα Μέσα ενημέρωσης, μέσα στην κρίση που αντιμετωπίζουν και αυτά, όταν δεν καταργούνται ολοσχερώς οι στήλες για τον πολιτισμό περιορίζονται, οι πολιτιστικοί συντάκτες απολύονται, ή μειώνονται, το καθημερινό ζωντανό ρεπορτάζ υποκαθίσταται από τα Δελτία τύπου των φορέων, η ευαισθησία απέναντι στις εξελίξεις και τα κρίσιμα γεγονότα υποβαθμίζεται ή τίθεται υπό  έλεγχο.
Με εξαίρεση το ΚΜΣΤ, η ύπαρξη του οποίου δεν αμφισβητήθηκε , χάρις στην Συλλογή Κωστάκη και την επιτυχή διαχείριση της στην Ελλάδα και το εξωτερικό, την σταθερή, έστω και μειούμενη κρατική επιχορήγηση και το ΕΣΠΑ ,  το Αρχαιολογικό και το Μουσείο Βυζαντινού Πολιτισμού, η κατάσταση στο σύνολο του πολεοδομικού συγκροτήματος μας γυρίζει στις αρχές της δεκαετίας του 60.
Ένας εφιαλτικός μύλος αλέθει ό,τι βρει μπροστά του και παράγει ένα υποβαθμισμένο πολιτιστικό περιβάλλον, που φιλοδοξεί να υποκαταστήσει στις αρχές του 21ου αιώνα, ότι επί δεκαετίες έστησαν τα οράματα, ο μόχθος, η επιμονή, η αφοσίωση επώνυμων και ανώνυμων πολιτών και οι πρωτοβουλίες τους, άλλοτε επιτυχημένες και με συνέχεια, άλλοτε με ελλείψεις και προβλήματα.
Και η πόλη που επιχειρεί να επαναδιατυπώσει την θέση της στον χάρτη του Ευρωπαϊκού πολιτιστικού γίγνεσθαι και του ανταγωνισμού των πόλεων, ή τον χάρτη προορισμού τουριστικού ενδιαφέροντος, μετατρέπεται από την άποψη αυτήν σε δευτερεύουσα επαρχιακή πόλη, που ελπίζει στα μνημεία , την αγορά και το φαγητό της…
Υ.Γ. 1
Μέσα στην ανασφάλεια, την απειλή της κατάργησης, ή υποβάθμισης και περιθωριοποίησης σε «δραστηριότητα» κάποιου άλλου φορέα, στην οικονομική πίεση που όλοι αντιμετωπίζουν, την κρίση που μαστίζει τους επαγγελματίες δημιουργούς, φτάνει ίσως η στιγμή για μια γενική αναθεώρηση των αντιλήψεων και των αρχών που μέχρι σήμερα καθόρισαν τα του πολιτισμού και της καλλιτεχνικής δημιουργίας.
Καθώς η κοινωνία στο σύνολο της επανεξετάζει την παρουσία και το μέλλον της, καθώς τα άτομα επανακαθορίζουν την στάση τους απέναντι στην ζωή, τις απαιτήσεις και τις ανάγκες τους, αλλά και τις  νοοτροπίες που η καταναλωτική κοινωνία καθιέρωσε και επέβαλε, είναι μήπως η στιγμή να επανακαθορίσουν και οι πολιτιστικοί οργανισμοί και τα στελέχη τους τον ρόλο και άρα τις δράσεις τους απευθυνόμενοι σε μια «άλλη» κυριολεκτικά κοινωνία, σε μια «άλλη» σχεδόν εποχή;
Μήπως κάτι πρέπει να σημαίνει και για τον Πολιτισμό, αυτό το δυναμικά πολλαπλασιαζόμενο φαινόμενο του εθελοντισμού και της αλληλεγγύης, της αλλαγής του τρόπου ζωής και των αξιών, που εκφράζουν μεγαλύτερες ή μικρότερες ομάδες, αλλά και άτομα, στην αστική και γεωργική Ελλάδα;
 Υ.Γ. 2
ΟΙ ανατριχιαστικές δηλώσεις του Μητροπολίτη Καλαβρύτων και Αιγιαλείας, που εκπροσωπώντας μια περιοχή όπου ο Ναζισμός εκτέλεσε ένα από τα χειρότερα εγκλήματα του, παρέστη στην κηδεία  του τελευταίου φυλακισμένου στελέχους της χούντας ,του Νίκου Ντερτιλή, τον οποίο συνέκρινε με τον Κολοκοτρώνη και τον Σωκράτη , συγκλόνισε την ελληνική κοινωνία, που παρακολουθεί με προβληματισμό, φόβο και αγανάκτηση την παρουσία και τις δραστηριότητες και δυστυχώς και την απήχηση μιας νεοναζιστικής ακραίας και αντιδημοκρατικής κίνησης στην χώρα.
Αλλά το χειρότερο, ήρθε με τον σχολιασμό των γελοιοτήτων και των αθλιοτήτων του «Σεβασμιωτάτου» από την ίδια την Ιεραρχία της Εκκλησίας της Ελλάδος.
Που με μια δήλωση του τύπου « ο Σεβασμιώτατος είναι γνωστός για τις απόψεις που κατά καιρούς εκφράζει» θεώρησε ότι έκανε το καθήκον της.
Ό,τι κτίζει με την κοινωνική δραστηριότητα της το γκρεμίζει με την στάση της απέναντι σε φαινόμενα του είδους αυτού και το χειρότερο δεν αντιλαμβάνεται ότι η στάση της αυτή έμμεσα αλλά χωρίς αμφιβολία την αναδεικνύει σε Πόντιο Πιλάτο, απέναντι στο νεοναζιστικό καρκίνωμα. Το λιγότερο….
 Υ.Γ. 3
Και, ώ του θαύματος, την τελευταία στιγμή, φαίνεται να διασώζεται το Μουσείο Φωτογραφίας και να γίνεται το δεύτερο και κρίσιμο βήμα της τυπικής διοικητικής και καλλιτεχνικής αυτονόμησης του.
Μια εξέλιξη αναπάντεχη φυσικά. Αλλά έτσι συμβαίνει στην πολιτική… Δυστυχώς….

Σχόλια